χρῄζει τοῦ μετρίου παρεὶς
ζώειν, σκαιοσύναν φυλάσ-
σων ἐν ἐμοὶ κατάδηλος ἔσται.
1215 ἐπεὶ πολλὰ μὲν αἱ μακραὶ
ἁμέραι κατέθεντο δὴ
λύπας ἐγγυτέρω, τὰ τέρ-
ποντα δ᾽ οὐκ ἂν ἴδοις ὅπου,
ὅταν τις ἐς πλέον πέσῃ
1220 τοῦ δέοντος· ὁ δ᾽ ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος,
Ἄϊδος ὅτε μοῖρ᾽ ἀνυμέναιος
ἄλυρος ἄχορος ἀναπέφηνε,
θάνατος ἐς τελευτάν.
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νι- [αντ.]
1225 κᾷ λόγον· τὸ δ᾽, ἐπεὶ φανῇ,
βῆναι κεῖσ᾽ ὁπόθεν περ ἥ-
κει πολὺ δεύτερον ὡς τάχιστα.
ὡς εὖτ᾽ ἂν τὸ νέον παρῇ
1230 κούφας ἀφροσύνας φέρον,
τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔ-
ξω; τίς οὐ καμάτων ἔνι;
φθόνος, στάσεις, ἔρις, μάχαι
1235 καὶ φόνοι· τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε
πύματον ἀκρατὲς ἀπροσόμιλον
γῆρας ἄφιλον, ἵνα πρόπαντα
κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ.
ἐν ᾧ τλάμων ὅδ᾽, οὐκ ἐγὼ μόνος· [επωδ.]
1240 πάντοθεν βόρειος ὥς τις ἀκτὰ
κυματοπλὴξ χειμερία κλονεῖται,
ὣς καὶ τόνδε κατ᾽ ἄκρας
δειναὶ κυματοαγεῖς
ἆται κλονέουσιν ἀεὶ ξυνοῦσαι,
1245 αἱ μὲν ἀπ᾽ ἀελίου δυσμᾶν,
αἱ δ᾽ ἀνατέλλοντος,
αἱ δ᾽ ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν᾽,
αἱ δ᾽ ἐννυχιᾶν ἀπὸ Ῥιπᾶν.
ζώειν, σκαιοσύναν φυλάσ-
σων ἐν ἐμοὶ κατάδηλος ἔσται.
1215 ἐπεὶ πολλὰ μὲν αἱ μακραὶ
ἁμέραι κατέθεντο δὴ
λύπας ἐγγυτέρω, τὰ τέρ-
ποντα δ᾽ οὐκ ἂν ἴδοις ὅπου,
ὅταν τις ἐς πλέον πέσῃ
1220 τοῦ δέοντος· ὁ δ᾽ ἐπίκουρος ἰσοτέλεστος,
Ἄϊδος ὅτε μοῖρ᾽ ἀνυμέναιος
ἄλυρος ἄχορος ἀναπέφηνε,
θάνατος ἐς τελευτάν.
μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νι- [αντ.]
1225 κᾷ λόγον· τὸ δ᾽, ἐπεὶ φανῇ,
βῆναι κεῖσ᾽ ὁπόθεν περ ἥ-
κει πολὺ δεύτερον ὡς τάχιστα.
ὡς εὖτ᾽ ἂν τὸ νέον παρῇ
1230 κούφας ἀφροσύνας φέρον,
τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔ-
ξω; τίς οὐ καμάτων ἔνι;
φθόνος, στάσεις, ἔρις, μάχαι
1235 καὶ φόνοι· τό τε κατάμεμπτον ἐπιλέλογχε
πύματον ἀκρατὲς ἀπροσόμιλον
γῆρας ἄφιλον, ἵνα πρόπαντα
κακὰ κακῶν ξυνοικεῖ.
ἐν ᾧ τλάμων ὅδ᾽, οὐκ ἐγὼ μόνος· [επωδ.]
1240 πάντοθεν βόρειος ὥς τις ἀκτὰ
κυματοπλὴξ χειμερία κλονεῖται,
ὣς καὶ τόνδε κατ᾽ ἄκρας
δειναὶ κυματοαγεῖς
ἆται κλονέουσιν ἀεὶ ξυνοῦσαι,
1245 αἱ μὲν ἀπ᾽ ἀελίου δυσμᾶν,
αἱ δ᾽ ἀνατέλλοντος,
αἱ δ᾽ ἀνὰ μέσσαν ἀκτῖν᾽,
αἱ δ᾽ ἐννυχιᾶν ἀπὸ Ῥιπᾶν.
***
Όποιος ορέγεται να ζήσεικι άλλο, κι άλλο, και δεν του φτάνει
η μετρημένη του ζωή,
αυτόν εγώ, μα την αλήθεια,
τον έχω για πολύ μωρό.
1215 Γιατί οι πολλές ημέρες που μακραίνουν
φέρνουν τις λύπες πιο κοντά·
χαρές δεν πρόκειται να δεις
όπου η ζωή τραβάει σε μάκρος,
πέρα απ᾽ το θεμιτό της μέτρο.
1220 Λυτρωτικός, μ᾽ όλους ισότιμος,
όταν σημάνει η ώρα του Άδη,
προβάλλει ο θάνατος,
και γράφει τέλος σε γάμους,
μουσικές, χορούς.
Το να μην έχεις γεννηθεί,
1225 αυτό είναι το καλύτερο·
το δεύτερο καλό, αν έχεις
γεννηθεί, να πας το γρηγορότερο
εκεί απ᾽ όπου βγήκες.
Γιατί, μόλις περάσει η πρώτη νιότη,
1230 με την ανέμελή της αφροσύνη,
ποιός, πες μου, ποιός μόχθος απέξω μένει;
ποιός κάματος δεν μπαίνει στη ζωή μας;
Φθόνος και στάσεις, μαλώματα και μάχες,
1235 φόνοι, και τελευταίο εκείνο το επονείδιστο,
τα γηρατειά· άνευρα, άφιλα, ασυντρόφευτα,
όπου του κόσμου τα χειρότερα
κακά συγκατοικούν.
Μοίρα κι αυτού του δύστυχου
τα γηρατειά, όχι δική μου μόνο.
1240 Πώς βορινό ακρωτήρι, ανεμικές
και κύματα από παντού το δέρνουν,
έτσι κι αυτόν, αδιάκοπες
οι φοβερές του συμφορές,
τον συγκλονίζουν κυματόπληκτες
και κατακόρυφες.
1245 Άλλες από τη δύση, άλλες
απ᾽ την ανατολή, άλλες από τον νότο,
κι άλλες απ᾽ τα Ριπαία όρη κατεβαίνουν
του βορρά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου