[7.23.5] Ἐν τούτῳ δὲ πολλάκις μὲν τοῦ ναυτικοῦ ἀπεπειρᾶτο, πολλαὶ δὲ ἔριδες αὐτῷ τῶν τριήρων καὶ ὅσαι τετρήρεις κατὰ τὸν ποταμὸν ἐγίγνοντο, καὶ ἀγῶνες τῶν τε ἐρετῶν καὶ τῶν κυβερνητῶν καὶ στέφανοι τῶν νικώντων.
[7.23.6] Ἧκον δὲ καὶ παρὰ Ἄμμωνος οἱ θεωροὶ οὕστινας ἐστάλκει ἐρησομένους ὅπως θέμις αὐτῷ τιμᾶν Ἡφαιστίωνα· οἱ δὲ ὡς ἥρωϊ ἔφησαν ὅτι θύειν θέμις ὁ Ἄμμων λέγει. ὁ δὲ ἔχαιρέ τε τῇ μαντείᾳ καὶ τὸ ἀπὸ τοῦδε ὡς ἥρωα ἐγέραιρε. καὶ Κλεομένει, ἀνδρὶ κακῷ καὶ πολλὰ ἀδικήματα ἀδικήσαντι ἐν Αἰγύπτῳ, ἐπιστέλλει ἐπιστολήν. καὶ ταύτην τῆς μὲν ἐς Ἡφαιστίωνα καὶ ἀποθανόντα φιλίας ἕνεκα καὶ μνήμης οὐ μέμφομαι ἔγωγε, ἄλλων δὲ πολλῶν ἕνεκα μέμφομαι. [7.23.7] ἔλεγε γὰρ ἡ ἐπιστολὴ κατασκευασθῆναι Ἡφαιστίωνι ἡρῷον ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῇ Αἰγυπτίᾳ, ἔν τε τῇ πόλει αὐτῇ καὶ ἐν τῇ νήσῳ τῇ Φάρῳ, ἵνα ὁ πύργος ἐστὶν ὁ ἐν τῇ νήσῳ, μεγέθει τε μέγιστον καὶ πολυτελείᾳ ἐκπρεπέστατον, καὶ ὅπως ἐπικρατήσῃ ἐπικαλεῖσθαι ἀπὸ Ἡφαιστίωνος, καὶ τοῖς συμβολαίοις καθ᾽ ὅσα οἱ ἔμποροι ἀλλήλοις ξυμβάλλουσιν ἐγγράφεσθαι τὸ ὄνομα Ἡφαιστίωνος. [7.23.8] ταῦτα μὲν οὐκ ἔχω μέμψασθαι, πλήν γε δὴ ὅτι οὐκ ἐπὶ μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο. ἐκεῖνα δὲ καὶ πάνυ μέμφομαι. ἢν γὰρ καταλάβω ἐγώ, ἔλεγε τὰ γράμματα, τὰ ἱερὰ τὰ ἐν Αἰγύπτῳ καλῶς κατεσκευασμένα καὶ τὰ ἡρῷα τὰ Ἡφαιστίωνος, εἴ τέ τι πρότερον ἡμάρτηκας, ἀφήσω σε τούτου, καὶ τὸ λοιπόν, ὁπηλίκον ἂν ἁμάρτῃς, οὐδὲν πείσῃ ἐξ ἐμοῦ ἄχαρι. τοῦτο ἀνδρὶ ἄρχοντι πολλῆς μὲν χώρας, πολλῶν δὲ ἀνθρώπων ἐκ βασιλέως μεγάλου ἐπεσταλμένον, ἄλλως τε καὶ κακῷ ἀνδρί, οὐκ ἔχω ἐπαινέσαι.
[7.24.1] Ἀλλὰ γὰρ αὐτῷ ἤδη Ἀλεξάνδρῳ ἐγγὺς ἦν τὸ τέλος. καί τι καὶ τοῖόνδε πρὸ τῶν μελλόντων σημῆναι λέγει Ἀριστόβουλος· καταλοχίζειν μὲν αὐτὸν τὴν στρατιὰν τὴν σὺν Πευκέστᾳ τε ἐκ Περσῶν καὶ ἀπὸ θαλάσσης ξὺν Φιλοξένῳ καὶ Μενάνδρῳ ἥκουσαν ἐς τὰς Μακεδονικὰς τάξεις· διψήσαντα δὲ ἀποχωρῆσαι ἐκ τῆς ἕδρας καταλιπόντα ἔρημον τὸν θρόνον τὸν βασίλειον. [7.24.2] εἶναι δὲ κλίνας ἑκατέρωθεν τοῦ θρόνου ἀργυρόποδας, ἐφ᾽ ὧν οἱ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι ἐκάθηντο. τῶν τινα οὖν ἠμελημένων ἀνθρώπων, οἱ δὲ καὶ τῶν ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ ὄντα λέγουσιν, ἔρημον ἰδόντα τὸν θρόνον καὶ τὰς κλίνας, περὶ τῷ θρόνῳ δὲ ἑστηκότας τοὺς εὐνούχους, καὶ γὰρ καὶ οἱ ἑταῖροι ξυνανέστησαν τῷ βασιλεῖ ἀποχωροῦντι, διελθόντα διὰ τῶν εὐνούχων ἀναβῆναί τε ἐπὶ τὸν θρόνον καὶ καθέζεσθαι. [7.24.3] τοὺς δὲ οὐκ ἀναστῆσαι μὲν αὐτὸν ἐκ τοῦ θρόνου κατὰ δή τινα νόμον Περσικόν, περιρρηξαμένους δὲ τύπτεσθαι τά τε στήθη καὶ τὰ πρόσωπα ὡς ἐπὶ μεγάλῳ κακῷ. ταῦτα ὡς ἐξηγγέλθη Ἀλεξάνδρῳ, κελεῦσαι στρεβλωθῆναι τὸν καθίσαντα, μήποτε ἐξ ἐπιβουλῆς ξυντεταγμένον τοῦτο ἔδρασε γνῶναι ἐθέλοντα. τὸν δὲ οὐδὲν ἄλλο κατειπεῖν ὅτι μὴ ἐπὶ νοῦν οἱ ἐλθὸν οὕτω πρᾶξαι· ᾗ δὴ καὶ μᾶλλον ἐπ᾽ οὐδενὶ ἀγαθῷ ξυμβῆναι αὐτῷ οἱ μάντεις ἐξηγοῦντο.
[7.23.6] Ἧκον δὲ καὶ παρὰ Ἄμμωνος οἱ θεωροὶ οὕστινας ἐστάλκει ἐρησομένους ὅπως θέμις αὐτῷ τιμᾶν Ἡφαιστίωνα· οἱ δὲ ὡς ἥρωϊ ἔφησαν ὅτι θύειν θέμις ὁ Ἄμμων λέγει. ὁ δὲ ἔχαιρέ τε τῇ μαντείᾳ καὶ τὸ ἀπὸ τοῦδε ὡς ἥρωα ἐγέραιρε. καὶ Κλεομένει, ἀνδρὶ κακῷ καὶ πολλὰ ἀδικήματα ἀδικήσαντι ἐν Αἰγύπτῳ, ἐπιστέλλει ἐπιστολήν. καὶ ταύτην τῆς μὲν ἐς Ἡφαιστίωνα καὶ ἀποθανόντα φιλίας ἕνεκα καὶ μνήμης οὐ μέμφομαι ἔγωγε, ἄλλων δὲ πολλῶν ἕνεκα μέμφομαι. [7.23.7] ἔλεγε γὰρ ἡ ἐπιστολὴ κατασκευασθῆναι Ἡφαιστίωνι ἡρῷον ἐν Ἀλεξανδρείᾳ τῇ Αἰγυπτίᾳ, ἔν τε τῇ πόλει αὐτῇ καὶ ἐν τῇ νήσῳ τῇ Φάρῳ, ἵνα ὁ πύργος ἐστὶν ὁ ἐν τῇ νήσῳ, μεγέθει τε μέγιστον καὶ πολυτελείᾳ ἐκπρεπέστατον, καὶ ὅπως ἐπικρατήσῃ ἐπικαλεῖσθαι ἀπὸ Ἡφαιστίωνος, καὶ τοῖς συμβολαίοις καθ᾽ ὅσα οἱ ἔμποροι ἀλλήλοις ξυμβάλλουσιν ἐγγράφεσθαι τὸ ὄνομα Ἡφαιστίωνος. [7.23.8] ταῦτα μὲν οὐκ ἔχω μέμψασθαι, πλήν γε δὴ ὅτι οὐκ ἐπὶ μεγάλοις μεγάλως διεσπουδάζετο. ἐκεῖνα δὲ καὶ πάνυ μέμφομαι. ἢν γὰρ καταλάβω ἐγώ, ἔλεγε τὰ γράμματα, τὰ ἱερὰ τὰ ἐν Αἰγύπτῳ καλῶς κατεσκευασμένα καὶ τὰ ἡρῷα τὰ Ἡφαιστίωνος, εἴ τέ τι πρότερον ἡμάρτηκας, ἀφήσω σε τούτου, καὶ τὸ λοιπόν, ὁπηλίκον ἂν ἁμάρτῃς, οὐδὲν πείσῃ ἐξ ἐμοῦ ἄχαρι. τοῦτο ἀνδρὶ ἄρχοντι πολλῆς μὲν χώρας, πολλῶν δὲ ἀνθρώπων ἐκ βασιλέως μεγάλου ἐπεσταλμένον, ἄλλως τε καὶ κακῷ ἀνδρί, οὐκ ἔχω ἐπαινέσαι.
[7.24.1] Ἀλλὰ γὰρ αὐτῷ ἤδη Ἀλεξάνδρῳ ἐγγὺς ἦν τὸ τέλος. καί τι καὶ τοῖόνδε πρὸ τῶν μελλόντων σημῆναι λέγει Ἀριστόβουλος· καταλοχίζειν μὲν αὐτὸν τὴν στρατιὰν τὴν σὺν Πευκέστᾳ τε ἐκ Περσῶν καὶ ἀπὸ θαλάσσης ξὺν Φιλοξένῳ καὶ Μενάνδρῳ ἥκουσαν ἐς τὰς Μακεδονικὰς τάξεις· διψήσαντα δὲ ἀποχωρῆσαι ἐκ τῆς ἕδρας καταλιπόντα ἔρημον τὸν θρόνον τὸν βασίλειον. [7.24.2] εἶναι δὲ κλίνας ἑκατέρωθεν τοῦ θρόνου ἀργυρόποδας, ἐφ᾽ ὧν οἱ ἀμφ᾽ αὐτὸν ἑταῖροι ἐκάθηντο. τῶν τινα οὖν ἠμελημένων ἀνθρώπων, οἱ δὲ καὶ τῶν ἐν φυλακῇ ἀδέσμῳ ὄντα λέγουσιν, ἔρημον ἰδόντα τὸν θρόνον καὶ τὰς κλίνας, περὶ τῷ θρόνῳ δὲ ἑστηκότας τοὺς εὐνούχους, καὶ γὰρ καὶ οἱ ἑταῖροι ξυνανέστησαν τῷ βασιλεῖ ἀποχωροῦντι, διελθόντα διὰ τῶν εὐνούχων ἀναβῆναί τε ἐπὶ τὸν θρόνον καὶ καθέζεσθαι. [7.24.3] τοὺς δὲ οὐκ ἀναστῆσαι μὲν αὐτὸν ἐκ τοῦ θρόνου κατὰ δή τινα νόμον Περσικόν, περιρρηξαμένους δὲ τύπτεσθαι τά τε στήθη καὶ τὰ πρόσωπα ὡς ἐπὶ μεγάλῳ κακῷ. ταῦτα ὡς ἐξηγγέλθη Ἀλεξάνδρῳ, κελεῦσαι στρεβλωθῆναι τὸν καθίσαντα, μήποτε ἐξ ἐπιβουλῆς ξυντεταγμένον τοῦτο ἔδρασε γνῶναι ἐθέλοντα. τὸν δὲ οὐδὲν ἄλλο κατειπεῖν ὅτι μὴ ἐπὶ νοῦν οἱ ἐλθὸν οὕτω πρᾶξαι· ᾗ δὴ καὶ μᾶλλον ἐπ᾽ οὐδενὶ ἀγαθῷ ξυμβῆναι αὐτῷ οἱ μάντεις ἐξηγοῦντο.
***
[7.23.3] Επαίνεσε, λοιπόν, τότε και τους Πέρσες για την προθυμία τους, γιατί υπάκουαν σε όλα τον Πευκέστα, και τον ίδιο τον Πευκέστα, γιατί τους διοικούσε με τάξη, και άρχισε να τους κατατάσσει στα μακεδονικά τάγματα με Μακεδόνα δεκαδάρχη να προηγείται της δεκάδας και μετά από αυτόν Μακεδόνα διμοιρίτη και έναν δεκαστάτηρο, ο οποίος ονομαζόταν έτσι από τον μισθό που ελάμβανε, μικρότερο από το μισθό του διμοιρίτη, μεγαλύτερο όμως από τον μισθό του κοινού στρατιώτη. [7.23.4] Μετά από αυτούς τοποθέτησε δώδεκα Πέρσες και τελευταίο στη δεκάδα Μακεδόνα που ήταν και αυτός δεκαστάτηρος, ώστε στη δεκάδα να είναι τέσσερις Μακεδόνες, οι τρεις ανώτεροι στον μισθό και ο άλλος επικεφαλής της δεκάδας και δώδεκα Πέρσες. Οι Μακεδόνες είχαν οπλισθεί με τον πατροπαράδοτο οπλισμό, ενώ από τους Πέρσες άλλοι ήταν τοξότες και άλλοι είχαν ακόντια με λουριά.[7.23.5] Στο μεταξύ ο Αλέξανδρος έκανε πολλές ασκήσεις του ναυτικού και υπήρχε πολλή άμιλλα ανάμεσα στις τριήρεις και σε όσες τετρήρεις βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού, συναγωνισμός με κωπηλάτες και κυβερνήτες των πλοίων, και στους νικητές δίδονταν στεφάνια.
[7.23.6] Ήρθαν επίσης οι θεωροί από τον Άμμωνα, τους οποίους είχε στείλει για να ρωτήσουν κατά ποιό τρόπο ήταν θεμιτό γι᾽ αυτόν να τιμά τον Ηφαιστίωνα, και οι θεωροί του είπαν ότι, όπως ο Άμμων λέγει, είναι θεμιτό να κάνει θυσίες σε αυτόν σαν να ήταν ήρωας. Ο Αλέξανδρος χάρηκε για τη μαντεία και στο εξής τον τιμούσε σαν να ήταν ήρωας. Και έστειλε επιστολή στον Κλεομένη, έναν άνδρα αχρείο, ο οποίος διέπραξε πολλά αδικήματα στην Αίγυπτο. Την επιστολή αυτή εγώ τουλάχιστο δεν την κατακρίνω σε ό,τι αφορούσε στον Ηφαιστίωνα, που ο Αλέξανδρος αγαπούσε και θυμόταν ακόμη και νεκρό, την κατακρίνω όμως για πολλά άλλα πράγματα. [7.23.7] Έλεγε δηλαδή η επιστολή να κατασκευασθεί ένα ηρώο προς τιμή του Ηφαιστίωνα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, και στην ίδια την πόλη και στη νήσο Φάρο, εκεί όπου ήταν και ο πύργος. Το ιερό αυτό να είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος και το λαμπρότερο σε πολυτέλεια και ο Κλεομένης να φροντίσει ώστε να ονομάζεται επίσημα το ίδιο το νησί από τον Ηφαιστίωνα· και στα συμβόλαια που συνάπτουν οι έμποροι μεταξύ τους να αναγράφουν το όνομα του Ηφαιστίωνα. [7.23.8] Αυτά δεν μπορώ να τα κατακρίνω, εκτός βέβαια ότι ο Αλέξανδρος απέδιδε μεγάλη σημασία σε πράγματα ασήμαντα, κατακρίνω όμως, και μάλιστα πολύ, εκείνα που ακολουθούν. Ανέφερε δηλαδή η επιστολή: «Αν βρω ότι έχουν κατασκευασθεί καλά οι ναοί στην Αίγυπτο, καθώς και τα ηρώα του Ηφαιστίωνα, θα σε συγχωρήσω και αν έκαμες προηγουμένως κανένα αδίκημα και στο μέλλον δεν θα πάθεις κανένα κακό από μένα, όσο μεγάλο αδίκημα και αν κάμεις». Δεν μπορώ να επαινέσω τούτο το μήνυμα από ένα μεγάλο βασιλιά προς έναν άνδρα που διοικούσε μια μεγάλη και πολυάνθρωπη περιοχή και μάλιστα προς έναν άνθρωπο αχρείο.
[7.24.1] Αλλά βέβαια πλησίαζε πλέον το τέλος του ίδιου του Αλεξάνδρου. Ο Αριστόβουλος αναφέρει ότι και ο ακόλουθος οιωνός φανέρωσε αυτά που θα συνέβαιναν. Ο Αλέξανδρος διαμοίραζε σε λόχους τον στρατό που είχε έρθει με τον Πευκέστα από την Περσία και με τον Φιλόξενο και τον Μένανδρο από τη θάλασσα. Επειδή όμως δίψασε, απομακρύνθηκε από το κάθισμά του αφήνοντας άδειο τον βασιλικό θρόνο. [7.24.2] Από τις δυο μεριές του θρόνου υπήρχαν ανάκλιντρα με ασημένια πόδια, στα οποία κάθονταν οι εταίροι της ακολουθίας του. Κάποιος, λοιπόν, άνθρωπος ταπεινής καταγωγής —μερικοί λένε ότι ήταν υπό φρούρηση χωρίς αλυσίδες— όταν είδε άδειο τον θρόνο και τα ανάκλιντρα και τους ευνούχους να στέκονται γύρω από τον θρόνο, γιατί και οι εταίροι σηκώθηκαν μαζί με τον βασιλιά, ενώ αυτός απομακρυνόταν, πέρασε μέσα από τους ευνούχους, ανέβηκε και κάθισε στον θρόνο. [7.24.3] Σύμφωνα με κάποιο περσικό έθιμο, οι ευνούχοι δεν τον σήκωσαν από τον θρόνο, ξέσχισαν όμως τα ρούχα τους και χτυπούσαν τα στήθη και τα πρόσωπά τους σαν να είχε συμβεί κάποιο μεγάλο κακό. Όταν τα πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος, διέταξε να βασανισθεί με στρέβλωση αυτός που κάθισε στον θρόνο, επειδή ήθελε να μάθει μήπως το έκαμε μετά από προμελετημένη επιβουλή κατά της ζωής του. Εκείνος όμως τίποτε άλλο δεν ομολόγησε παρά μόνο ότι του ήρθε στον νου να ενεργήσει έτσι. Αυτό ακριβώς έκαμε πιο πρόθυμους τους μάγους να εξηγήσουν ότι το επεισόδιο δεν προμήνυε κανένα καλό για τον Αλέξανδρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου