Από τους πρώτους μήνες ζωής το βρέφος ξεκινά να αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και να αυτοπροσδιορίζεται μέσα από τα χάδια, τα αγγίγματα και το «κράτημα» του σημαντικού άλλου που το φροντίζει. Ορίζει το σώμα του, αισθάνεται ότι δεν είναι άπειρο, δεν εκτείνεται στο χώρο, καταλαμβάνει συγκεκριμένο χώρο.
Η Φρανσουά Ντολτό ενίσχυε την πρακτική αυτή προς τους γονείς βρεφών, επισημαίνοντας την αξία της για το χτίσιμο της προσωπικότητας τους.
Έχοντας κατακτήσει την αίσθηση του εαυτού του και εσωτερικεύσει το «κράτημα» πια, είναι σε θέση να εξερευνήσει το ευρύτερο περιβάλλον, αφού γνωρίζει ότι ο σημαντικός άλλος είναι εκεί γι' αυτό όποτε και αν το χρειαστεί.
Έτσι, μπορεί να ανακαλύψει το χώρο, να συνδιαλλαγεί με άλλα πρόσωπα, κάνοντας ένα άνοιγμα πέρα από τα στενά όρια μητέρας-βρέφους, θέτοντας με τον τρόπο αυτά τα θεμέλια της κοινωνικοποίησής του.
Αργότερα, στη νηπιακή και μετανηπιακή ηλικία, αλλά και σχεδόν έως την ενηλικίωση ουσιαστικά, τα όρια βρίσκονται στο προσκήνιο ενός παιδιού, καθώς μέσα από μια διαδικασία «δοκιμής ή πλάνης» μαθαίνει τι επιτρέπεται και τι όχι, τις συνέπειες των πράξεών του, έτσι όπως αυτές συνήθως οριοθετούνται και προσδιορίζονται από γονείς, δασκάλους κλπ.
Με μια πρώτη σκέψη θα φανταζόταν κανείς ότι ο παράδεισος ενός παιδιού είναι ένας κόσμος χωρίς όρια, χωρίς κανόνες, χωρίς περιορισμούς και συμφωνίες. Στην ουσία πρόκειται για ένα χαοτικό και στρεσογόνο κόσμο, που γεμίζει το παιδί με ανασφάλεια και φόβο.
Συχνά οι «ακραίες» συμπεριφορές, οι εκδραματίσεις και οι πράξεις που τραβούν το φακό πάνω στο παιδί (αντικοινωνική συμπεριφορά, κακή σχολική επίδοση, επιθετικότητα, χρήση ουσιών-κυρίως στην εφηβεία) αντικατοπτρίζουν την ανάγκη και την έκκληση να προσδιοριστούν τα όρια από τους γονείς, γεγονός που υποδεικνύει ότι τα πράγματα δεν είναι σαφώς ορισμένα. Μέσα σε ένα πλαίσιο ορίων και κανόνων, όσο και αν αυτό πολεμείται από τα παιδιά, αποκτάται το αίσθημα του ανήκειν, ενώ κυριαρχεί η αίσθηση ότι υπάρχει ένα δίχτυ ασφαλείας γύρω τους και ένα σημείο αναφοράς ότι και αν συμβαίνει στο ευρύτερο περιβάλλον.
Μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο εξαιρετικής σημασίας κρίνονται τα όρια. Τα τελευταία όταν υπάρχουν, δίνουν τη δυνατότητα να υπάρχουν όλοι μαζί αλλά και ο καθένας μόνος του όταν επιθυμεί. Αποφεύγονται οι επικαλύψεις και οι συγκρούσεις ρόλων, ενώ ταυτόχρονα ο καθένας διατηρεί τη δική του φωνή μέσα στο σύστημα χωρίς να καπελώνεται ή να χρειάζεται να μιλά εξ ονόματος άλλου.
Επιπλέον, η διάκριση μεταξύ του υποσυστήματος του ζευγαριού και των υπόλοιπων μελών κρίνεται επιβεβλημένη, προκειμένου η δυάδα να παραμείνει σταθερή και να διατηρήσει την αυτεπάρκειά της σε σχέση με τα παιδιά. Τα όρια στην οικογένεια δεν είναι κάτι αόριστο και ασαφές. Είναι ο συγκεκριμένος και ορισμένος χώρος ύπνου για τα μέλη, η πόρτα του ζευγαριού που κλείνει, ο καταμερισμός εργασιών του σπιτιού.
Ακόμη, τα όρια επιτρέπουν στο ζευγάρι να είναι και μόνο του και μαζί με την οικογένεια καταγωγής του καθενός, επιτρέποντας μόνο όσους, όπως και για όσο οι ίδιοι επιθυμούν να εισέλθουν στο δυαδικό σύστημα. Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η σχέση του ζευγαριού, ενώ ταυτόχρονα δίνεται εμπράκτως η αίσθηση της ενήλικης πια φάσης ζωής προς τους γονείς του ζεύγους.
Επιπρόσθετα, τα όρια παρέχουν τη δυνατότητα στον καθένα από το ζευγάρι να υπάρχει και μαζί με τον άλλο και μόνος, να μπορεί να ορίζει το χρόνο τον ατομικό αλλά και τον κοινό, να μπορεί να βρίσκεται στον ίδιο χώρο με τον άλλο, αλλά ταυτόχρονα να διατηρεί την ατομικότητά του σε επίπεδο δραστηριότητας (πχ διάβασμα, μουσική, δημιουργική απασχόληση).
Σε επίπεδο ζευγαριού τέλος, πολύτιμα αποδεικνύονται τα όρια απέναντι σε τρίτους, φίλους, γνωστούς, συναδέλφους που μπορεί να διαταράσσουν το δυαδικό σύστημα επιχειρώντας να το τριγωνοποιήσουν.
Τι γίνεται όμως στο χώρο εργασίας; Αλληλοεπικαλύψεις, παρεξηγήσεις, θυμός και εκνευρισμός που εκφράζεται με λεκτική ή μη λεκτική επικοινωνία, ακόμη και στοιχεία επαγγελματικής εξουθένωσης λαμβάνουν χώρα όταν τα όρια δεν είναι σαφώς καθορισμένα και το πλαίσιο χαοτικό.
Ασαφείς αρμοδιότητες, μη δυνατότητα επιβολής της ηγεσίας, μη τήρηση ιεραρχίας, συνεχώς μεταβαλλόμενα δεδομένα ως προς το ωράριο, τις συνθήκες δουλειάς προβάλλουν επιτακτική την ανάγκη να προστατεύσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας. Σε τέτοιες συνθήκες κρίνεται συνήθως πιο λειτουργικό να περιορίζεται κανείς στα τυπικά καθήκοντα, να κρατά αποστάσεις και να μην επιτρέπει έκθεση άνευ όρων.
Όταν το πλαίσιο εργασίας διέπεται από κανόνες, τότε ο εργαζόμενος μπορεί να ξεδιπλώσει και στοιχεία της προσωπικότητάς του, να νιώσει πιο ελεύθερος να σχετιστεί και να εκτεθεί. Αν όμως όχι, είναι πολύ πιθανό να θυμώνει με συναδέλφους, με τον εαυτό του, ενώ στην ουσία ο θυμός έχει να στραφεί προς το κακό πλαίσιο.
Τέλος, σε ατομικό επίπεδο η αυτεπίγνωση των ορίων μας ενισχύει τη συνδιαλλαγή και το σχετίζεσθαι με άλλα πρόσωπα με όρους ξεκάθαρους, διευκολύνει την επίτευξη ρεαλιστικών στόχων, μειώνοντας τις απογοητεύσεις και τη ματαίωση, ενώ παράλληλα, παρέχει μια διαυγή οπτική ως προς τα σημεία που επιθυμούμε να βελτιωθούμε και να εξελιχθούμε.
Επιπλέον, η δυνατότητα να θέτει κανείς όρια ενισχύει το αίσθημα εσωτερικής έδρας ελέγχου, την ικανότητα επίδρασης στο περιβάλλον, που με τη σειρά τους αυξάνουν την αυτοεκτίμηση και την αυτεπάρκεια και δρουν ψυχοπροστατευτικά ως ψυχικά αποθέματα για τον άνθρωπο.
Συμπερασματικά, όσο τα πράγματα σε διαπροσωπικό, σε κοινωνικό, σε οικογενειακό, σε επαγγελματικό επίπεδο γίνονται ολοένα και πιο χαοτικά, ιδιαίτερα σε καιρούς κρίσης, τόσο κανείς οφείλει να είναι υποψιασμένος να προστατεύσει ο ίδιος τον εαυτό του θέτοντας τους δικούς του κανόνες στο πώς επιθυμεί να ζήσει, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα το κόστος των επιλογών του και υποστηρίζοντάς τις μέχρι τέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου