Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

Οι γενικές γραμμές της φιλοσοφικής σύλληψης του Αριστοτέλη

Τη γένεση των πραγμάτων ο Αριστοτέλης την εξηγεί με τη βοήθεια των εννοιών, ύλη – είδος και δύναμις – ενέργεια.

Από την ύλη, που υπάρχει μόνο «δυνάμει», γεννιέται κάτι καθώς η μορφή ενεργοποιείται. Με άλλα λόγια: μέσα στην ύλη περιέχεται το τέλος του πράγματος∙ αυτό το τελείως άυλο τέλος είναι στην κάθε επιμέρους περίπτωση αμετάβλητο. Στα έμβια όντα οι άυλες ωθήσεις για κίνηση που ενυπάρχουν στο σπέρμα προκαλούν τη γένεση. Οι μορφές των φυσικών πραγμάτων είναι αμετάβλητες και αιώνιες∙ ο άνθρωπος γεννάει άνθρωπο. Άλλες μορφές υπάρχουν από τη στιγμή που ενεργοποιούνται στη νόησή μας.

Η ύλη με το νόημα που έχει στη φυσική μπορεί να χαρακτηριστεί ύλη, η ύλη όμως ως νοητική έννοια δεν είναι ύλη. Η μορφή είναι βέβαια κάτι που υπάρχει χωρίς να μεταβάλλεται, δεν είναι όμως ένα τόδε αλλά ένα τοιόνδε.[1]

Η αρχαία ελληνική λέξη κίνησις δεν δηλώνει μόνο την κίνηση στο χώρο, αλλά και την ποιοτική μεταβολή, επομένως όλες τις φυσικές μεταβολές∙ η γένεση είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση κίνησης. Η κίνηση είναι ένα φαινόμενο σύμφυτο και όχι παράλληλο με τα πράγματα. Ως φυσικό φαινόμενο η διαδικασία της κίνησης είναι κάτι το συνεχές, όχι μια σειρά από καταστάσεις που είναι στοιχισμένες η μια δίπλα στην άλλη. Ο χρόνος είναι η κίνηση στο βαθμό που έχει αριθμό (αυτό θα πει: στο βαθμό που μπορούμε να τον μετρήσουμε) σε σχέση με το «πριν» και το «μετά».

Ο χώρος και ο τόπος ως όρια του πράγματος αριθμητικά και γεωμετρικά καθορισμένα είναι αμετάβλητοι και αξεχώριστοι από το πράγμα. Και ο συνολικός χώρος και ο τόπος ενός πράγματος αποτελούν για τις κινήσεις σταθερά συστήματα αναφοράς.

Αν τις δούμε από την πλευρά της λογικής, όλες οι κινήσεις βρίσκονται σε συνάρτηση μεταξύ τους και σχηματίζουν μια αλυσίδα κινήσεων. Ως μεμονωμένο συμβάν κάθε τέτοια αλυσίδα ή σειρά απαιτεί ένα σημείο αφετηρίας∙ διαφορετικά θα είχαμε μια πορεία προς τα πίσω που δεν θα είχε τέλος, κάτι που ο Αριστοτέλης δεν το δέχτηκε ποτέ. Γι’ αυτόν το λόγο πρέπει να δεχτούμε για όλες τις φυσικές διαδικασίες μια αρχή απόλυτα έξω από αυτές. Η αρχή της κίνησης είναι επομένως αίτημα λογικό. Η σχέση ανάμεσα στο πρώτον κινούν και στη συγκεκριμένη επιμέρους κίνηση είναι στιγμιαία. Η αρχή της κίνησης έχει θεϊκά χαρακτηριστικά, βρίσκεται έξω από τη φυσική διαδικασία και κινεί τον κόσμο, με το νόημα ότι όλα τείνουν προς αυτήν.

Ο κόσμος είναι αιώνιος και αγέννητος. Η ανώτερη περιοχή του κόσμου είναι αναλλοίωτη∙ στον κάτω από το φεγγάρι κόσμο κυριαρχούν η κίνηση και η μεταβολή. Η γένεση και η φθορά αποτελούν ένα αιώνιο κύκλο, στον οποίο τα είδη (μορφές) είναι αναλλοίωτα και κάνουν φανερή την παρουσία τους μέσα από πράγματα φθαρτά. Τα στοιχεία διαθέτουν φυσική κίνηση∙ δεν φθείρονται ούτε αναλίσκονται, αλλά μεταμορφώνονται το ένα στο άλλο αδιάκοπα και αμοιβαία. Ο θεός του Αριστοτέλη δεν είναι επομένως ο δημιουργός του κόσμου ούτε παρεμβαίνει σε ό,τι συμβαίνει στη φύση ή στη ζωή των ανθρώπων∙ έκανε πραγματικότητα την αιωνιότητα κάνοντας τη γένεση έναν αιώνιο κύκλο.

Η φυσική διαδικασία είναι μονόδρομη: γένεση – αύξηση – τελείωση – παρακμή – φθορά. Αυτή είναι η βασική του ιδέα στη φιλοσοφία του τέλους, η οποία βασίζεται σε δεδομένα της εμπειρίας. Διερευνώντας τους τέσσερις παράγοντες –ύλη, μορφή, ποιητικό αίτιο και σκοπό- φτάνουμε στη γνώση της μορφής της δομής των πραγμάτων∙ η διδασκαλία για τις τέσσερις αιτίες είναι μια θεματοποίηση της θεωρίας του τέλους. Αναπόσπαστα δεμένη με την έννοια του τέλους είναι η ιδέα πως κάθε δημιούργημα της φύσης έχει να επιτελέσει ένα εντελώς δικό του έργον∙ «η φύσις ουδέν ποιείν μάτην». Η γένεση και η εξέλιξη που την ακολουθεί προσδιορίζονται από τη μορφή της ύπαρξης, όχι η μορφή της ύπαρξης από τη γένεση, γιατί ο άνθρωπος γεννάει άνθρωπο.

Κατά συνέπεια ο Αριστοτέλης έπλασε τη λέξη εντελέχεια για να εκφράσει τη διδασκαλία του για το τέλος: του χρειαζόταν μια λέξη που να δηλώνει το στάδιο εκείνο κατά το οποίο το τέλος επιτεύχθηκε πια. Η εντελέχεια είναι επομένως η στιγμή της βιολογικής κορύφωσης∙ σε άλλες, φυσικά περιοχές το ανάλογο.

Ο άνθρωπος είναι το ανώτερο δημιούργημα της φύσης, και για χάρη του η φύση δημιούργησε όλα τα υπόλοιπα.

Αυτό που χαρακτηρίζει περισσότερο από οτιδήποτε άλλο τον κόσμο του γίγνεσθαι είναι η τάξις. Αυτό φαίνεται καθαρά στην κλιμάκωση των όντων στη φύση. Η φύση προχωρεί κλιμακωτά από τα άψυχα στα ζώα περνώντας από οργανισμούς που είναι βέβαια ζωντανοί, δεν είναι όμως ζώα. Τα ζώα ο Αριστοτέλης τα ταξινομεί σε γενικές γραμμές σωστά, αρχίζοντας από τα κατώτερα και φτάνοντας στα ανώτερα∙ ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα μόνο σε ένα, ότι διαθέτει υψηλότερη νοητική ικανότητα (νους).

Αν εξαιρέσουμε τον νουν, όλες οι άλλες λειτουργίες της ψυχής είναι ψυχοφυσικά φαινόμενα. Ψυχή και σώμα είναι δύο όψεις ενός έμβιου όντως, όπως το κοίλο και το κυρτό σε ένα σφαιρικό σώμα, και βρίσκονται μεταξύ τους σε μια σχέση παρόμοια με τη σχέση ύλης και μορφής. Ο Αριστοτέλης ορίζει την ψυχή ως «την πρώτη εντελέχεια ενός φυσικού σώματος δυνάμει ζωήν έχοντος». Θέλει να πει με αυτό πως η ψυχή είναι η πρώτη και κύρια προϋπόθεση της ζωής. Ένα άψυχο χέρι είναι χέρι μόνο κατ’ όνομα. Ο νους είναι κάτι που υπάρχει καθεαυτό, ένα «χωριστόν», και από την πλευρά της φυσιολογίας δεν έχει τίποτα κοινό με το σώμα∙ ο νους είναι το θεϊκό στοιχείο μέσα μας.

Δεν υπάρχει ανάμνηση ούτε γνώσεις που τις αποκτούμε με τη γέννησή μας. Οι πρώτες βασικές εντυπώσεις που αποκτούμε με τις αισθήσεις κατατάσσονται με τη βοήθεια της κοινής αισθήσεως και «αποθηκεύονται» στη μνήμη ως παραστάσεις. Από παραστάσεις που επαναλαμβάνονται γεννιούνται οι γενικές έννοιες. Μπορούμε επομένως να διακρίνουμε το γενικό στο επιμέρους, και μέσω του επιμέρους φτάνουμε με κάποιον τρόπο στη γνώση του γενικού. Δεδομένου ότι όλα όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις και όλα όσα σκεπτόμαστε και λέμε για τα πράγματα πηγάζουν από τη ψυχή, η ψυχή είναι κατά κάποιον τρόπο αυτά με τα οποία έχει να κάνει.

Στη θεωρία του για τη γνώση ο Αριστοτέλης βρέθηκε αντιμέτωπος με μια δυσκολία, που την ξεπέρασε άνετα με τη διδασκαλία του για την ουσία. Αντικείμενο της γνώσης είναι το γενικό, δηλαδή οι γενικές έννοιες∙ αυτές όμως δεν έχουν πραγματική ύπαρξη∙ από την άλλη μεριά για τα επιμέρους, τα συγκεκριμένα αισθητά πράγματα, δεν υπάρχει ούτε ορισμός ούτε απόδειξη, παρά μόνο γνώμες. Όπως τόσα άλλα προβλήματα, έτσι και αυτό ο Αριστοτέλης το λύνει με τη βοήθεια του ζεύγους των εννοιών δύναμις – ενέργεια. Η γνώση μας είναι μια «δυνάμει» γνώση όσο ξέρουμε ότι υπάρχει κάτι σαν το «α»∙ όταν όμως συναντούμε, εδώ και τώρα, ένα συγκεκριμένο «α», τότε ενεργοποιούμε αυτή τη γνώση. Η ενεργοποιημένη γνώση είναι πάντοτε αντικειμενική.

Ο κεντρικός πυρήνας της ηθικής του είναι η διδασκαλία του για τον ηθικά άριστο άνθρωπο∙ άρρηκτα δεμένη με αυτήν είναι η διδασκαλία του για το ορθό μέτρο. Με την ικανότητά μας να βρίσκουμε το ορθό μέτρο αποκτούμε σημεία προσανατολισμού για τις πράξεις μας. Καθολικό αγαθό υπάρχει μόνο στο βαθμό που αυτό είναι σκοπός αυτών που συμβαίνουν στη φύση∙ για τον άνθρωπο υπάρχει κάθε φορά ένας συγκεκριμένος σκοπός, που συμπίπτει με το συγκεκριμένο κάθε φορά αγαθό. Μια ηθική κατάσταση αρχίζει να υπάρχει από τη στιγμή που ένα άτομο πρέπει να αποφασίσει για κάτι. Ο ηθικά άριστος άνθρωπος, με την πείρα που απόκτησε στη ζωή και με την ηθική φρόνηση που κέρδισε χάρη σ’ αυτήν, έχει την ικανότητα να κάνει τη σωστή επιλογή. Εκείνο που πρέπει να μας κατευθύνει όταν έχουμε να διαλέξουμε τον τρόπο με τον οποίο θα ενεργήσουμε είναι να ενεργούμε έτσι ώστε να μη διαταράσσεται η ελεύθερη και καθαρή σκέψη μέσα μας∙ κάθε παρέκκλιση από το σωστό μέτρο δεν μπορεί παρά να επιφέρει κάποια διαταραχή. Οι τρεις ακρογωνιαίοι λίθοι της ευτυχίας στη ζωή είναι η φιλοσοφική φρόνηση, η ηθική αρετή και το αίσθημα της χαράς. Ο φιλοσοφικός βίος είναι η ανώτερη μορφή ζωής∙ δεύτερη στη σειρά έρχεται η ζωή που έχει για στόχο της την αρετή.
-------------------------------
[1] Δεικτικές αντωνυμίες: τόδε = ο εξής, τοιόνδε = τέτοιος

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου