Όπως ισχύει και για τους ενηλίκους, οι απαισιόδοξοι τρόποι με τους οποίους ερμηνεύονται οι ήττες της ζωής μοιάζουν να υποθάλπουν την αίσθηση της ανημπόριας και της απελπισίας στην καρδιά των καταθλιπτικών παιδιών.
Το ότι οι ήδη καταθλιπτικοί άνθρωποι σκέφτονται κατ' αυτό τον τρόπο είναι γνωστό από παλιά.
Ένα στοιχείο που προέκυψε μόλις πρόσφατα όμως είναι ότι τα παιδιά που ρέπουν περισσότερο προς τη μελαγχολία έχουν αυτή την απαισιόδοξη άποψη πριν γίνουν καταθλιπτικά.
Μια σειρά ενδείξεων προέρχεται από μελέτες των πεποιθήσεων των ίδιων των παιδιών αναφορικά με την ικανότητά τους να ελέγξουν τι συμβαίνει στη ζωή τους -για παράδειγμα, κατά πόσο είναι ικανά να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Η αξιολόγηση γίνεται με βάση τη βαθμολογία που δίνουν τα ίδια τα παιδιά στον εαυτό τους όταν έχουν να αντιμετωπίσουν διάφορες καταστάσεις.
Παραδείγματος χάρη: «Όταν αντιμετωπίζω προβλήματα στο σπίτι, μπορώ να προχωρήσω στην επίλυσή τους πολύ καλύτερα από άλλα παιδιά» και «Όταν προσπαθώ, παίρνω καλούς βαθμούς».
Τα παιδιά που λένε ότι καμιά απ' αυτές τις δύο θετικές περιγραφές δεν τους ταιριάζουν δεν πιστεύουν ότι μπορούν να κάνουν κάτι για να αλλάξουν τα πράγματα. Αυτή η αίσθηση της ανημπόριας είναι εντονότερη στα πιο καταθλιπτικά παιδιά.
Μια εντυπωσιακή μελέτη εξέτασε παιδιά της πέμπτης και της έκτης δημοτικού που μόλις είχαν πάρει τους ελέγχους τους. Όπως θυμόμαστε όλοι, οι έλεγχοι είναι μία από τις σπουδαιότερες πηγές αγαλλίασης ή απόγνωσης στην παιδική ηλικία.
Οι ερευνητές βρήκαν ένα χαρακτηριστικό επακόλουθο στον τρόπο με τον οποίο τα παιδιά αντιμετωπίζουν την κατάσταση όταν πάρουν χειρότερους βαθμούς απ' ό,τι περίμεναν.
Αυτά που θεωρούν ότι ένας κακός βαθμός είναι αποτέλεσμα της προσωπικής τους αδυναμίας («Είμαι ηλίθιος») νιώθουν εντονότερη κατάθλιψη από εκείνα που αντιμετωπίζουν το γεγονός ως κάτι που είναι στο δικό τους χέρι να αλλάξουν («Αν διαβάσω περισσότερο στα μαθηματικά, θα πάρω πιο καλό βαθμό»).
Οι ερευνητές εντόπισαν μια ομάδα παιδιών της τρίτης, της τετάρτης και της πέμπτης τα οποία οι συμμαθητές τους είχαν απορρίψει, και προσπάθησαν να εντοπίσουν ποια από τα παιδιά αυτά εξακολούθησαν να είναι κοινωνικά απόβλητα στην καινούρια τάξη που πήγαν την επόμενη χρονιά.
Το είδος της εξήγησης που έδιναν τα παιδιά στον εαυτό τους για την απόρριψή τους φάνηκε να παίζει ουσιαστικότατο ρόλο στο κατά πόσο θα υπέκυπταν στην κατάθλιψη.
Τα παιδιά που αντιλαμβάνονταν την απόρριψή τους ως αποτέλεσμα κάποιου προσωπικού τους ελλείμματος γινόταν περισσότερο καταθλιπτικά.
Αντίθετα, τα αισιόδοξα παιδιά, που ένιωθαν ότι μπορούσαν να κάνουν κάτι για να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο, δεν ήταν ιδιαίτερα καταθλιπτικά παρά τη συνεχιζόμενη απόρριψη.
Σε μια μελέτη παιδιών τα οποία βρίσκονταν στην εξαιρετικά αγχωτική διαδικασία της μετάβασης στο γυμνάσιο, αυτά που είχαν απαισιόδοξη στάση αντιδρούσαν στις έντονες προκλήσεις στο σχολείο και σε οποιοδήποτε πρόσθετο άγχος στο σπίτι με ακόμα περισσότερη κατάθλιψη.
Η πιο άμεση απόδειξη ότι η απαισιόδοξη στάση κάνει τα παιδιά ιδιαίτερα ευάλωτα στην κατάθλιψη προέρχεται από μια πενταετή μελέτη σε παιδιά τα οποία ξεκινούσαν τη φοίτηση στην τρίτη δημοτικού.
Για τα πιο μικρά παιδιά, ο ισχυρότερος δείκτης πρόβλεψης της μελλοντικής κατάθλιψης ήταν μια απαισιόδοξη στάση συνδυασμένη με κάποιο σημαντικό πήγμα, όπως το διαζύγιο των γονιών ή μια απώλεια στην οικογένεια, που άφηνε το παιδί δυστυχισμένο και αναστατωμένο, ενώ πιθανώς καθιστούσε και τους γονείς όλο και λιγότερο ικανούς να του προσφέρουν παρηγοριά και στήριξη.
Καθώς τα παιδιά μεγάλωναν, σημειωνόταν μια εντυπωσιακή μεταστροφή στον τρόπο με τον οποίο σκέφτονταν τα καλά ή τα άσχημα γεγονότα στη ζωή τους, τα οποία όλο και περισσότερο απέδιδα σε δικά τους ατομικά χαρακτηριστικά: «Παίρνω καλούς βαθμούς επειδή είμαι έξυπνος», «Δεν έχω πολλούς φίλους γιατί δεν είμαι διασκεδαστικός».
Αυτή η μεταστροφή μοιάζει να εδραιώνεται σταδιακά από την τρίτη μέχρι την πέμπτη τάξη του δημοτικού.
Καθώς συμβαίνει αυτό, τα παιδιά που έχουν αναπτύξει μια απαισιόδοξη στάση - αποδίδοντας τις αποτυχίες τους σε κάποιο δικό τους τρομερό ελάττωμα -αρχίζουν να παρασύρονται από τις καταθλιπτικές τους διαθέσεις, προσπαθώντας να αντιδράσουν στις αποτυχίες τους.
Επιπλέον, η εμπειρία της κατάθλιψης από μόνη της μοιάζει να ενισχύσει αυτούς τους απαισιόδοξους τρόπους σκέψης, έτσι ώστε ακόμα και όταν υποχωρήσει η διαταραχή, το παιδί να μένει με μια συναισθηματική πληγή και με πεποιθήσεις που τρέφονται από την κατάθλιψη και σταθεροποιούνται στο νου: πιστεύει ότι δεν μπορεί να τα πάει καλά στο σχολείο, δεν το συμπαθούν και δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να ξεφύγει από τις μελαγχολικές τους διαθέσεις.
Αυτές οι έμμονες ιδέες μπορούν να κάνουν το παιδί όλο και πιο ευάλωτο σε νέα κατάθλιψη.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου