Αυτό όμως είναι μόνο τό πρώτο μέρος τής πλατωνικής ανάλυσης. Μετά άπό αύτό τό στοχασμό γιά τίς άρχές πού διέπουν τό δημοκρατικό πολίτευμα, καί μετά τήν περιγραφή τού είδους ζωής καί τού χαρακτήρα πού άντιστοιχούν σέ αύτόν, στό χώρο τού ατομικού, ό Πλάτων έπανέρχεται στή δημοκρατία γιά νά δείξει πώς αυτή καταστρέφεται. ‘Όπως συμβαίνει μέ όλα τά άλλα πολιτεύματα, οί δυσκολίες εμφανίζονται στό κοινωνικό καί στό ήθικό έπίπεδο.
Σέ δυόμισι σελίδες έχουμε μιά περίληψη-καταπέλτη γιά τήν έξέλιξη τής άναρχίας Καί πάλι ή ελευθερία είναι ή προέλευση τών πάντων, γιατί άν γίνεται κατάχρησή της, κάθε πειθώ καθίσταται άδύνατη: « Όταν τό δημοκρατικό κράτος, διψασμένο γιά έλευθερία, συμβεί νά έχει έπικεφαλής κακούς οινοχόους καί μεθύσει άπό άκρατη έλευθερία περισσότερο άπό όσο πρέπει, τούς κυβερνήτες του, άν δέν είναι πολύ ύποχωρητικοί καί δέν τοΰ παρέχουν πλήρη έλευθερία, τούς τιμωρεί τότε κατηγορώντας τους ώς μιασμένους καί ολιγαρχικούς.
-Τό κάνουν, βέβαια, αύτό, είπε.
-Καί μάλιστα, είπα, οί άνθρωποι φέρονται ύβριστικά σέ όσους δείχνουν ύπακοή στούς άρχοντες, γιατί τούς θεωρούν δουλοπρεπείς καί τιποτένιους, καί έπαινοΰν καί σέβονται καί στίς ιδιωτικές καί στίς δημόσιες συγκεντρώσεις τούς άρχοντες πού συμπεριφέρονται ώς άρχόμενοι, καί τούς άρχόμενους πού συμπεριφέρονται ώς άρχοντες. ’Άραγε σέ κράτος τέτοιου είδους ή έλευθερία δέν θά επεκταθεί ύποχρεωτικά παντού;
-Πώς όχι;». Γι αύτό έδώ τό κακό, ή λέξη είναι «άναρχία». Τήν ξαναβρίσκουμε σέ ένα στοχασμό, πού χρησιμεύει ώς μεταβατικός καί μάς κάνει νά περάσουμε άπό τήν άνυπακοή άπέναντι στούς άρχοντες στήν άνυπακοή γενικά, λέγοντας πώς εϊναι άναπόφευκτο αύτό τό πνεύμα νά περάσει «στό έσωτερικό τών οικογενειών καί τελικά ή άναρχία νά άναπτυχθει άκόμα καί στά ζώα».
Ακολουθεί ό πλήρης, ό περισσότερο άπό πλήρης, κατάλογος όλης τής κλίμακας τής ιεραρχίας, πού καταρρίπτεται μέ τήν ϊδια τή συγκατάθεση έκείνων πού θά όφειλαν νά τής έξασφαλίσουν τή διατήρηση.
«Εννοώ π.χ., είπε, πώς ό πατέρας συνηθίζει νά φέρεται όμοια μέ τό γιό του καί νά φοβάται τούς γιούς του, ό δέ γιος νά φέρεται όμοια μέ τόν πατέρα, καί ούτε νά ντρέπεται ούτε νά φοβάται τούς γονείς, γιά νά είναι τάχα έλεύθερος καί άκόμη ό μέτοικος να εξισώνεται μέ τόν πολίτη, όπως καί ό πολίτης μέ τόν μέτοικο, καί ό ξένος τό ϊδιο.
– ’Έτσι, βέβαια, συμβαίνει, είπε.
– Καί αύτά, είπα εγώ, συμβαίνουν, καί άλλα μικρότερα τέτοιου είδους. Γιατί σέ τέτοιο κράτος ό δάσκαλος φοβάται τούς μαθητές καί τούς κολακεύει, ένώ οί μαθητές άδιαφορούν γιά τούς δασκάλους καί όμοια γιά τούς παιδαγωγούς* καί γενικά οί μέν νέοι κάνουν τόν έαυτό τους ισο μέ τούς μεγαλύτερους καί τούς συναγωνίζονται σέ λόγια καί έργα, οί δέ γέροντες, άφου κατέβουν στό επίπεδο τών νέων, δείχνουν γεμάτοι εύθυμία καί άστεΐζονται μιμούμενοι τούς νέους γιά νά μή φαίνονται τάχα δυσάρεστοι καί αύταρχικοί.
– Βεβαιότατα, είπε.
– Καί ή μεγαλύτερη ύπερβολή, είπα, πού μπορεϊ νά φτάσει, άγαπητέ μου, ή έλευθερία τού λαού σέ κράτος τέτοιου είδους είναι, όταν πιά οί άγορασμένοι άντρες καί οί άγορασμένες γυναίκες έχουν τήν ϊδια έλευθερία μέ τούς άγοραστές τους. Καί παρά λίγο νά ξεχάσουμε νά πούμε πόση ισονομία καί έλευθερία υπάρχει στίς σχέσεις τών γυναικών πρός τούς άντρες καί τών άντρων πρός τίς γυναίκες… καί πόσο πιό ελεύθερα εΐναι εδώ τά ζώα πού χρησιμοποιούν οί άνθρωποι παρά οπουδήποτε άλλου, δέν θά μπορούσε νά τό πιστέψει κάποιος, άν δέν τό γνωρίζει. Πραγματικά, καί οί σκύλες, όπως λέει καί ή παροιμία, μοιάζουν μέ τίς κυρίες τους, καί μάλιστα καί τά άλογα καί τά γαϊδούρια έχουν συνηθίσει νά περπατούν μέ πολλή έλευθερία καί περηφάνια πέφτοντας πάνω σέ όποιον συναντούν στό δρόμο, άν δέν παραμερίσει, καί όλα τά άλλα έτσι ξεχειλίζουν άπό έλευθερία.
– Μαντεύεις τίς σκέψεις μου, είπε· όταν, βέβαια, πηγαίνω στήν έξοχή αύτό τό παθαίνω συχνά.
– Καί γενικά, λοιπόν, είπα, όλα αύτά μαζεμένα καταλαβαίνεις πόσο εύαίσθητη κάνουν τήν ψυχή τών πολιτών ώστε, άν επιχειρεί κάποιος νά τής έπιβάλει καί τόν παραμικρό έξαναγκασμό, νά έξεγείρονται καί νά μήν τόν άνέχονται; Καί στό τέλος, όπως ξέρεις, δέν νοιάζονται ούτε γιά τούς γραπτούς ούτε γιά τούς άγραφους νόμους, γιά νά μήν έχουν σέ καμιά περίπτωση κανέναν κύριο.
– Τό ξέρω πολύ καλά, είπε».
Ό δηκτικός οίστρος αύτής τής περιγραφής εξασφάλισε στό κείμενο τής Πολιτείας δίκαιη φήμη σέ όλες τίς έποχές. Διερμηνεύει μιά βίαιη έξαψη, άλλά έκφράζει έπίσης τή σκέψη στήν οποία ό Πλάτων παρέμεινε πιστός. Πολλά χρόνια αργότερα επαναλαμβάνει περιληπτικά στούς Νόμους τήν ϊδια ιδέα τής άναπόφευκτης έξέλιξης τής άναρχίας, πού, γεννημένη άπό τήν έλευθερία, κατακτά σύντομα όλους τούς τομείς τής ζωής. Ή μόνη διαφορά είναι ότι ό Πλάτων δέν άρκεΐται αύτή τή φορά μόνο στήν κοινωνική σάτιρα τής καθημερινής ζωής αλλά δείχνει τήν κακή επήρεια πού άσκει τελικά ή άναρχία στόν ήθικό καί θρησκευτικό τομέα.
Πραγματικά, άναφέροντας τίς ύπερβολές τής ελευθερίας στό τρίτο βιβλίο, άρχίζει μέ τήν έλευθερία στή μουσική καί στή συνέχεια γενικεύει συνοπτικά: «Μετά άπό αύτή τήν έλευθερία θά μπορει νά ύπάρχει ή έλευθερία τής άνυπακοής στίς άρχές τής έξουσίας καί άμέσως μετά τής άποφυγής τών ύποχρεώσεων πρός τόν πατέρα, τή μητέρα καί τούς ήλικιωμένους καί τής άρνησης τών συμβουλών τους, καί όταν βρίσκονται κοντά στά όρια (εννοεί τής πλήρους ελευθερίας) νά προσπαθούν νά μήν ύπακούουν στούς νόμους καί στό τέλος πιά νά μή λογαριάζουν τούς όρκους, τίς δεσμεύσεις καί γενικά τούς θεούς».
Επομένως, οι δύο άναλύσεις πού προσφέρει ό Πλάτων στην Πολιτεία άνταποκρίνονται χωρίς καμιά αμφιβολία στή βαθιά απέχθειά του πρός τή δημοκρατική άναρχία. Έτσι εξηγείται ή σκληρή πειθαρχία πού έννοει νά επιβάλει στήν ιδανική πολιτεία του. Χωρίς νά αφήνει στά άτομα καμιά πρωτοβουλία, ύποτάσσει τήν τύχη τους στή συλλογική φροντίδα καί τελικά, στούς Νόμους, έπιδοκιμάζει καί ενθαρρύνει, όπως πολλά ολοκληρωτικά καθεστώτα, τίς χαμερπεις καταγγελίες, στήν περίπτωση πού ή έκπαίδευση, οί νόμοι καί ή κρατική έπίβλέψη δέν θά ήταν άρκετά γιά νά άποφευχθοϋν τά λάθη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου