12.12 Η δημοτικήΗ τρίτη λύση που υποστηρίχτηκε αρκετά πριν τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους ήταν η υιοθέτηση της ομιλούμενης γλώσσας, αυτής που θα ονομαστεί δημοτική, ως κοινού γλωσσικού οργάνου. Λόγιοι όπως ο Ιώσηπος Μοισιόδακας (1730-1800), ο Δημήτριος Καταρτζής (1720-1807), ο Ιωάννης Βηλαράς (1721-1823) υποστήριξαν με πάθος αυτή τη λύση. Θεωρούσαν ότι μόνο η υιοθέτηση της ομιλούμενης γλώσσας ως εθνικής γλώσσας, όπως έγινε στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη της εποχής, θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα επιτυχημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Η ομιλούμενη γλώσσα δεν ήταν για τους λόγιους αυτούς ένα «χαλασμένο» γλωσσικό εργαλείο αλλά, αντίθετα, το μόνο ζωντανό όργανο που θα μπορούσε να υπηρετήσει τις ανάγκες του κράτους που θα γεννιόταν.
Στο νεοελληνικό κράτος, που γεννήθηκε από την επανάσταση του 1821, επικράτησε η καθαρεύουσα ως επίσημη εθνική γλώσσα. Μέχρι το 1917 η καθαρεύουσα χρησιμοποιούνταν ακόμη και στο δημοτικό. Θα χρειαστούν οι μακρόχρονοι αγώνες του δημοτικιστικού κινήματος για να κερδίσει έδαφος η δημοτική, πρώτα στη λογοτεχνία, και να αναγνωριστεί επίσημα μόνο το 1976. Η μεγάλη μορφή του δημοτικιστικού κινήματος στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν ο γλωσσολόγος Γιάννης Ψυχάρης (1854-1929), ο οποίος αγωνίστηκε για την επικράτηση της δημοτικής. Αναγνώριζε ότι η δημοτική χρειαζόταν, για να εκφράσει τις σύγχρονες ανάγκες, εμπλουτισμό με νέους όρους, πολλοί από τους οποίους θα προέρχονταν από την αρχαιότερη γλώσσα. Αλλά πίστευε ότι αυτοί οι νέοι όροι θα πρέπει να «διορθώνονται» με βάση τη γραμματική της δημοτικής. Αντέτεινε, δηλαδή, στη «διόρθωση» προς την κατεύθυνση της αρχαίας (θυμηθείτε τον Κοραή) τη «διόρθωση» προς την κατεύθυνση της δημοτικής. Έτσι, η αρχαία λέξη περικεφαλαία έπρεπε να μπει στη δημοτική ως περκεφαλιά, να πάρει δηλαδή τη μορφή που ταιριάζει στη δημοτική. Η λύση αυτή ονομάστηκε, από τους αντιπάλους της, «μαλλιαρή» δημοτική. Και τελικά δεν επικράτησε.
Στις αρχές του 20ού αιώνα θα κινηθεί δραστήρια για την επικράτηση της δημοτικής το κίνημα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού (Δημήτρης Γληνός, Αλέξανδρος Δελμούζος, Μανόλης Τριανταφυλλίδης) Έργο του Τριανταφυλλίδη είναι η Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής) του 1941, που είναι και σήμερα ένα βασικό εργαλείο.
Η κατάληξη της μακρόχρονης αυτής γλωσσικής περιπέτειας που άρχισε πριν από 2.000 χρόνια και συνδέθηκε με σημαντικά ιστορικά γεγονότα ήταν η σημερινή κοινή νέα ελληνική. Για έναν ομιλητή του 18ου αλλά και του πρώτου μισού του 19ου αιώνα αυτή η μορφή γλώσσας θα ακουγόταν παράξενα και σε πολλές περιπτώσεις θα του ήταν ακατανόητη. Εκεί που αυτός ήξερε τη λέξη λαβωματιά, θα άκουγε τη λέξη τραύμα, μια λέξη που «μπήκε» στην ομιλούμενη γλώσσα από τα αρχαιότερα ελληνικά. Εκεί που αυτός ήξερε μόνο τη λέξη στοιχειό, θα άκουγε τη λέξη στοιχείο, και αυτή από τα αρχαιότερα ελληνικά, με διαφορετική σημασία από τη λέξη στοιχειό. Εκεί που αυτός ήξερε μόνο τη λέξη δουλειά, θα άκουγε και τη λέξη δουλεία, πάλι από τα αρχαιότερα ελληνικά, που έχει και αυτή διαφορετικό νόημα από τη λέξη δουλειά. Στη θέση πολλών τουρκικών λέξεων που του ήταν γνωστές και αναγκαίες, π.χ. ντοβλέτι, φιρμάνι, ασκέρι, θα άκουγε καινούργιες λέξεις όπως κράτος, νόμος, στρατός.
Οι περισσότερες από αυτές τις νέες λέξεις, οι οποίες «έδιωξαν» τις τουρκικές λέξεις που θύμιζαν την Τουρκοκρατία, μπήκαν στην ομιλούμενη γλώσσα μέσω της καθαρεύουσας. Τί έμεινε από την καθαρεύουσα στην ομιλούμενη, κοινή νέα ελληνική; Ορισμένες «παγωμένες» εκφράσεις όπως π.χ. εν τω μεταξύ, εν πάση περιπτώσει, δούναι και λαβείν. Στις εκφράσεις αυτές, και μόνο σε αυτές, εμφανίζονται (χωρίς να το συνειδητοποιεί συχνά ο μη μορφωμένος ομιλητής) η προ πολλού χαμένη δοτική και το προ πολλού χαμένο απαρέμφατο. Αλλά εμφανίζονται ως «απολιθώματα» και όχι ως ζωντανές γλωσσικές λειτουργίες. Το όνειρο της καθαρεύουσας να «ντύσει» την ομιλούμενη γλώσσα με αρχαιότροπη ενδυμασία δεν άντεξε στον χρόνο και, για όσο χρόνο άντεξε, δεν έγινε ποτέ το ζωντανό γλωσσικό εργαλείο της καθημερινής ζωής. Επικράτησε τελικά η δημοτική.
Και επικράτησε η δημοτική, γιατί μια μορφή γλώσσας που δεν είναι ζωντανή και δεν μιλιέται (όπως η καθαρεύουσα και οι πρόγονοί της ως τα χρόνια του αττικισμού), γίνεται κάποια ιστορική στιγμή εμπόδιο στην κοινωνία και στις ανάγκες της. Και η ιστορική αυτή στιγμή ήρθε με τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους το οποίο, ως σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, είχε ανάγκη από μια αποτελεσματική εκπαίδευση - για όλους, και όχι μόνο για τους λίγους. Και η ανάγκη αυτή δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί με ένα γλωσσικό εργαλείο που δεν ήταν η μητρική γλώσσα ούτε των μαθητών ούτε των δασκάλων. Θα ερχόταν κάποτε η ώρα (όπως και ήρθε, έστω και με καθυστέρηση) που η καθαρεύουσα θα έδινε τη θέση της στη δημοτική.
Οι γλώσσες είναι φτιαγμένες για να υπηρετούν τις κοινωνίες. Μπορεί κάποτε, και για ιστορικούς λόγους (όπως έγινε με την αρχαΐζουσα γλώσσα στην ελληνική ιστορία), η κοινωνία, ή ένα ισχυρό κομμάτι της, να φτάσει να υπηρετεί τη γλώσσα, ή κάποια μορφή γλώσσας. Αλλά αυτό δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει κάποτε σοβαρά προβλήματα. Εδώ ίσως βοηθήσει ένα παράδειγμα. Όπως ξέρετε, μέχρι το 1922 στη Μικρά Ασία ζούσαν πολλοί Έλληνες. Η Μικρασιατική καταστροφή τούς ανάγκασε να γίνουν πρόσφυγες και να έρθουν στην Ελλάδα. Κάποιοι από αυτούς μιλούσαν μόνο τουρκικά - είχαν χάσει τη μητρική τους γλώσσα. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα έγιναν προσπάθειες να ξαναγίνουν ελληνόφωνοι. Γι' αυτό πήγαν στα χωριά τους δάσκαλοι, για να διδάξουν στα παιδιά τους ελληνικά. Αλλά οι εντολές που είχαν ήταν να τους διδάξουν την καθαρεύουσα. Η προσπάθεια απέτυχε, γιατί η καθαρεύουσα δεν ήταν η μητρική γλώσσα των δασκάλων, και έτσι δεν μπόρεσαν να πετύχουν στο διδακτικό τους έργο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου