ΤΕΚ. τάχ᾽, ὡς ἔοικε, μᾶλλον· ἢ οὐκ ἠκούσατε
335 Αἴαντος οἵαν τήνδε θωύσσει βοήν;
ΑΙ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. ἁνὴρ ἔοικεν ἢ νοσεῖν, ἢ τοῖς πάλαι
νοσήμασι ξυνοῦσι λυπεῖσθαι παρών.
ΑΙ. ἰὼ παῖ παῖ.
340 ΤΕΚ. ὤμοι τάλαιν᾽· Εὐρύσακες, ἀμφὶ σοὶ βοᾷ.
τί ποτε μενοινᾷ; ποῦ ποτ᾽ εἶ; τάλαιν᾽ ἐγώ.
ΑΙ. Τεῦκρον καλῶ. ποῦ Τεῦκρος; ἢ τὸν εἰσαεὶ
λεηλατήσει χρόνον, ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαι;
ΧΟ. ἁνὴρ φρονεῖν ἔοικεν. ἀλλ᾽ ἀνοίγετε.
345 τάχ᾽ ἄν τιν᾽ αἰδῶ κἀπ᾽ ἐμοὶ βλέψας λάβοι.
ΤΕΚ. ἰδού, διοίγω· προσβλέπειν δ᾽ ἔξεστί σοι
τὰ τοῦδε πράγη, καὐτὸς ὡς ἔχων κυρεῖ.
ΑΙ. ἰώ, [στρ. α]
φίλοι ναυβάται, μόνοι ἐμῶν φίλων
350 μόνοι ἔτ᾽ ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ,
ἴδεσθέ μ᾽ οἷον ἄρτι κῦ-
μα φοινίας ὑπὸ ζάλης
ἀμφίδρομον κυκλεῖται.
ΧΟ. οἴμ᾽ ὡς ἔοικας ὀρθὰ μαρτυρεῖν ἄγαν.
355 δηλοῖ δὲ τοὔργον ὡς ἀφροντίστως ἔχει.
ΑΙ. ἰώ, [ἀντ. α]
γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας,
ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν,
σέ τοι σέ τοι μόνον δέδορ-
360 κα πημονὰν ἐπαρκέσοντ᾽.
ἀλλά με συνδάιξον.
ΧΟ. εὔφημα φώνει· μὴ κακὸν κακῷ διδοὺς
ἄκος πλέον τὸ πῆμα τῆς ἄτης τίθει.
335 Αἴαντος οἵαν τήνδε θωύσσει βοήν;
ΑΙ. ἰώ μοί μοι.
ΧΟ. ἁνὴρ ἔοικεν ἢ νοσεῖν, ἢ τοῖς πάλαι
νοσήμασι ξυνοῦσι λυπεῖσθαι παρών.
ΑΙ. ἰὼ παῖ παῖ.
340 ΤΕΚ. ὤμοι τάλαιν᾽· Εὐρύσακες, ἀμφὶ σοὶ βοᾷ.
τί ποτε μενοινᾷ; ποῦ ποτ᾽ εἶ; τάλαιν᾽ ἐγώ.
ΑΙ. Τεῦκρον καλῶ. ποῦ Τεῦκρος; ἢ τὸν εἰσαεὶ
λεηλατήσει χρόνον, ἐγὼ δ᾽ ἀπόλλυμαι;
ΧΟ. ἁνὴρ φρονεῖν ἔοικεν. ἀλλ᾽ ἀνοίγετε.
345 τάχ᾽ ἄν τιν᾽ αἰδῶ κἀπ᾽ ἐμοὶ βλέψας λάβοι.
ΤΕΚ. ἰδού, διοίγω· προσβλέπειν δ᾽ ἔξεστί σοι
τὰ τοῦδε πράγη, καὐτὸς ὡς ἔχων κυρεῖ.
ΑΙ. ἰώ, [στρ. α]
φίλοι ναυβάται, μόνοι ἐμῶν φίλων
350 μόνοι ἔτ᾽ ἐμμένοντες ὀρθῷ νόμῳ,
ἴδεσθέ μ᾽ οἷον ἄρτι κῦ-
μα φοινίας ὑπὸ ζάλης
ἀμφίδρομον κυκλεῖται.
ΧΟ. οἴμ᾽ ὡς ἔοικας ὀρθὰ μαρτυρεῖν ἄγαν.
355 δηλοῖ δὲ τοὔργον ὡς ἀφροντίστως ἔχει.
ΑΙ. ἰώ, [ἀντ. α]
γένος ναΐας ἀρωγὸν τέχνας,
ἅλιον ὃς ἐπέβας ἑλίσσων πλάταν,
σέ τοι σέ τοι μόνον δέδορ-
360 κα πημονὰν ἐπαρκέσοντ᾽.
ἀλλά με συνδάιξον.
ΧΟ. εὔφημα φώνει· μὴ κακὸν κακῷ διδοὺς
ἄκος πλέον τὸ πῆμα τῆς ἄτης τίθει.
***
ΑΙ. Ουαί κι αλίμονο.ΤΕ. Φαίνεται πως το πράγμα μάλλον χειροτέρεψε.
Ή μήπως δεν ακούσατε την άγρια φωνή;
ΑΙ. Ουαί κι αλίμονο.
ΧΟ. Δείχνει ο άνθρωπος πάλι να παραφέρεται·
ή μήπως απελπίζεται, βλέποντας τώρα
τί μανία τον βρήκε.
ΑΙ. Ω γιε, ω γιε.
340 ΤΕ. Ιώ, εγώ η δύστυχη· εσένα φωνάζει, Ευρυσάκη.
Τί βάζει πάλι ο νους του; πού να βρίσκεσαι;
Αλίμονο σ᾽ εμένα.
ΑΙ. Τον Τεύκρο εγώ φωνάζω· πού ᾽ναι ο Τεύκρος;
όλον τον χρόνο του κουρσεύοντας τον τρώει,
την ώρα που είμαι εγώ χαμένος;
ΧΟ. Μοιάζει, νομίζω, να ᾽ναι τώρα στα καλά του·
ανοίξετε να δούμε. Μπορεί, όταν με δει μπροστά του,
ίσως από ντροπή να κρατηθεί.
ΤΕ. Ανοίγω. Τώρα μπορούν να δουν τα μάτια σου
τα έργα που έπραξε ο ίδιος με το χέρι του.
ΑΙ. Ιώ,
φίλοι μου ναυτικοί, μόνοι εσείς από τους φίλους
350 μείνατε πιστοί στον νόμο της φιλίας.
Δείτε τί κύμα παραζάλης φονικής με δέρνει,
δείτε τί αίματα με μούσκεψαν.
ΧΟ. Φρίκη. Πόση αλήθεια μαρτυρούν τα λόγια σου.
Το έργο δείχνει μόνο του τον παραλογισμό.
ΑΙ. Ιώ,
γενιά θαλασσινή, έμπειρο χέρι τέχνης ναυτικής,
που με κουπί ευλύγιστο κάνει τα πλοία να πετούν,
360 εσένα μόνο βλέπω πρόθυμο να με συντρέξεις·
σφάξε λοιπόν τώρα κι εμένα, μαζί με τις βοσκές.
ΧΟ. Λέξη μην ξαναπείς· μη θες, σ᾽ ένα κακό φορτώνοντας
άλλο κακό για γιατρικό, να μεγαλώσει η συμφορά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου