O Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στο «αυγό του φιδιού» μας καλεί να «κοιτάξουμε όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ανίκανους για επανάσταση, πολύ ταπεινωμένους, πολύ φοβισμένους, πολύ εξαθλιωμένους». Κάποιος ίσως θα έλεγε να δούμε και τον εαυτό μας σε διάφορες στιγμές της ζωής μας ανάμεσά τους. Υπάρχουν περιπτώσεις, περιστάσεις κι άνθρωποι στην πορεία μας, όπου μας καθηλώνουν σ’ έναν βάλτο, μας αναγκάζουν να υπομείνουμε μια αρνητική κατάσταση και μετά αναγκάζουμε εμάς τους ίδιους να ζήσουμε όλη αυτή την οδύνη γιατί πιστεύουμε πως δεν υπάρχει άλλη λύση.
Θεωρούμε πως, λόγω μιας παρελθοντικής, παρόμοιας, τραυματικής εμπειρίας ή εξαιτίας της πεποίθησής μας πως αξίζουμε αυτή τη μεταχείριση, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Είμαστε έρμαια της επιλογής, διάθεσης και προαίρεσης άλλων. Συμπεριφερόμαστε κάπως σαν να ξέρουμε εκ των προτέρων πως δεν υπάρχει καμία πιθανότητα διαφυγής από τη συνθήκη που βρισκόμαστε, οπότε και δε δρούμε καθόλου. Σαν να έχουμε μάθει να είμαστε αδύναμοι κι αβοήθητοι, ενώπιον ενός οδυνηρού γεγονότος. Αυτό εκφράζει την ψυχική κατάσταση που ο ψυχολόγος M. Seligman ονόμασε «επίκτητη αδυναμία» ή «μαθημένη αβοηθησία» (learned helplessness).
Για να το αποδείξει αυτό, διεξήγε το 1967 ένα πείραμα στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια με δύο ομάδες σκυλιών, όπου τους χορηγούσε μικρές δόσεις ηλεκτροσόκ με την εξαίρεση πως στην ομάδα Α έδωσε τη δυνατότητα με το πάτημα ενός μοχλού να το σταματούν, κάτι που έμαθαν να το κάνουν γρήγορα. Στη δεύτερη φάση, έδωσε τον ίδιο μοχλό στην ομάδα Β αλλά εκείνοι δεν προσπάθησαν καν να το πατήσουν γιατί είχαν συνηθίσει τον πόνο. Με παρόμοιο τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε πως λειτουργούμε κι εμείς οι άνθρωποι. Μπορεί να μη μας προκαλούν άμεσα ηλεκτροσόκ- όχι πως δεν είχε γίνει μέχρι την πρόσφατη ιστορική πραγματικότητα- αλλά με διάφορους τρόπους, τόσο η κοινωνία, όσο κι οι άνθρωποι μεμονωμένα, μας εξωθούν ή μας τοποθετούν οι ίδιοι, σε καταστάσεις όπου βιώνουμε έντονο πόνο.
Από τη μη αποδοχή της κοινωνίας, της οικογένειας και του περίγυρου μας για τον σεξουαλικό μας προσανατολισμό, για την επαγγελματική μας καριέρα, για τα «πιστεύω» μας μέχρι και για τον τρόπο που ντυνόμαστε ή δρούμε, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να κληθούμε ν’ αντιμετωπίσουμε ένα πολύ δυσάρεστο γεγονός. Ανάλογα βέβαια και με την προσωπικότητά μας, τις καταβολές μας και την ψυχική μας ετοιμότητα, μπορεί να το εκλάβουμε διαφορετικά, άλλες φορές πιο ήπια, άλλες πιο έντονα. Αλλά εάν αισθανόμαστε ήδη αρνητικά για κάτι κι οι γύρω μας το επισημάνουν συνεχώς και συμπεριφέρονται εχθρικά προς εμάς, τότε είναι πολύ πιθανόν να πάψουμε κι εμείς να «παλεύουμε» εναντίον τους. Όπως συμβαίνει και βιολογικά στο σώμα μας, αν ακούμε κάθε μέρα έναν συγκεκριμένο ήχο ή (για παράδειγμα) εάν χτυπάμε πολλές φορές το χέρι μας σε συγκεκριμένο σημείο, δε μας κάνει μετά από λίγο εντύπωση. Αυτό το αίσθημα πως έχουμε «μουδιάσει» μπορούμε να το αισθανόμαστε και μέσα μας.
Σαν να έχουμε ήδη παραιτηθεί από οποιαδήποτε σκέψη προσπάθειας, πόσο μάλλον την ίδια τη δραστική πράξη, αφήνουμε τον άλλον -όσο απλό κι εάν ακούγεται- να μας κάνει ό,τι θέλει. Μπορεί όταν το το ακούμε αυτό ως τρίτοι να εναντιωνόμαστε και να πιστεύουμε πως το ένστικτο της επιβίωσης του ανθρώπου θα τον ανάγκαζε να βρεθεί ενάντια στον κακοποιητή του, αλλά η πραγματικότητα είναι πως μπορεί όλοι μας να «παγώσουμε». Να μην ξέρουμε τι να κάνουμε, να πανικοβληθούμε, να μη θέλουμε να κοπιάσουμε ώστε ν’ αλλάξει μια κατάσταση ήδη τετελεσμένη στο μυαλό μας και ν’ αποφασίσουμε να υπομείνουμε απλώς την όποια συμπεριφορά. Κάποιοι επιστήμονες φάνηκε να συγχέουν αυτή την ψυχική συνθήκη με την κατάθλιψη, λόγω του αισθήματος της ανημποριάς και της αβοηθησίας, που μπορεί ναι μεν να είναι σύμπτωμα αλλά δε σημαίνει απαραίτητα πως αυτή είναι και η ψυχολογική βεβαίωση.
Απέναντι στην μαθημένη αβοηθησία, ο Seligman τοποθετεί την οπτική της «μαθημένης αισιοδοξίας». Εφόσον μπορούμε να μάθουμε να μη θέλουμε να πονάμε άλλο, μπορούμε αντίστοιχα να διδαχτούμε πώς να είμαστε αισιόδοξοι. Είναι όμως ένας τρόπος ζωής, μια νοοτροπία που εάν δεν την έχουμε, σημαίνει πως είμαστε καταδικασμένοι στη μιζέρια; Σύμφωνα με την οπτική του ψυχολόγου, όχι. Αντίθετα, μας καλεί να «δώσουμε τα χέρια» με το παρελθόν μας, να συμφιλιωθούμε μαζί του, να νοηματοδοτήσουμε τις πράξεις των άλλων αλλά και τη δική μας συμπεριφορά ώστε να κατανοήσουμε το γεγονός. Οφείλουμε στον εαυτό μας να ξεπεράσουμε οποιοδήποτε στερεότυπο που θα μπορούσε να επιδρά αρνητικά στην αντιμετώπισή του, ακόμα κι εάν αρχικά δεν είμαστε εντελώς σίγουροι.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Seligman ισχυρίζεται πως θα έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης, όπου έχουμε χάσει προηγουμένως. Ουσιαστικά, δε θα στραφούμε απλώς σε θεωρητικές θετικές σκέψεις αλλά είναι σημαντικό να εμβαθύνουμε στον εαυτό μας και στο πώς εμείς οι ίδιοι θα τον αλλάξουμε δίχως να περιμένουμε κάποιον εξωγενή σωτήρα. Καλούμαστε να δημιουργήσουμε τον δικό μας μοχλό που θα σταματά το ηλεκτροσόκ, αφού καταλαβαίνουμε στο τέλος πως ο μόνος που μπορεί να μας σώσει, είναι ο εαυτός μας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου