Ο Αντισθένης (444-370 π.κ.ε.) προερχόταν από οικογένεια δούλων και δεν αποκλείεται αυτός να ήταν ο λόγος που ίδρυσε αυτή τη σχολή για τους φτωχούς, στην οποία δεχόταν μόνο εκείνους που ασπάζονταν την απόλυτη φτώχεια και απεξάρτηση από κάθε είδους υλικό πλούτο, ιδιοκτησία, εγωισμό, κύρος, εξουσία.
Ένας από τους μαθητές του Σωκράτη (που ήταν τόσοι πολλοί που κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να υπολογίσει πόσοι ήταν, κι επιπλέον αρκετοί απ’ αυτούς, φοβούμενοι μήπως θανατωθούν και οι ίδιοι, δεν παραδέχονταν ανοιχτά ότι ήταν μαθητές του) ο Αντισθένης περηφανευόταν πολύ για την ταπεινοφροσύνη του. Ο Σωκράτης του είχε πει κάποτε «Αντισθένη, μέσα από τις τρύπες του ρούχου σου βλέπω την κενοδοξία σου». Ίδρυσε τη σχολή των Κυνικών φιλοσόφων, που πήραν την ονομασία τους από το μέρος όπου βρισκόταν το «γυμνάσιό» τους, στο Κυνοσάργες.
Η σχολή των Κυνικών δεν κάηκε από την πρώτη στιγμή μαζί με τους ρακένδυτους θιασώτες της, μόνο και μόνο επειδή οι υπόλοιποι πολίτες τους έβλεπαν σαν καημένους κακομοίρηδες ή γραφικούς ακίνδυνους τύπους και ζητιάνους. Το μόνο που εξυμνούσαν ήταν η αδιαπραγμάτευτη αρετή και η ηθική σοφία, και κατά τα άλλα δεν έλεγαν ανοιχτά τη γνώμη τους για τίποτε, διότι το έβρισκαν αλαζονικό. Έκαναν μόνο σύντομα κυνικά σχόλια, αφού ήταν αυτοί που επινόησαν τον γνωστό σε όλους μας «κυνισμό», δηλαδή, οι άνθρωποι αυτοί είχαν επινοήσει το καυστικό χιούμορ κι ευτυχώς γι’ αυτούς, το υψηλό χιούμορ δεν το κατανοούσαν πολλοί τότε, όπως και τώρα.
Ο Σωκράτης τον θαύμαζε για τον εγκρατή και σχεδόν ασκητικό του βίο, την ήρεμη ανεξαρτησία του και τη δύναμη του χαρακτήρα του. Στις διαλεκτικές συζητήσεις δοκίμαζε να ανατρέψει τον ορισμό του Σωκράτη για τις γενικές έννοιες. Καταπολεμούσε, δηλαδή, την περί ιδεών θεωρία του Πλάτωνος και παραδεχόταν σαν πραγματικό μόνο το επί μέρους. Μονάχα αυτό που βλέπουμε, αγγίζουμε ή αισθανόμαστε υπάρχει πραγματικά (αισθησιοκρατική διδασκαλία).
Οι γενικές έννοιες κατά τον Αντισθένη είναι ανύπαρκτες (ίππον μεν ορώ, ιππόττητα δε ουκ ορώ) κάθε δε έννοια εννοεί ένα μόνο πράγμα. Από δω συνάγει ο φιλόσοφος ότι δεν μπορεί σε κανένα υποκείμενο ν’ αποδοθεί διαφορετική έννοια και οι μόνες σωστές κρίσεις είναι οι ταυτολογικές (Α εστίν Α). Δεν είναι ορθό, π.χ. να λέμε ο χρυσός είναι ξανθός, μα ο χρυσός είναι χρυσός, όχι ο άνθρωπος είναι θνητός αλλά το θνητό είναι θνητό.
Γι’ αυτόν το λόγο ο Αντισθένης απέρριπτε και τον ορισμό που στηρίζεται πάνω στα ουσιώδη γνωρίσματα. Τα διδάγματα αυτά πρόθυμα ασπάσθηκαν οι Κυνικοί κι από αυτά η τάση τους να κάνουν τους εαυτούς τους τελείως ανεξάρτητους από τις ανάγκες του έξω κόσμου, περιορίζοντας στο ελάχιστο τις ανάγκες τους, ασκούμενοι να υπομένουν κάθε στέρηση και κάθε πόνο, και θεωρώντας τις απολαύσεις και ιδιαίτερα την ηδονή μέγιστα κακά.
Ο Αντισθένης είχε βρίσει επανειλημμένα τον Αλκιβιάδη, όπως και τον Γοργία και τον Ισοκράτη. Πριν απ’ αυτόν, ερχόταν σε ρήξη με όλους τους σημαντικούς ανθρώπους της εποχής του, χλεύαζε ακόμη και τον συμμαθητή του τον Πλάτωνα (τον αποκαλούσε Σάθωνα), αλλά πάνω απ’ όλα χλεύαζε και αποστρεφόταν τις γενικεύσεις και οτιδήποτε δεν ήταν χειροπιαστό ως επιχείρημα. «Ότι δίδουν οι αισθήσεις είναι αληθές, συνεπώς αληθές είναι μόνο το επί μέρους». Γενικές ιδέες, ως οντότητες, δεν υπάρχουν. «Ίππον μου ορώ», έλεγε χαρακτηριστικά, «ιππότητα δε ούχ ορώ» Σημασία απέδιδε μόνο στις πράξεις και όχι στα λόγια, ειρωνευόταν έντονα όλες τις θεωρίες και τις συζητήσεις και τις διαφωνίες κι έλεγε ότι όλες προέρχονται από ασυνεννοησία, διακηρύσσοντας ότι κάθε έννοια δηλώνει μόνο ένα πράγμα κι όταν οι άνθρωποι διαφωνούν αυτό σημαίνει ότι δεν μιλούν για το ίδιο πράγμα, έτσι δεν συνεννοούνται καν, επειδή είναι ανόητοι. Ομολογώ ότι αυτή ήταν μια πολύ σοφή διαπίστωση, απόλυτα ορθή και σημαντική.
Μια αρχαία παράδοση λέει, πως ο Αντισθένης κάλεσε τον Πλάτωνα να του διαβάσει κάποιο έργο του, ο Πλάτων όμως, όταν ζήτησε να μάθει κι εκείνος το περιεχόμενο μιας μελέτης που έγραψε ο Αντισθένης, πήρε την απάντηση, πως «δεν πρέπει να αντιλέγει». Δηλαδή, δεν αναγνώριζε στον Πλάτωνα το δικαίωμα της κριτικής, γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ανώτερο. Από τότε τσακώθηκαν και όχι μόνο έκοψαν τις σχέσεις, μα ο ένας κατηγορούσε τον άλλον.
Η αρετή κατά τον Αντισθένη είναι μια φυσική ιδιότητα και όχι μια εξωκοινωνική ή μεταφυσική δύναμη όπως πίστευε ο Σωκράτης. Ο ρόλος λοιπόν της αρετής είναι να βάζει χαλινάρι στα πάθη και τις ορμές. Όσο για την ηθική, στο σημείο αυτό διαφωνούσε ριζικά με τον Σωκράτη, γιατί παραδέχονταν, πως πρέπει να βασίζεται στα έργα κι όχι στις θεωρίες και στα λόγια. (Διογ. Λαέρτ. VI, 11).
Ως μόνο προορισμό της φιλοσοφίας θεωρούσε την κατανόηση των εννοιών και την ηθική, και η διδασκαλία του ήταν απλή και θετική, κηρύττοντας ότι η γνώση δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσο προς εξασφάλιση της ευδαιμονίας, την οποία για να την αποκτήσει κάποιος πρέπει πρώτα να κατέχει την αρετή, η οποία είναι διδακτή.
Στους Κυνικούς ο Αντισθένης δίδασκε, επίσης, ότι «ο ενάρετος άνθρωπος δεν έχει ανάγκη να συμπεριφέρεται συμφώνως προς τους νόμους, αρκεί να αφήσει την φύσιν αυτού να εκδηλωθεί ελευθέρως και χωρίς επιρροή από εξωτερική βία ή πλάνη και χωρίς εσωτερικό πάθος» Έλεγε πως το μεγαλύτερο αγαθό για τον άνθρωπο είναι η ελευθερία, η οποία επιτυγχάνεται μόνο μέσω της ανεξαρτησίας και έλεγε ότι πρέπει να αποκτήσουμε την ανεξαρτησία μας από τον έξω κόσμο.
Πώς μπορούσε κανείς να το πετύχει αυτό; Περιορίζοντας τις απαιτήσεις του από τη ζωή και από τους άλλους, ώστε να μην έχει ανάγκη από τίποτε και από κανέναν.
«Η αληθινή αρετή δεν έχει ανάγκη από τίποτε. Ούτε νόμον ανάγκη έχει ο σοφός κατά κρίσιν εαυτού δρων και φερόμενος». Έλεγε ότι οι νόμοι είναι για τους πολλούς, τους ανόητους και τους μέτριους, όχι για τους εκλεκτούς. Επίσης, πρέσβευε ιδέες κοσμοπολίτικες θεωρούσε απομάκρυνση από το φυσικό την αιώνια διαίρεση των ανθρώπων σε έθνη αντιμαχόμενα.
Επίσης, είχε ελεύθερες αντιλήψεις για τον έρωτα, τον γάμο και την οικογένεια. Ουσιαστικά, ο Αντισθένης ήταν ο πρώτος γνωστός αναρχικός στην Ιστορία και οι Κυνικοί του ήταν αυτό ακριβώς, μία σχολή αναρχίας. Ήταν καταπληκτικός ρήτορας και λογοτέχνης, ετοιμόλογος, πνευματώδης, και οι καυστικές απαντήσεις του ήταν παροιμιώδες. Να ένα παράδειγμα: κάποτε κάποιος τον ρώτησε τι γυναίκα να παντρευτεί, ωραία ή άσχημη; Ο Αντισθένης του απάντησε ότι αν παντρευόταν ωραία γυναίκα θα την είχε «κοινή», αν παντρευόταν άσχημη θα ήταν «ποινή».
Oι Αθηναίοι που ανήκαν στη θέση του Αντισθένη ήταν πολλοί που δυσφορούσαν κι αγανακτούσαν γιατί η Πολιτεία, ύστερα από τον Πελοποννησιακό πόλεμο, δεν τους αναγνώρισε ισότιμους πολίτες με τους άλλους Αθηναίους. Άρα, ο Αντισθένης, εκφράζοντας έμμεσα κοσμοπολίτικες και αντιπατριωτικές ιδέες, ερμήνευε κι εκπροσωπούσε την αγανάκτηση μιας μεγάλης μερίδας Αθηναίων, που, με το να μην εξισωθούν με τους άλλους Αθηναίους, όπως το έλπιζαν και το περίμεναν, αδιαφορούσαν πια για την Αθηναϊκή Πολιτεία, την έβλεπαν σαν εχθρό τους και μισούσαν τους πολίτες Αθηναίους.
Όταν πάλι υποστήριζε, πως οι νόμοι που ψηφίζονται στις λαοσυνάξεις αποβλέπουν στο να ρυθμίσουν τις κοινωνικές σχέσεις και τα συμφέροντα των μέτριων πολιτών, με όσα έλεγε και δίδασκε διαμαρτύρονταν για τις κοινωνικές διακρίσεις και κυρίως εξεγείρονταν η συνείδησή του, γιατί ενώ είχαν πολιτικά δικαιώματα οι πρώτοι τυχόντες, που από σύμπτωση γεννήθηκαν από πατέρα και μητέρα Αθηναίους, αυτός, ένας πνευματικός άνθρωπος, δεν είχε, ούτε το δικαίωμα να διδάξει στις επίσημες Σχολές της Πολιτείας, ούτε και να πάρει μέρος στη διοίκηση των κοινών.
Η τέτοια του μειονεκτική θέση μέσα στην Αθηναϊκή Πολιτεία του κόστιζε πολύ, γι’ αυτό και δεν ήταν ενθουσιασμένος με τους λαοκρατικούς θεσμούς. Μια που η δημοκρατία δεν τον αναγνώριζε για γνήσιο πολίτη της, δεν είχε κανένα λόγο να υπερασπίζεται το αθηναϊκό πολίτευμα. Και σ’ αυτό όλο το δίκαιο ήταν με το μέρος του. Δεν ήταν βέβαια, αντιδραστικός και φανατικός ολιγαρχικός, όπως ο Πλάτων, ο Ξενοφών και άλλοι, δεν μπορούσε όμως και να χωνέψει τους δημοκρατικούς θεσμούς, γιατί, ενώ οι από πατέρα και μάνα Αθηναίοι είχαν όλα τα πολιτικά δικαιώματα και εξισώνονταν πλούσιοι και φτωχοί και μπορούσε ν’ ανέβει ο καθένας στα ανώτατα αξιώματα, ένας μη γνήσιος Αθηναίος, αν είχε γνώσεις, ικανότητες και τιμιότητα και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στον πόλεμο, δεν μπορούσε να είναι ισότιμος με τον πιο παρακατιανό πολίτη.
Έλεγε ότι δεν θα έπρεπε να υπάρχει ούτε κυβέρνηση ούτε νόμοι, ούτε ιδιοκτησία, ούτε θρησκεία, ούτε έθνη, ούτε γάμοι. Περιπλανιόταν πάμφτωχος, ξυπόλητος, ντυμένος με κουρέλια, με ένα μικρό σακί στον ώμο και μία ράβδο στο χέρι, πάνω στην οποία έκανε ένα σκάλισμα κάθε φορά που κάποιος τον κατηγορούσε για κάτι που δεν είχε πει ή κάνει: η ράβδος του ήταν γεμάτη σκαλίσματα Έγραψε πολλά ρητορικά και φιλοσοφικά έργα κι έχουμε την πληροφορία ότι γέμιζαν δέκα ολόκληρους μεγάλους τόμους, αλλά, φυσικά, κανένα δεν διασώθηκε και κανένα δεν διαβάσαμε, ούτε εμείς ούτε οι περισσότεροι προγονοί μας.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου