Μια λέξη παρεξηγημένη. Μια λέξη αποκρουστική για κάποιους. Μια λέξη γεμάτη νόημα και εικόνες. Δέσμευση. Όταν την ακούς αυτό που σου περνάει σίγουρα από το μυαλό είναι εικόνες. Εικόνες από στιγμές. Στιγμές χαρούμενες, ξέγνοιαστες, αγαπημένες. Σκεπτόμενοι αυτές τις εικόνες όλοι μας επηρεαζόμαστε. Αρχίζει να μας αρέσει αυτή η ιδέα της κατάκτησης, της απόλυτης ηδονής, της απόλυτης ευτυχίας που δεν την ζεις μόνος σου αλλά την μοιράζεσαι με ένα αγαπημένο πρόσωπο.
Πλανεμένοι σε ένα παραμύθι, περιμένουμε όσα σκεφτόμαστε να γίνουνε. Ανυπομονούμε όσα ονειρευτήκαμε να γίνουν πραγματικότητα, να μην μείνουν απλά όνειρα ή σχέδια του πλανεμένου μυαλού. Και όταν λέω πλανεμένοι εννοώ στοιχειωμένοι στο ασυνείδητο, εγκλωβισμένοι στο Υπερεγώ.
Οι ευαίσθητοι. Αυτός πιστεύω ότι είναι ο πιο σωστός χαρακτηρισμός. Φυσικά δεν έχει να κάνει με την ποσότητα ευαισθησίας του ατόμου. Η ποσότητα είναι περιττή στον κόσμο των συναισθημάτων. Όσο ευαίσθητος μπορεί να χαρακτηριστεί ένας άνθρωπος, λίγο, πολύ ή και καθόλου, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει ότι υπάρχει μια αδυναμία στον καθένα μας. Και όταν λέω αδυναμία δεν εννοώ φυσικά την αρέσκεια του, αλλά την κρυφή και προσωπική του αδυναμία. Αυτή που κάνει τον κάθε άνθρωπο να κλάψει, να θυμώσει, να ανησυχήσει όταν αισθανθεί πως την χάνει. Αυτή η αδυναμία είναι που κρατάει δεμένο και προστατευμένο το συναίσθημα. Που κρατάει τον άνθρωπο ευαίσθητο.
Όταν κάποιος δεν νιώθει κανένα συναίσθημα, δεν μπορεί να κλάψει, δεν μπορεί να φοβηθεί, να πονέσει τότε σημαίνει ένα πράγμα. Ότι δεν έχει καμία αδυναμία να τον κρατάει προστατευμένο από τον εσωτερικό του κόσμο. Δεν υπάρχει ισορροπία στο συναίσθημα και στη λογική. Η ζυγαριά έχει βαρύνει από τη συνείδηση, από την απέραντη λογική και αναισθησία που έχει εισχωρήσει στην καρδιά και στην ψυχή. Την έχει μαυρίσει. Όπως επεκτείνεται αργά και τρομακτικά το σκοτάδι. Έτσι έχει επεκταθεί και η μαυρίλα στην καρδιά, αργά, βασανιστικά και ολοκληρωτικά. Ολοκληρωτικά γιατί πιθανόν να μην υπάρχει γυρισμός, εκτός μόνο αν ο ίδιος το θελήσει. Μόνο ο ίδιος κενός χαρακτήρας μπορεί να τον επαναφέρει.
Είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα να μην νιώθεις τίποτα. Να μην έχεις συναισθήματα. Αλλά όλοι έτσι καταλήγουμε στο τέλος. Κενοί και αποξενωμένοι. Αποξενωμένοι από τον κόσμο, την ψυχή, την καρδιά και κυρίως από τον ίδιο μας τον εαυτό. Προσπαθούμε να γίνουμε όπως θέλουν οι άλλοι, για να μην είμαστε μόνοι, και τελικά καταλήγουμε μόνοι γιατί χάνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ίσως είναι το χειρότερο πράγμα να χάνεις τον εαυτό σου. Μένεις προσκολλημένος σε ένα κόσμο φτιαγμένο από σένα. Για να αποφύγεις μια αλήθεια που δεν θες να θυμάσαι, η δεν θες να ξαναζήσεις. Το χαρακτηρίζεις ψέμα και ύστερα το πιστεύεις παράφορα ώστε να διώξει τον αναπάντεχο πόνο που σου έχει προξενήσει. Είτε το άτομο, είτε η κατάσταση είτε και τα δύο. Όλοι έτσι ξεκινάμε, πλανεμένοι από την υπέρτατη ευαισθησία μας και καταλήγουμε ξένοι. Τι είναι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στις δυο αυτές καταστάσεις;
Η αγάπη είναι αυτή που μπορεί να φουντώσει τα συναισθήματα αλλά και να τα διαλύσει παντελώς. Η αγάπη είναι ένα από τα μεγαλύτερα συναισθήματα και τα πιο ισχυρά. Είναι αυτή που δημιουργεί την αδυναμία μας. Μα και φυσικά η αδυναμία μας είναι ένα έμψυχο ον, τίποτα άλλο δεν μπορεί να συγκριθεί απέναντι στην αληθινή αγάπη που υπάρχει ανάμεσα σε δυο άτομα. Ανάμεσα σε δυο ψυχές. Ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Αυτοί που δείχνουν πιο σκληροί, αυτοί που είναι πιο άκαρδοι και αναίσθητοι είναι αυτοί που κάποτε πλανεύτηκαν από τα όνειρα τους. Εκείνοι που δόθηκαν ολοκληρωτικά στο συναίσθημα. Που πίστεψαν λόγια απερίσκεπτα. Είναι εκείνοι που πόνεσαν περισσότερο γιατί πέρασαν μέσα από την καρδιά τους ένα μεγάλο αγκάθι , σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα που αγάπησαν βαθιά. Τυφλώνονται με ό,τι αγαπάνε, αυτοί που αγαπάνε αληθινά.
Η αγάπη είναι ένα ιδιόρρυθμο συναίσθημα, διαφορετικό για τον καθέναν. Κανείς δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει καλό ή κακό. Ως αναγκαίο ή άχρηστο. Διότι στην αρχή φαίνεται τόσο αγνό, τόσο όμορφο που εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ και όταν έρθει η ώρα που θα πρέπει να τελειώσει, δεν θα το περιμένεις, δεν θα το πιστεύεις κυρίως και τότε μισείς τον εαυτό σου που δόθηκες τόσο πολύ, που υπάκουσες το συναίσθημα σου χωρίς να υπολογίσεις την φωνή της λογικής που σου μιλούσε πάντα. Τότε πέφτεις σε έναν λήθαργο από άσχημα συναισθήματα και μόλις μπορέσεις και τα αντέξεις, θα εξοριστείς από αυτόν τον κόσμο. Τον κόσμο των συναισθημάτων. Τον κόσμο της ανθρώπινης φύσης. Θα πιέσεις τον εαυτό σου να νιώσει κενός και αποξενωμένος γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να τον σώσεις από τις δυστυχίες, τις απογοητεύσεις και τις στεναχώριες της ζωής. Αλλά κάνουν λάθος. Όλοι κάνουμε λάθος. Έτσι δεν γλιτώνουμε τον εαυτό μας, τον σπρώχνουμε στην εξορία. Στην αποπλάνηση του ίδιου μας του μυαλού. Νομίζουμε ότι έτσι θα ξεχάσουμε αυτά που μας πληγώνουν, αυτά τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας ότι τα έχουμε ξεχάσει. Για την ακρίβεια δεν τα ξεχνάμε, απλά ζούμε με αυτά χωρίς να μας πονάνε πια.
Με αυτόν τον τρόπο χανόμαστε μέσα στον λαβύρινθο του υποσυνείδητου μας. Σαν το νερό που κυλάει σε ένα ποτάμι, σε ένα καταρράκτη. Τόσο εύκολα χανόμαστε. Τόσο γρήγορα. Και ύστερα τι μένει; Ένα σώμα με μια πλαστική και ανεξίτηλη καρδιά. Ό,τι έχει χαραχτεί μένει εκεί. Βαθιά στα έγκατα του ωκεανού μας.
Η αναισθησία εν τέλει είναι η αιτία της αδράνειας μας, της προσκόλλησης μας στο παρελθόν. Κρατάει το πρόσωπο, τις στιγμές, την αγάπη κλειδωμένη σε ένα απείραχτο σημείο της καρδιά μας. Ένα σημείο που ούτε καν εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να αγγίξουμε, μόνο μπορούμε να το γεμίζουμε με περισσότερες σκέψεις και συναισθήματα. Αυτά τα ελάχιστα συναισθήματα που θυμόμαστε να έχουμε. Είναι και αυτά φυλακισμένα στο βάθος μαζί με αυτά που θέλουμε να ξεχάσουμε, αυτά που θέλουμε να απομακρύνουμε από την ζωή μας. Αλλά ό,τι και να κάνουμε ένα κομμάτι του έχει προσκολληθεί βαθιά μέσα μας. Τόσο βαθιά που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να πλησιάσουμε.
Πολλές φορές ο μεγαλύτερος μας εχθρός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Ανώριμος, αυτοκαταστροφικός, επιρρεπής. Στα ίδια λάθη, στα ίδια πρόσωπα. Τίποτα το παράφορο ή το σχετικό με την ακολασία δεν πρέπει να πλησιάζει τον πραγματικό έρωτα. Έρωτες έρχονται και φεύγουν, οι αγάπες μένουν μόνο τελικά. Αυτή η μία και μοναδική αγάπη. Η αληθινή, μόνο αυτή πρέπει να αγαπιέται.
Αχ αυτή η αγάπη… Πόσο αθώα και γλυκιά φαίνεται αλλά πόσο δηλητήριο κουβαλάει μέσα της. Πόσες ψυχές ακόμα θα λιανίσει; Και πόσες ακόμα θα βυθίσει;
Όταν κάποιος δεν νιώθει κανένα συναίσθημα, δεν μπορεί να κλάψει, δεν μπορεί να φοβηθεί, να πονέσει τότε σημαίνει ένα πράγμα. Ότι δεν έχει καμία αδυναμία να τον κρατάει προστατευμένο από τον εσωτερικό του κόσμο. Δεν υπάρχει ισορροπία στο συναίσθημα και στη λογική. Η ζυγαριά έχει βαρύνει από τη συνείδηση, από την απέραντη λογική και αναισθησία που έχει εισχωρήσει στην καρδιά και στην ψυχή. Την έχει μαυρίσει. Όπως επεκτείνεται αργά και τρομακτικά το σκοτάδι. Έτσι έχει επεκταθεί και η μαυρίλα στην καρδιά, αργά, βασανιστικά και ολοκληρωτικά. Ολοκληρωτικά γιατί πιθανόν να μην υπάρχει γυρισμός, εκτός μόνο αν ο ίδιος το θελήσει. Μόνο ο ίδιος κενός χαρακτήρας μπορεί να τον επαναφέρει.
Είναι ταυτόχρονα ευλογία και κατάρα να μην νιώθεις τίποτα. Να μην έχεις συναισθήματα. Αλλά όλοι έτσι καταλήγουμε στο τέλος. Κενοί και αποξενωμένοι. Αποξενωμένοι από τον κόσμο, την ψυχή, την καρδιά και κυρίως από τον ίδιο μας τον εαυτό. Προσπαθούμε να γίνουμε όπως θέλουν οι άλλοι, για να μην είμαστε μόνοι, και τελικά καταλήγουμε μόνοι γιατί χάνουμε τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ίσως είναι το χειρότερο πράγμα να χάνεις τον εαυτό σου. Μένεις προσκολλημένος σε ένα κόσμο φτιαγμένο από σένα. Για να αποφύγεις μια αλήθεια που δεν θες να θυμάσαι, η δεν θες να ξαναζήσεις. Το χαρακτηρίζεις ψέμα και ύστερα το πιστεύεις παράφορα ώστε να διώξει τον αναπάντεχο πόνο που σου έχει προξενήσει. Είτε το άτομο, είτε η κατάσταση είτε και τα δύο. Όλοι έτσι ξεκινάμε, πλανεμένοι από την υπέρτατη ευαισθησία μας και καταλήγουμε ξένοι. Τι είναι αυτό που μεσολαβεί ανάμεσα στις δυο αυτές καταστάσεις;
Η αγάπη είναι αυτή που μπορεί να φουντώσει τα συναισθήματα αλλά και να τα διαλύσει παντελώς. Η αγάπη είναι ένα από τα μεγαλύτερα συναισθήματα και τα πιο ισχυρά. Είναι αυτή που δημιουργεί την αδυναμία μας. Μα και φυσικά η αδυναμία μας είναι ένα έμψυχο ον, τίποτα άλλο δεν μπορεί να συγκριθεί απέναντι στην αληθινή αγάπη που υπάρχει ανάμεσα σε δυο άτομα. Ανάμεσα σε δυο ψυχές. Ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους. Αυτοί που δείχνουν πιο σκληροί, αυτοί που είναι πιο άκαρδοι και αναίσθητοι είναι αυτοί που κάποτε πλανεύτηκαν από τα όνειρα τους. Εκείνοι που δόθηκαν ολοκληρωτικά στο συναίσθημα. Που πίστεψαν λόγια απερίσκεπτα. Είναι εκείνοι που πόνεσαν περισσότερο γιατί πέρασαν μέσα από την καρδιά τους ένα μεγάλο αγκάθι , σπρωγμένο με τόση άνεση από δάχτυλα που αγάπησαν βαθιά. Τυφλώνονται με ό,τι αγαπάνε, αυτοί που αγαπάνε αληθινά.
Η αγάπη είναι ένα ιδιόρρυθμο συναίσθημα, διαφορετικό για τον καθέναν. Κανείς δεν μπορεί να το χαρακτηρίσει καλό ή κακό. Ως αναγκαίο ή άχρηστο. Διότι στην αρχή φαίνεται τόσο αγνό, τόσο όμορφο που εύχεσαι να μην τελειώσει ποτέ και όταν έρθει η ώρα που θα πρέπει να τελειώσει, δεν θα το περιμένεις, δεν θα το πιστεύεις κυρίως και τότε μισείς τον εαυτό σου που δόθηκες τόσο πολύ, που υπάκουσες το συναίσθημα σου χωρίς να υπολογίσεις την φωνή της λογικής που σου μιλούσε πάντα. Τότε πέφτεις σε έναν λήθαργο από άσχημα συναισθήματα και μόλις μπορέσεις και τα αντέξεις, θα εξοριστείς από αυτόν τον κόσμο. Τον κόσμο των συναισθημάτων. Τον κόσμο της ανθρώπινης φύσης. Θα πιέσεις τον εαυτό σου να νιώσει κενός και αποξενωμένος γιατί μόνο έτσι θα μπορέσεις να τον σώσεις από τις δυστυχίες, τις απογοητεύσεις και τις στεναχώριες της ζωής. Αλλά κάνουν λάθος. Όλοι κάνουμε λάθος. Έτσι δεν γλιτώνουμε τον εαυτό μας, τον σπρώχνουμε στην εξορία. Στην αποπλάνηση του ίδιου μας του μυαλού. Νομίζουμε ότι έτσι θα ξεχάσουμε αυτά που μας πληγώνουν, αυτά τα πρόσωπα και τις καταστάσεις. Κοροϊδεύουμε τον εαυτό μας ότι τα έχουμε ξεχάσει. Για την ακρίβεια δεν τα ξεχνάμε, απλά ζούμε με αυτά χωρίς να μας πονάνε πια.
Με αυτόν τον τρόπο χανόμαστε μέσα στον λαβύρινθο του υποσυνείδητου μας. Σαν το νερό που κυλάει σε ένα ποτάμι, σε ένα καταρράκτη. Τόσο εύκολα χανόμαστε. Τόσο γρήγορα. Και ύστερα τι μένει; Ένα σώμα με μια πλαστική και ανεξίτηλη καρδιά. Ό,τι έχει χαραχτεί μένει εκεί. Βαθιά στα έγκατα του ωκεανού μας.
Η αναισθησία εν τέλει είναι η αιτία της αδράνειας μας, της προσκόλλησης μας στο παρελθόν. Κρατάει το πρόσωπο, τις στιγμές, την αγάπη κλειδωμένη σε ένα απείραχτο σημείο της καρδιά μας. Ένα σημείο που ούτε καν εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να αγγίξουμε, μόνο μπορούμε να το γεμίζουμε με περισσότερες σκέψεις και συναισθήματα. Αυτά τα ελάχιστα συναισθήματα που θυμόμαστε να έχουμε. Είναι και αυτά φυλακισμένα στο βάθος μαζί με αυτά που θέλουμε να ξεχάσουμε, αυτά που θέλουμε να απομακρύνουμε από την ζωή μας. Αλλά ό,τι και να κάνουμε ένα κομμάτι του έχει προσκολληθεί βαθιά μέσα μας. Τόσο βαθιά που ούτε εμείς οι ίδιοι δεν μπορούμε να πλησιάσουμε.
Πολλές φορές ο μεγαλύτερος μας εχθρός είναι ο ίδιος μας ο εαυτός. Ανώριμος, αυτοκαταστροφικός, επιρρεπής. Στα ίδια λάθη, στα ίδια πρόσωπα. Τίποτα το παράφορο ή το σχετικό με την ακολασία δεν πρέπει να πλησιάζει τον πραγματικό έρωτα. Έρωτες έρχονται και φεύγουν, οι αγάπες μένουν μόνο τελικά. Αυτή η μία και μοναδική αγάπη. Η αληθινή, μόνο αυτή πρέπει να αγαπιέται.
Αχ αυτή η αγάπη… Πόσο αθώα και γλυκιά φαίνεται αλλά πόσο δηλητήριο κουβαλάει μέσα της. Πόσες ψυχές ακόμα θα λιανίσει; Και πόσες ακόμα θα βυθίσει;
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου