τὴν θυγατέρ᾽ ἤδη μειράκιόν σοι προῖκά τε
δίδωμ᾽ ἐπ᾽ αὐτῇ τρία τάλαντα. (ΓΟ.) ἐγὼ δέ γε
845 ἔχω τάλαντον προῖκα τῆς ἑτέρας. (ΚΑ.) ἔχεις;
μὴ δῷς σὺ λίαν. (ΓΟ.) ἀλλ᾽ ἔχω τὸ χωρίον.
‹ΚΑ.› κέκτησ᾽ ὅλον σύ, Γοργία. τὴν μητέρα
ἤδη σὺ δεῦρο τήν τ᾽ ἀδελφὴν μετάγαγε
πρὸς τὰς γυναῖκας τὰς παρ᾽ ἡμῖν. (ΓΟ.) ἀλλὰ χρή.
850 (ΣΩ.) τὴν νύκτα [ταύτην κωμάσωμεν ἐνθαδὶ
πάντες μέν̣[οντες· αὔριον δὲ το]ὺς γάμους
ποήσομεν. καὶ τὸν γέροντα, Γοργία,
κομίσατε δεῦρ᾽· ἕξει τὰ δέοντ᾽ ἐνταῦθ᾽ ἴσως
μᾶλλον παρ᾽ ἡμῖν. (ΓΟ.) οὐκ ἐθελήσει, Σώστρατε.
855 (ΣΩ.) σύμπεισον αὐτόν. (ΓΟ.) ἂν δύνωμαι. (ΣΩ.) δεῖ πότον
ἡμῶν γενέσθαι, παππία, νυνὶ καλόν,
καὶ τῶν γυναικῶν παννυχίδα. (ΚΑ.) τοὐναντίον
πίοντ᾽ ἐκεῖναι, παννυχιοῦμεν οἶδ᾽ ὅτι
ἡμεῖς. παράγων δ᾽ ὑμῖν ἑτοιμάσω τι νῦν
860 προὔργου. ΣΩ. πόει τοῦτ᾽· οὐδενὸς χρὴ πράγματος
τὸν εὖ φρονοῦνθ᾽ ὅλως ἀπογνῶναί ποτε.
ἁλωτὰ γίνετ᾽ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ
ἅπαντ᾽. ἐγὼ τούτου παράδειγμα νῦν φέρω·
ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ κατείργασμαι γάμον
865 ‹ὃν› οὐδ᾽ ἂν εἷς ποτ᾽ ᾤετ᾽ ἀνθρώπων ὅλως.
ΓΟ. προάγετε δὴ θᾶττόν ποθ᾽ ὑμεῖς. ΣΩ. δεῦτε δή.
μῆτερ, δέχου ταύτας. ὁ Κνήμων δ᾽ οὐδέπω;
(ΓΟ.) ὃς ἱκέτευεν ἐξαγαγεῖν τὴν γραῦν ἔτι,
ἵν᾽ ᾖ τελέως μόνος καθ᾽ αὑτόν; (ΣΩ.) ὢ τρόπου
870 ἀμάχου. (ΓΟ.) τοιοῦτος. ‹ΣΩ.› ἀλλὰ πολλὰ χαιρέτω.
ἡμεῖς δ᾽ ἴωμεν. (ΓΟ.) Σώστραθ᾽, ὑπεραισχύνομαι
γυναιξὶν ἐν ταὐτῷ— (ΣΩ.) τίς ὁ λῆρος; οὐ πρόει;
οἰκεῖα ταῦτ᾽ ἤδη νομίζειν πάντα δεῖ.
δίδωμ᾽ ἐπ᾽ αὐτῇ τρία τάλαντα. (ΓΟ.) ἐγὼ δέ γε
845 ἔχω τάλαντον προῖκα τῆς ἑτέρας. (ΚΑ.) ἔχεις;
μὴ δῷς σὺ λίαν. (ΓΟ.) ἀλλ᾽ ἔχω τὸ χωρίον.
‹ΚΑ.› κέκτησ᾽ ὅλον σύ, Γοργία. τὴν μητέρα
ἤδη σὺ δεῦρο τήν τ᾽ ἀδελφὴν μετάγαγε
πρὸς τὰς γυναῖκας τὰς παρ᾽ ἡμῖν. (ΓΟ.) ἀλλὰ χρή.
850 (ΣΩ.) τὴν νύκτα [ταύτην κωμάσωμεν ἐνθαδὶ
πάντες μέν̣[οντες· αὔριον δὲ το]ὺς γάμους
ποήσομεν. καὶ τὸν γέροντα, Γοργία,
κομίσατε δεῦρ᾽· ἕξει τὰ δέοντ᾽ ἐνταῦθ᾽ ἴσως
μᾶλλον παρ᾽ ἡμῖν. (ΓΟ.) οὐκ ἐθελήσει, Σώστρατε.
855 (ΣΩ.) σύμπεισον αὐτόν. (ΓΟ.) ἂν δύνωμαι. (ΣΩ.) δεῖ πότον
ἡμῶν γενέσθαι, παππία, νυνὶ καλόν,
καὶ τῶν γυναικῶν παννυχίδα. (ΚΑ.) τοὐναντίον
πίοντ᾽ ἐκεῖναι, παννυχιοῦμεν οἶδ᾽ ὅτι
ἡμεῖς. παράγων δ᾽ ὑμῖν ἑτοιμάσω τι νῦν
860 προὔργου. ΣΩ. πόει τοῦτ᾽· οὐδενὸς χρὴ πράγματος
τὸν εὖ φρονοῦνθ᾽ ὅλως ἀπογνῶναί ποτε.
ἁλωτὰ γίνετ᾽ ἐπιμελείᾳ καὶ πόνῳ
ἅπαντ᾽. ἐγὼ τούτου παράδειγμα νῦν φέρω·
ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ κατείργασμαι γάμον
865 ‹ὃν› οὐδ᾽ ἂν εἷς ποτ᾽ ᾤετ᾽ ἀνθρώπων ὅλως.
ΓΟ. προάγετε δὴ θᾶττόν ποθ᾽ ὑμεῖς. ΣΩ. δεῦτε δή.
μῆτερ, δέχου ταύτας. ὁ Κνήμων δ᾽ οὐδέπω;
(ΓΟ.) ὃς ἱκέτευεν ἐξαγαγεῖν τὴν γραῦν ἔτι,
ἵν᾽ ᾖ τελέως μόνος καθ᾽ αὑτόν; (ΣΩ.) ὢ τρόπου
870 ἀμάχου. (ΓΟ.) τοιοῦτος. ‹ΣΩ.› ἀλλὰ πολλὰ χαιρέτω.
ἡμεῖς δ᾽ ἴωμεν. (ΓΟ.) Σώστραθ᾽, ὑπεραισχύνομαι
γυναιξὶν ἐν ταὐτῷ— (ΣΩ.) τίς ὁ λῆρος; οὐ πρόει;
οἰκεῖα ταῦτ᾽ ἤδη νομίζειν πάντα δεῖ.
***
ΚΑΛ. (επίσημα) Την κόρη μου σου δίνω, παλικάρι,γνήσιων παιδιών μητέρα να την κάμεις·
και τρία σού δίνω τάλαντα για προίκα.
ΓΟΡ. Της αδερφής μου η προίκα τάλαντο είναι.
ΚΑΛ. Μα το ᾽χεις; Μην το παρακάνεις. ΓΟΡ. Έχω
το χτήμα. ΚΑΛ. Αυτό, Γοργία μου, κράτα το όλο.
Η μάνα σου πια τώρα κι η αδερφή σου
πρέπει να ᾽ρθουν εδώ, με τις δικές μας
να γνωριστούν γυναίκες· σύρε φέρ᾽ τες.
ΓΟΡ. Ναι, πρέπει. ΣΩΣ. Αυτή τη νύχτα εδώ εμείς όλοι
850θα μείνουμε, να γίνει φαγοπότι,
κι αύριο να γίνει η τελετή των γάμων.
Γοργία, εδώ να φέρεις και το γέρο·
σ᾽ εμάς θα βρει ευκολότερα όσα θέλει.
ΓΟΡ. Δε θα θελήσει, Σώστρατε. ΣΩΣ. Για κοίτα,
καλέ μου, να τον πείσεις. ΓΟΡ. Αν μπορέσω.
Μπαίνει στου Κνήμωνα.
ΣΩΣ. Γλέντι γερό, πατέρα μου, να γίνει
για μας, κι ολονυχτία για τις γυναίκες.
ΚΑΛ. Το αντίθετο, θαρρώ· η ολονυχτία
θα ᾽ναι για μας κι εκείνες θα το τσούζουν.
Και τώρα εγώ πηγαίνω να ετοιμάσω
για σας ό,τι είναι ανάγκη. ΣΩΣ. Ναι, πατέρα.
Ο Καλλιππίδης μπαίνει στο ιερό·
ο Σώστρατος μόνος.
860Ο μυαλωμένος για κανένα πράμα
δεν πρέπει ν᾽ απελπίζεται· με κόπο
και με προσπάθεια πετυχαίνεις σε όλα.
Παράδειγμα: σε μια μονάχα μέρα
έφερα σε άκρη γάμο που κανένας
δεν πίστευε πως ήταν για να γίνει.
Έρχεται ο Γοργίας, οδηγώντας τη μητέρα του
και την αδερφή του.
ΓΟΡ. Ελάτε, προχωρείτε. ΣΩΣ. Ορίστε, ορίστε.
Φωνάζει στη μητέρα του, που είναι μέσα στο ιερό.
Υποδέξου, μητέρα, τις κυρίες.
Στο Γοργία.
Κι ο γέρος όχι; ΓΟΡ. Αυτός; Αφού ζητούσε
να πάρουμε έξω και τη γρια-Σιμίκη,
για να μείνει ολομόναχος. ΣΩΣ. Δεν έχει
γιατρειά· τί χαρακτήρας! ΓΟΡ. Τέτοιος είναι.
870ΣΩΣ. Ε, αφού το θέλει, ας κάθεται· εμείς πάμε.
ΓΟΡ. Σώστρατε, να σου πω, ντρέπομαι, ξέρεις,
να κάνω συντροφιά με τις γυναίκες.
ΣΩΣ. Βλακείες, Γοργία· περπάτα· τώρα μπήκες
στην οικογένεια κι είσαι πια δικός μας.
Μπαίνουν όλοι στο ιερό· από του Κνήμωνα βγαίνει
η Σιμίκη και, καθώς στέκεται ακόμα στο κατώφλι,
μιλά γυρισμένη προς τα μέσα· πριν τελειώσει,
παρουσιάζεται στην πόρτα του ιερού ο Γέτας.