Για να έχουν οι διαπροσωπικές σχέσεις μας, νόημα, ουσία και ισορροπία είναι απαραίτητο να σεβόμαστε το ζωτικό χώρο των άλλων, να μην τους κάνουμε να ασφυκτιούν, να μην μαντεύουμε και ερμηνεύουμε συστηματικά τις προθέσεις, τις διαθέσεις και τα συναισθήματά τους ή να προσδοκούμε να συντονιστούν και να συμφωνήσουν οπωσδήποτε μαζί μας.
Αυτό σημαίνει πως είναι αναγκαία η ύπαρξη ενός ενδιάμεσου χώρου ανάμεσα στα άτομα και σε κάθε είδους διαπροσωπική σχέση, που να δημιουργεί μια ισορροπία στην αλληλεπίδραση, δίνοντας τον απαραίτητο χώρο που χρειάζεται ο καθένας μας ώστε να μπορεί να εκφράζεται αβίαστα, δηλαδή να υφίστανται οι προϋποθέσεις ενός διαλόγου.
Αυτό προϋποθέτει με τη σειρά του μία βαθιά συνειδητοποίηση και αποδοχή επί της ουσίας πως ο καθένας μας είναι μοναδικός και πως μπορεί να έχει διαφορετική θεώρηση γύρω από ουσιαστικά θέματα που αφορούν τη ζωή.
Για να μπορέσει να υπάρξει μια αυθεντική συνάντηση ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, θα πρέπει να ελαχιστοποιήσουμε τις διαπροσωπικές σχέσεις που βλέπουν τους άλλους ως αντικείμενα χρήσης ή κατάχρησης και ικανοποίησης προσωπικών μας αναγκών ή ανεπαρκειών.
Ακριβώς αυτό, δηλαδή η θεώρηση του άλλου ως αντικειμένου, είναι που βρίσκεται πίσω από την προσπάθεια πολλών ατόμων να κάνουν, πάση θυσία και με οποιονδήποτε τρόπο, «καλή εντύπωση» στους άλλους, να επιβάλουν την άποψή τους ή να εμμένουν σ΄αυτήν με έναν ατέρμονα και ψυχαναγκαστικό τρόπο, να παίζουν το ρόλο του παντογνώστη ή του αλάθητου κριτή των πάντων, και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή επίγνωση της υπερβολής τους πους τους εκθέτει στα μάτια των άλλων...
Μία διαπροσωπική σχέση που σέβεται τον απαραίτητο ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στον εαυτό και τους άλλους δίνει τη δυνατότητα για μια πραγματική συνάντηση ανάμεσα στα δύο μέρη που μπορεί να γίνει γόνιμη και δημιουργική.
Σε μια τέτοια περίπτωση, απευθυνόμαστε στο άτομο που έχουμε τη συγκεκριμένη στιγμή απέναντί μας, αποδεχόμενοι και προσπαθώντας να κατανοήσουμε τη μοναδικότητα και την όποια διαφορετικότητά του, και όχι ως έναν απρόσωπο άλλον απέναντι στον οποίο θα πρέπει οπωσδήποτε να υπερασπιστούμε και να επιβάλουμε με κάθε τρόπο την άποψη και τα θέλω μας.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να έχουμε σε κάθε σχέση μας την παραπάνω στάση.
Είναι, όμως, πολύ σημαντικό η μεγάλη πλειοψηφία τους να χαρακτηρίζεται από αυτήν γιατί διαφορετικά η ζωή μας θα στερείται το θεμελιακό στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, δηλαδή την επικοινωνία που βασίζεται στην αμοιβαιότητα.
Αυτός ακριβώς ο ενδιάμεσος χώρος θα πρέπει να υπάρχει και στη σχέση γονέα-παιδιού από την αρχή της ζωής, για να οδηγήσει στην εξέλιξη και των δύο και όχι στην ανακύκλωση των αναγκών και των «θέλω» του «αφέντη γονιού».
Ο ενδιάμεσος αυτός χώρος είναι ο κοινός τόπος όπου οι ζωτικοί χώροι των δύο τέμνονται, συναντώνται αλλά δεν εφάπτονται πλήρως.
Εάν δεν συμβεί αυτό, τότε ο γονιός δεν δίνει στο παιδί τον απαραίτητο ζωτικό χώρο που χρειάζεται ώστε να εξελίξει τη διαφορετικότητα και τη μοναδικότητά του, αλλά προσπαθεί να πλάσει ένα παιδί «κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωσίν» του, με αποτέλεσμα την εξέλιξη ενός ψευδούς εαυτού που δεν αντιπροσωπεύει τίποτα άλλο παρά την ανάγκη και την απεγνωσμένη προσπάθεια του παιδιού να αγαπηθεί, έστω και με αντίτιμο τη θυσία του αληθινού του εαυτού...
Γεννιόμαστε με μια πρωτογενή ανάγκη για στενές και αμοιβαίες σχέσεις από την πρώτη στιγμή της ζωής. Για το σκοπό αυτό, είμαστε εφοδιασμένοι με ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων και με μια σταδιακά εξελισσόμενη ικανότητα να «διαβάζουμε» τις συναισθηματικές διαθέσεις των άλλων ώστε να μπορούμε να επικοινωνούμε και να τρεφόμαστε ψυχικά ουσιαστικά σε όλη τη διάρκεια της ζωής μας.
Σε μια κοινωνία, όμως, όπου αυτό που αξιολογείται υπερβολικά δεν είναι παρά η προβολή μιας «σωστής» και όσο το δυνατόν πιο αψεγάδιαστης εικόνας μας προς τα έξω, ο κίνδυνος υιοθέτησης μιας άκαμπτης και στατικής στάσης και εικόνας εαυτού είναι άμεσος, στερώντας μας τη δυνατότητα του προσωπικού φτερουγίσματος, του «παιχνιδιού», της φαντασίας και της αληθινής ευχαρίστησης και ελευθερίας.
Χωρίς την ύπαρξη αυτού του ενδιάμεσου χώρου, κινδυνεύουμε να μεταβληθούμε -χωρίς να το συνειδητοποιούμε- σε αντικείμενα προς αξιολόγηση από τους άλλους.
Αποκτούμε μία είδους ταυτότητα και «αποδοχή», αλλά στην ουσία είμαστε έντρομοι μπροστά στο ενδεχόμενο μιας αληθινής συνάντησης και επαφής με τους άλλους.
Κινούμαστε συνεχώς ανάμεσα σε ένα πλήθος κόσμου εν είδει ζωντανής διαφήμισης σύγχρονων προτύπων και αψεγάδιαστων ατομικών προφίλ. Φαινομενικά, μπορεί να έχουμε πολλές «σχέσεις» με άλλους , αλλά, κατά παράξενο λόγο, νιώθουμε μόνοι και άδειοι από αληθινή ευχαρίστηση, παρ΄ ότι κάνουμε «ευχάριστα» πράγματα.
Εάν συμβαίνει αυτό, τότε έχουμε χάσει ένα μεγάλο κομμάτι του αληθινού μας εαυτού, τον αναγκαίο ενδιάμεσο χώρο απέναντι στους άλλους, και μια υφέρπουσα κατάθλιψη έχει κτυπήσει, φαινομενικά απρόσκλητη, την πόρτα μας...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου