Αυτό εκ πρώτης όψεως φαντάζει παράδοξο, διότι τα μοντέλα της οικονομικής δραστηριότητας δεν μπορούν παρά να βασίζονται σε κάποιες ιδέες σχετικά με το τι ακριβώς επιζητούν οι άνθρωποι. Τι προσπαθούμε άραγε να μεγιστοποιήσουμε; Εδώ οι οικονομολόγοι παίζουν «τον παπά». Υποστηρίζουν ότι επιδιώκουμε την μεγιστοποίηση ενός πράγματος το οποίο οι ίδιοι αποκαλούν «ωφελιμότητα». Και τι είναι η ωφελιμότητα; Μα, οτιδήποτε επιθυμούμε να μεγιστοποιήσουμε. Άλλοτε θα προσπαθεί κανείς να μεγιστοποιήσει το εισόδημά του , άλλοτε θα αγωνιά να εξασφαλίσει τροφή, άλλοτε θα βάζει το σεξ υπεράνω τροφής και χρημάτων. Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε κάποιες «συναρτήσεις προτίμησης», οι οποίες να μας πληροφορούν πότε κάποιο είδος ωφελιμότητας προκρίνεται έναντι άλλων. Οι τιμές των συναρτήσεων αυτών δεν μπορούν παρά να προσδιορίζονται εμπειρικά, καθότι τα οικονομικά δεν διαθέτουν κάποια γενική θεωρία για το πώς αναμένεται το άτομο να βαθμοδοτεί τις διάφορες μεταβλητές. Αλλά ο προσδιορισμός των τιμών όλων των συναρτήσεων προτίμησης για κάθε πιθανή κατάσταση είναι στόχος προδήλως ανέφικτος, ακόμη και όταν επικεντρωνόμαστε σε ένα μεμονωμένο άτομο, πόσω μάλλον σε μια ολόκληρη ομάδα.
Καρπός μιας πρόσφατης απόπειρας των οικονομολόγων να συνδέσουν τον τομέα τους με συναφείς επιστημονικούς κλάδους – εν προκειμένω, με την ψυχολογία- υπήρξε η ανάπτυξη της λεγόμενης «συμπεριφορικής οικονομικής». Ως συνήθως, όμως, οι οικονομολόγοι αρνούνται πεισματικά να πραγματοποιήσουν το τελικό βήμα σύνδεσης των οικονομικών με την εξελικτική θεωρία, ακόμη και όταν, με μισή καρδιά, την επικαλούνται. Έτσι, ακόμη και οι οικονομολόγοι που αναζητούν εξελικτικές εξηγήσεις για την οικονομική συμπεριφορά των ανθρώπων συχνά υιοθετούν ασυνήθιστες, ανορθολογικές παραδοχές. Λόγου χάριν, ένα ευρέως διαδεδομένο πρόσφατο λάθος είναι η ιδέα ότι η συμπεριφορά μας έχει εξελιχθεί ειδικά για να ταιριάζει σε τεχνητά οικονομικά παίγνια.
Οι βιολόγοι πειραματίζονται επί αιώνες με ζωντανά πλάσματα στο εργαστήριο προκειμένου να μελετήσουν τα γνωρίσματά τους, αλλά, εξ όσων γνωρίζω, ουδείς βάσισε ποτέ τη μελέτη της λειτουργίας κάποιου γνωρίσματος στην ιδέα ότι εξελίχθηκε για να βοηθά το πειραματόζωο να ανταπεξέλθει στις συνθήκες του εργαστηρίου.
Ένας οικονομολόγος ο οποίος προσφάτως τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ αναρωτήθηκε πώς μπορούσε να εξηγηθεί η πλήρης αποτυχία της επιστήμης του να προβλέψει τις καταστροφικές οικονομικές εξελίξεις που ξεκίνησαν το 2008. Ως απάντηση, θα μπορούσε κανείς να προτάξει την εγγενή πολυπλοκότητα των οικονομικών συμβάντων, στα οποία ενέχεται μεγάλο πλήθος διαφορετικών παραγόντων. Το τελικό αποτέλεσμα μιας οικονομικής απόφασης – η συνισταμένη της συμπεριφοράς ενός τεράστιου πλήθους ατόμων-, αν και λιγότερο πολύπλοκο από τα καιρικά φαινόμενα, είναι σχεδόν εξίσου δύσκολο να προβλεφθεί. Ο οικονομολόγος εστίασε την κριτική του στην παθιασμένη ενασχόληση των συναδέλφων του με όμορφα μαθηματικά και όχι με την πραγματικότητα. Αν και αυτό αναμφίβολα αποτελεί μέρος του προβλήματος, ο οικονομολόγος ούτε καν υπαινίχθηκε ότι το πρώτο στοιχείο της πραγματικότητας στο οποίο οφείλουμε να επικεντρωθούμε ( όπως έχει καταδειχθεί σαφώς εδώ και τρείς δεκαετίες) είναι η βιολογία, και ειδικότερα η εξελικτική θεωρία. Αν, τριάντα χρόνια νωρίτερα , οι οικονομολόγοι είχαν οικοδομήσει τη θεωρία τους για την οικονομική ωφελιμότητα σε μια θεωρία για το βιολογικό ιδιοσυμφέρον, αν δηλαδή δεν επιζητούσαν τα όμορφα μαθηματικά αλλά τα συναφή με την πραγματικότητα μαθηματικά , ίσως να είχαμε γλιτώσει από κάποιες πρόσφατες φαιδρότητες της οικονομικής σκέψης – όπως την άποψη ότι δήθεν διαθέτουμε σύμφυτους μηχανισμούς αντιμετώπισης της εξαπάτησης, οι οποίοι υποτίθεται ότι ενεργοποιούνται για να μας προστατεύσουν από τις καταστρεπτικές συνέπειες της ανεξέλεγκτης οικονομικής ιδιοτέλειας όσων ήδη βρίσκονται στη κορυφή.
Οι βιολόγοι, από την άλλη, διαθέτουν μια επεξεργασμένη θεωρία για το τι ακριβώς είναι η ωφελιμότητα (αν και παρερμήνευαν την πραγματικότητα επί έναν περίπου αιώνα). Η βιολογική θεώρηση της ωφελιμότητας βασίζεται στη σύλληψη του Δαρβίνου περί αναπαραγωγικής επιτυχίας. Όταν μιλάμε για έμβια όντα, πρέπει πάντοτε να θυμόμαστε ότι η έννοια της ωφελιμότητας ανάγεται εν τέλει στην εγκλείουσα αρμοστικότητα του ατόμου – με άλλα λόγια, στο πλήθος των ζώντων απογόνων του συν τις επιδράσεις (θετικές ή αρνητικές) στην αναπαραγωγική επιτυχία των συγγενών του, σταθμισμένες ως προς τον βαθμό συγγένειας του ατόμου με κάθε συγγενή. Σε πολλές περιπτώσεις, η πρόσθετη ακρίβεια του παραπάνω ορισμού (συγκριτικά με την αναπαραγωγική επιτυχία του ατόμου καθ’ εαυτήν) είναι μάλλον περιττή. Ωστόσο, η ακλόνητη πεποίθηση των οικονομολόγων ότι μπορούν να αναπτύξουν μια επιστήμη εκ του μηδενός – δηλαδή, ανεξάρτητα από επιστημονικές γνώσεις εκτός του τομέα των οικονομικών-, τους ωθεί να παραβλέπουν μια σειρά από εξόχως σημαντικές συνδέσεις. Έτσι αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι το κόστος της εξαπάτησης στα κοινωνικά και στα οικονομικά συστήματα θα περιοριστεί με φυσικό τρόπο από τις δυνάμεις της αγοράς, μολονότι η πεποίθηση αυτή ουδόλως ανταποκρίνεται στα όσα γνωρίζουμε από την καθημερινή ζωή, πόσω μάλλον από τη βιολογία. Εντούτοις, η οικονομική «επιστήμη» είναι τόσο αποκομμένη από την προσοχή μόνο όταν ολόκληρη η υφήλιος βυθίστηκε στη δίνη μιας οικονομικής ύφεσης, απότοκης του παντρέματος της επιχειρηματικής απληστίας με ανεδαφικές οικονομικές θεωρίες.
Το λάθος απορρέει εν μέρει από το γεγονός ότι η έννοια της «ωφελιμότητας» είναι αμφίσημη. Μπορεί να αναφέρεται στην ωφελιμότητα των ενεργειών σας προς εσάς ή προς άλλους (της ομάδας στην οποία ανήκετε συμπεριλαμβανομένης). Οι οικονομολόγοι θέλγονται από την ιδέα ότι αυτά τα δύο είδη ωφελιμότητας συμπίπτουν. Αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι η επιδίωξη, από μέρους των ατόμων, της (αόριστης) προσωπικής τους ωφελιμότητας θα τείνει να ωφελεί την ομάδα- δηλαδή, να παρέχει γενική ωφελιμότητα. Έτσι, παραγνωρίζουν την πιθανότητα η ανεξέλεγκτη επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος να έχει καταστροφικές συνέπειες για το συλλογικό συμφέρον. Στη βιολογία, η πλάνη αυτή είναι γνωστή από παλιά και έχει καταδειχθεί επανειλημμένως. Δεν μπορούμε ποτέ να δεχθούμε εκ των προτέρων ότι το συμφέρον των ατόμων θα συμβαδίζει με το συμφέρον του συνόλου, Αυτό μπορεί να συμβαίνει ή να μην συμβαίνει· για να εξακριβώσουμε τι ακριβώς ισχύει σε κάθε δεδομένη περίπτωση, είναι απαραίτητο να τη διερευνήσουμε ξεχωριστά.
Το λάθος απορρέει εν μέρει από το γεγονός ότι η έννοια της «ωφελιμότητας» είναι αμφίσημη. Μπορεί να αναφέρεται στην ωφελιμότητα των ενεργειών σας προς εσάς ή προς άλλους (της ομάδας στην οποία ανήκετε συμπεριλαμβανομένης). Οι οικονομολόγοι θέλγονται από την ιδέα ότι αυτά τα δύο είδη ωφελιμότητας συμπίπτουν. Αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι η επιδίωξη, από μέρους των ατόμων, της (αόριστης) προσωπικής τους ωφελιμότητας θα τείνει να ωφελεί την ομάδα- δηλαδή, να παρέχει γενική ωφελιμότητα. Έτσι, παραγνωρίζουν την πιθανότητα η ανεξέλεγκτη επιδίωξη του προσωπικού συμφέροντος να έχει καταστροφικές συνέπειες για το συλλογικό συμφέρον. Στη βιολογία, η πλάνη αυτή είναι γνωστή από παλιά και έχει καταδειχθεί επανειλημμένως. Δεν μπορούμε ποτέ να δεχθούμε εκ των προτέρων ότι το συμφέρον των ατόμων θα συμβαδίζει με το συμφέρον του συνόλου, Αυτό μπορεί να συμβαίνει ή να μην συμβαίνει· για να εξακριβώσουμε τι ακριβώς ισχύει σε κάθε δεδομένη περίπτωση, είναι απαραίτητο να τη διερευνήσουμε ξεχωριστά.
Καρπός μιας πρόσφατης απόπειρας των οικονομολόγων να συνδέσουν τον τομέα τους με συναφείς επιστημονικούς κλάδους – εν προκειμένω, με την ψυχολογία- υπήρξε η ανάπτυξη της λεγόμενης «συμπεριφορικής οικονομικής». Ως συνήθως, όμως, οι οικονομολόγοι αρνούνται πεισματικά να πραγματοποιήσουν το τελικό βήμα σύνδεσης των οικονομικών με την εξελικτική θεωρία, ακόμη και όταν, με μισή καρδιά, την επικαλούνται. Έτσι, ακόμη και οι οικονομολόγοι που αναζητούν εξελικτικές εξηγήσεις για την οικονομική συμπεριφορά των ανθρώπων συχνά υιοθετούν ασυνήθιστες, ανορθολογικές παραδοχές. Λόγου χάριν, ένα ευρέως διαδεδομένο πρόσφατο λάθος είναι η ιδέα ότι η συμπεριφορά μας έχει εξελιχθεί ειδικά για να ταιριάζει σε τεχνητά οικονομικά παίγνια.
Οι βιολόγοι πειραματίζονται επί αιώνες με ζωντανά πλάσματα στο εργαστήριο προκειμένου να μελετήσουν τα γνωρίσματά τους, αλλά, εξ όσων γνωρίζω, ουδείς βάσισε ποτέ τη μελέτη της λειτουργίας κάποιου γνωρίσματος στην ιδέα ότι εξελίχθηκε για να βοηθά το πειραματόζωο να ανταπεξέλθει στις συνθήκες του εργαστηρίου.
Ένας οικονομολόγος ο οποίος προσφάτως τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ αναρωτήθηκε πώς μπορούσε να εξηγηθεί η πλήρης αποτυχία της επιστήμης του να προβλέψει τις καταστροφικές οικονομικές εξελίξεις που ξεκίνησαν το 2008. Ως απάντηση, θα μπορούσε κανείς να προτάξει την εγγενή πολυπλοκότητα των οικονομικών συμβάντων, στα οποία ενέχεται μεγάλο πλήθος διαφορετικών παραγόντων. Το τελικό αποτέλεσμα μιας οικονομικής απόφασης – η συνισταμένη της συμπεριφοράς ενός τεράστιου πλήθους ατόμων-, αν και λιγότερο πολύπλοκο από τα καιρικά φαινόμενα, είναι σχεδόν εξίσου δύσκολο να προβλεφθεί. Ο οικονομολόγος εστίασε την κριτική του στην παθιασμένη ενασχόληση των συναδέλφων του με όμορφα μαθηματικά και όχι με την πραγματικότητα. Αν και αυτό αναμφίβολα αποτελεί μέρος του προβλήματος, ο οικονομολόγος ούτε καν υπαινίχθηκε ότι το πρώτο στοιχείο της πραγματικότητας στο οποίο οφείλουμε να επικεντρωθούμε ( όπως έχει καταδειχθεί σαφώς εδώ και τρείς δεκαετίες) είναι η βιολογία, και ειδικότερα η εξελικτική θεωρία. Αν, τριάντα χρόνια νωρίτερα , οι οικονομολόγοι είχαν οικοδομήσει τη θεωρία τους για την οικονομική ωφελιμότητα σε μια θεωρία για το βιολογικό ιδιοσυμφέρον, αν δηλαδή δεν επιζητούσαν τα όμορφα μαθηματικά αλλά τα συναφή με την πραγματικότητα μαθηματικά , ίσως να είχαμε γλιτώσει από κάποιες πρόσφατες φαιδρότητες της οικονομικής σκέψης – όπως την άποψη ότι δήθεν διαθέτουμε σύμφυτους μηχανισμούς αντιμετώπισης της εξαπάτησης, οι οποίοι υποτίθεται ότι ενεργοποιούνται για να μας προστατεύσουν από τις καταστρεπτικές συνέπειες της ανεξέλεγκτης οικονομικής ιδιοτέλειας όσων ήδη βρίσκονται στη κορυφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου