4.3. Δημόδοκος
Αν ο Φήμιος διατηρεί την καλή του φήμη ως αοιδού αλλά διακινδυνεύει τη ζωή του στο κλονισμένο παλάτι της Ιθάκης, ο Δημόδοκος γίνεται ανεπιφύλακτα δεκτός (αυτό σημαίνει το όνομά του) στο νησί της Σχερίας από τον δήμο των Φαιάκων και τη βασιλική αρχή του, που την εκπροσωπεί ο Αλκίνοος με την ισότιμη γυναίκα του, την Αρήτη. Η εμφάνιση εξάλλου του Δημοδόκου στο έπος συμπίπτει με την υποδοχή που επιφυλάσσεται στον ναυαγό Οδυσσέα από τη Ναυσικά, από το βασιλικό ζεύγος και από τους επιφανείς Φαίακες: όλοι υπόσχονται να προπέμψουν τον ξένο στην πατρίδα του, μόλις δηλώσει την ταυτότητά του. Και ακριβώς ο Δημόδοκος με τα τραγούδια του θα συγκινήσει μέχρι δακρύων τον φιλοξενούμενο, θα ευνοήσει την αποκάλυψή του από τον Αλκίνοο, ανοίγοντας τον δρόμο για τους «Μεγάλους Απολόγους» του Οδυσσέα, την εκτενέστερη και σημαντικότερη διήγηση της Οδύσσειας. Στο θέμα όμως αυτό θα επανέλθουμε.
Η μουσική δραστηριότητα του Δημοδόκου, τόσο στο παλάτι όσο και στην αγορά των Φαιάκων, συμφωνεί με την υψηλή και άνετη στάθμη πολιτισμού που υπάρχει στο απόλεμο αυτό νησί, το οποίο με τη γενικότερη ευδαιμονία του μοιάζει με ευφρόσυνη ουτοπία. Όπως πάνω κάτω περιγράφει τη Σχερία και τη ζωή των Φαιάκων με καμάρι ο βασιλιάς Αλκίνοος στον Οδυσσέα, κάπου στη μέση της όγδοης ραψωδίας (θ 241-249):
Πρόσεξε όμως τώρα και τον δικό μου λόγο, να ᾽χεις να λες
στον άλλον κόσμο, όταν μες στο δικό σου το παλάτι κάποτε,
σ᾽ ένα τραπέζι καθισμένος με τη γυναίκα και τα τέκνα σου,
θα μνημονεύεις τη δική μας αρετή· ποια έργα ο Δίας
μας αξίωσε κι εμάς να ασκούμε, από τα χρόνια
των πατέρων μας, αδιάκοπα.
Δεν είμαστε λοιπόν ακατανίκητοι πυγμάχοι μήτε και παλαιστές,
αλλά στο τρέξιμο πετούν τα πόδια μας, και δεν θα βρεις
καλύτερόν μας στα καράβια.
Απόλαυση δική μας και παντοτινή· το πλούσιο γεύμα,
η κιθάρα κι οι χοροί, ρούχα πολύτιμα, που να τ᾽ αλλάζουμε
όταν πρέπει, λουτρά θερμά, και το κρεβάτι.
Προς απόδειξη ο Αλκίνοος παραγγέλλει να στηθεί χορός, με μουσικές και τραγούδια. Φέρνει αμέσως τη φόρμιγγα ο κήρυκας στον αοιδό, στέκει ο Δημόδοκος στη μέση κι αρχίζει, με συνοδεία μουσική, η χορευτική επίδειξη: ωραία αγόρια, που μόλις άνθισε το χνούδι στο μάγουλό τους, δεινοί κιόλας χορευτές, στήνουν θείο χορό. Έκθαμβος βλέπει ο Οδυσσέας να λάμπει η μαρμαρυγή στα πόδια τους. Οπότε ο Δημόδοκος, κρούοντας την κιθάρα του, ξεκινά ένα μακρόσυρτο, σκανδαλιάρικο τραγούδι για την παράνομη αγάπη του ερωτόληπτου Άρη με την καλλιστέφανη Αφροδίτη.
Κυρίαρχη επομένως η μουσική ευφροσύνη στη Σχερία, που την προσυπογράφει ο Οδυσσέας και την κανοναρχεί ο αοιδός Δημόδοκος, η περίπτωση του οποίου σε τίποτε δεν θυμίζει το ζόρι και την αμηχανία του Φήμιου στην Ιθάκη. Αίσθηση που προκαταβάλλεται, μετριασμένη κάπως, και στην πρώτη, συμποτική εμφάνιση του αοιδού, μέσα στην αίθουσα του παλατιού, μπροστά στους αξιωματούχους Φαίακες και στον τιμώμενο ξένο.
Ο Αλκίνοος εντέλλεται να φέρει ο κήρυκας στο παλάτι τον θείο αοιδό, για να λαμπρύνει με τη μουσική και το τραγούδι του το βασιλικό γεύμα. Τη σύσταση μάλιστα του Δημοδόκου στο σημείο αυτό την αναλαμβάνει ο ίδιος ο ποιητής. Τον αποκαλεί ἐρίηρον (που πάει να πει: «από όλους τιμημένο») και τον αναγνωρίζει κατεξοχήν φίλο των Μουσών. Εκείνες, λέει, του χάρισαν την ηδονική τέχνη της αοιδής -αγαθό πολύτιμο· με αντάλλαγμα όμως τη στέρηση της όρασής του- αντίρροπο κακό αυτό. Ευνοημένος λοιπόν από τις Μούσες ο τραγουδιστής Δημόδοκος αλλά τυφλός. Σάμπως το χάρισμα της μουσικής δωρεάς να επιβάλλει, ως προϋπόθεση και ως συμπλήρωμά του, το αντιχάρισμα της τύφλωσης. Γιατί εδώ δεν πρόκειται, όπως στην περίπτωση του αλαζονικού ιλιαδικού Θάμυρη, για τιμωρία αλλά για ένα καλό που σέρνει πίσω του, ως αναγκαίο παρεπόμενο, ένα κακό. Έτσι που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως το χάρισμα αντιστρέφεται σε αντιχάρισμα, αλλά και το αντιχάρισμα σε χάρισμα - σάμπως να πρόκειται για αχώριστο ζευγάρι.
Αυτό το μείγμα από δωρεά και στέρηση, από θετικό καλό και από αρνητικό κακό, μείγμα που το προσφέρουν οι θεοί στους θνητούς, ακόμη και σ᾽ εκείνους που αγαπούν, το συναντούμε πρώτη φορά στην Ιλιάδα. Εντοπίζεται συγκεκριμένα σε μια παραβολή με την οποία δοκιμάζει να παρηγορήσει ο Αχιλλέας τον Πρίαμο, σπαραγμένο για τον φόνο του γιου του, αλλά και να παρηγορηθεί ο ίδιος για τον χαμό του πιο αγαπημένου φίλου, του Πατρόκλου. Λέει λοιπόν ο Αχιλλέας (Ω 527-533):
Μπροστά στην πύλη του Δία στέκουν δύο πιθάρια: το ένα μόνο με βάσανα γεμάτο, το άλλο μόνο με αγαθά, προορισμένα και τα δύο για τους θνητούς. Αν τύχει και ο θεός βάλει το χέρι του και στο καλό και στο κακό πιθάρι, θα πρέπει ο θνητός να νιώθει ευχαριστημένος με τη μοίρα του. Αλίμονο όμως σ᾽ εκείνον που του πέφτουν στη μοιρασιά βάσανα μόνο από το κακό πιθάρι, γιατί έτσι το θέλησε ο Δίας ή το ᾽φερε η τύχη.
Παραβολικός μύθος που σημαίνει πως ακέραιη ευτυχία στον άνθρωπο δεν προσφέρεται. Όπου η καλή δωρεά του θεού περισσεύει, έρχεται πάντα συντροφευμένη από κάποια σημαδιακή στέρηση.
Το παραδοσιακό ωστόσο παράδειγμα του Δημοδόκου, στο οποίο επιμένει ο ποιητής της Οδύσσειας (ευνοημένος από τις Μούσες αοιδός, αλλά τυφλός με απόφαση δική τους πάλι), φαίνεται να ανακαλεί μια αρχαϊκή αντίληψη, ισχυρή ακόμη και σήμερα, για τη μοίρα του προικισμένου καλλιτέχνη και του εμπνευσμένου ποιητή. Φτάνει να θυμηθούμε ότι ο περίφημος για τη μεταλλουργική του τέχνη Ήφαιστος είναι χωλός, κι όταν τον βλέπουν οι άλλοι ολύμπιοι θεοί στο τέλος της πρώτης ιλιαδικής ραψωδίας να τους μοιράζει νέκταρ σε κύπελλα χρυσά σέρνοντας το χωλό ποδάρι του, ξεσπούν σε γέλια ακράτητα (Α 595-600).
Σ᾽ αυτήν εξάλλου την παράδοση κολλάει και η επινοημένη εικόνα του τυφλού Ομήρου, που τη συντήρησε και η αρχαία τέχνη. Γιατί φαίνεται ότι ταίριαξε καλά στη φαντασία των ανθρώπων ο τυφλός ποιητής. Ασκώντας μια τέχνη, κυρίως ακουστική και ακροαματική, να έχει εσωτερική όραση, να βλέπει με μάτια κλειστά όσα δεν βλέπουν οι άλλοι, να φτιάχνει με τους ήχους του δικές του εικόνες, που να μπορούν και να μιλούν. Δεν αποκλείεται μάλιστα η παράδοση για τον τυφλό Όμηρο να έχει την αφορμή της σ᾽ αυτήν εδώ τη σύσταση του ποιητή, που θέλει τον Δημόδοκο τυφλό. Πάντως τούτο το στοιχείο της τύφλωσης καθιστά τον αοιδό της Σχερίας πιο αρχαϊκό σε σχέση με τον Φήμιο της Ιθάκης, προσθέτοντας τελετουργικό κύρος στη μορφή και στο τραγούδι του.
Η πρόσθετη εξάλλου αξία και τιμή του Δημοδόκου φαίνεται και από το γεγονός ότι ακούγονται (με την υπόθεσή τους διεξοδικότερα τώρα δηλωμένη) τρία τραγούδια στο πλαίσιο της όγδοης ραψωδίας, έναντι του ενός που αποδίδεται στον Φήμιο της πρώτης ραψωδίας. Τα δύο ακραία μάλιστα αφορούν άμεσα και ονομαστικά τον Οδυσσέα, προβάλλοντας το κλέος του. Το πρώτο είναι κάπως αινιγματικό (θ 72-82): αναφέρεται σε μιαν άγνωστη από αλλού φιλονικία ανάμεσα στον Οδυσσέα και στον Αχιλλέα, σε εορταστικό μάλιστα τραπέζι, μετά από θυσίες. Και μολονότι εκείνοι ανταλλάσσουν λόγια βαριά μεταξύ τους, ο Αγαμέμνονας χαίρεται μέσα του. Γιατί αυτή η ἔρις (σύμφωνα με χρησμό του Απόλλωνα, που πήρε ο Αγαμέμνονας στους Δελφούς) αποτελεί καλό σημάδι για τον πόλεμο που δεν λέει να προχωρήσει ακόμη.
Έχουν προταθεί πολλές ερμηνείες για την πηγή και τη σημασία της παράξενης αυτής αοιδής. Ακόμη και πως αντιστρέφει σε καλοσήμαδη τη διαβόητη φιλονικία Αγαμέμνονα και Αχιλλέα στην αρχή της Ιλιάδας, αυτήν που προκάλεσε την καταραμένη οργή του γιου της Θέτιδας και την καταστροφική απόφασή του να τραβηχτεί από τη μάχη. Όσοι μάλιστα δέχονται έναν τέτοιο συνειρμό, προτείνουν να εκτιμηθεί το τραγούδι αυτό του Δημοδόκου ως έμμεσος έπαινος του ποιητή της Οδύσσειας για τον ποιητή της Ιλιάδας.
Αν το πρώτο και μάλλον δυσνόητο για μας τραγούδι του Δημοδόκου, που ο ποιητής εντούτοις το κατατάσσει σ᾽ εκείνα που ιστορούν κλέα ἀνδρῶν, παραπέμπει κάπου στην αρχή του τρωικού πολέμου, το τρίτο τραγούδι του αοιδού αφιερώνεται στο τέλος του πολέμου: στη διάσημη άλωση της Τροίας, που κατορθώθηκε με τον δόλο του δούρειου ίππου, επινόημα του Οδυσσέα, που του χάρισε τον τίτλο του πτολιπόρθου (θ 499-520). Εδώ ο ίδιος ο Οδυσσέας υπαγορεύει, εν είδει διαγωνισμού, στον Δημόδοκο το θέμα της αοιδής που θέλει ν᾽ ακούσει. Κι εκείνος ανταποκρίνεται στην πρόκληση, τραγουδώντας με υποδειγματική αφηγηματική οικονομία και ευστοχία. Σε είκοσι δύο στίχους (θ 499-520) συμπυκνώνει, δραματοποιεί και κλιμακώνει τα διαδοχικά επεισόδια της γνωστής ιστορίας, συνταγμένα σε δύο ενότητες, αρμοσμένες μεταξύ τους με το ίδιο ρήμα. Στην πραγματικότητα ο Δημόδοκος, συντέμνοντας, αναπαράγει ένα ολόκληρο έπος, που η επική παράδοση το τιτλοφόρησε Ιλίου πέρσιν. Άξιος λοιπόν ο μισθός του: η σπάλα που του προσφέρει ο Οδυσσέας. Άξιος και ο διπλός έπαινος που του απευθύνει· προκαταβολικά τη μία φορά, επιλογικά την άλλη. Ένας επιπλέον λόγος λοιπόν που επικυρώνει το παραδοσιακό κύρος του Δημοδόκου ως αοιδού και τον διαβαθμίζει ψηλότερα από τον ιθακήσιο ομότεχνό του Φήμιο, ο οποίος είδαμε πώς αυτοεπαινείται μπροστά στον Οδυσσέα, για να γλιτώσει από τη σφαγή στην έξοδο της «Μνηστηροφονίας».
Αν ο μοδάτος Φήμιος εκμεταλλεύεται το ποιητικό παρόν της Οδύσσειας, τραγουδώντας τον μετατρωικό νόστο των Αχαιών, ο παραδοσιακός Δημόδοκος επιμένει στο ποιητικό παρελθόν του έπους τραγουδώντας τρωικά κατορθώματα του Οδυσσέα. Και οι δύο αοιδοί προκαλούν συγκίνηση, διαφορετικής όμως τάξης ο καθένας. Ο Φήμιος προσφέρει τέρψη στους αναίσθητους για τη μεταπολεμική τύχη των Αχαιών μνηστήρες, πληγώνει ωστόσο με το συγκεκριμένο του τραγούδι τη συζυγική ευαισθησία της Πηνελόπης, ενώ δίνει την ευκαιρία να τον υπερασπιστεί ο Τηλέμαχος απέναντι στην αδικαιολόγητη, όπως πιστεύει, διαμαρτυρία της μάνας του. Το δάκρυ της Πηνελόπης (την ώρα που κατεβαίνει από το υπερώο στην αίθουσα, για να ελέγξει τον Φήμιο, επειδή τραγουδά τον πικρό νόστο των Αχαιών, που της θυμίζει τον Οδυσσέα) είναι μια εύλογη αντίδραση.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον επαναλαμβανόμενο και διαβαθμισμένο θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει το πρώτο και το τρίτο τραγούδι του Δημοδόκου. Ωστόσο, ο ποιητής επιμένει στην περιγραφή της παράξενης ευσυγκινησίας του ήρωα, την οποία και δραματοποιεί με αυξημένη ένταση στις δύο διαδοχικές μορφές της. Στο πρώτο τραγούδι (φιλονικία του Οδυσσέα και του Αχιλλέα, που τη θεωρεί εντούτοις καλόν οιωνό ο Αγαμέμνονας για την εξέλιξη του πολέμου) ο αδιάγνωστος ακόμη ξένος προσπαθεί να κρύψει διακριτικά τον θρήνο του. Τον παίρνει ωστόσο είδηση ο Αλκίνοος και, για να διευκολύνει την κατάσταση, παραγγέλλει διακοπή της μουσικής απαγγελίας και έξοδο της συντροφιάς από το παλάτι στην αγορά των Φαιάκων. Στο τρίτο όμως τραγούδι (ιστορία του δούρειου ίππου και άλωση της Τροίας) ο θρηνητικός σπαραγμός του Οδυσσέα (που εξεικονίζεται με μια πολύστιχη παρομοίωση), δεν μπορεί πια να περάσει απαρατήρητος, και ο Αλκίνοος ομολογεί την απορία του, ζητώντας εξηγήσεις με εναλλακτικά ερωτήματα που θα οδηγήσουν τελικά στην αποκάλυψη της ταυτότητας του ξένου. Πώς εξηγείται όμως αυτός ο διπλός θρήνος του Οδυσσέα ως αντίδραση στα δύο τραγούδια του Δημοδόκου, που τον αφορούν άμεσα και αναγνωρίζουν το κλέος του;
Πρόχειρη εξήγηση προσφέρει το γνωστό δίστιχο του Σολωμού που λέει: περασμένα μεγαλεία | και διηγώντας τα να κλαις. Με τη διευκρίνιση ότι ο θρήνος στο δικό μας παράδειγμα μεταφέρεται από εκείνον που διηγείται σ᾽ αυτόν που ακούει την ένδοξη διήγηση. Η μεταφορά δείχνει ότι η επαναφορά μιας δόξας από το παρελθόν στο παρόν, σε ώρα μάλιστα δοκιμασίας, προκαλεί πόνο σ᾽ εκείνον που, ένδοξος κάποτε, τώρα δοκιμάζεται. Σ᾽ αυτήν όμως την εύλογη ερμηνεία θα πρέπει να προσθέσουμε ότι γενικότερα ένα καλό τραγούδι επιβεβαιώνει την αξία του, όταν συγκινεί μέχρι δακρύων τους ακροατές του. Θα δούμε ότι κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το ακροατήριο μιας καλής διήγησης, όταν μάλιστα αυτή μεταβαίνει από την ένδοξη στην άδοξη φάση της.
Ξαναγυρίζουμε όμως στην πολύστιχη παρομοίωση που συνοδεύει τον θρήνο του Οδυσσέα, καθώς ακούει από τον Δημόδοκο το τραγούδι για τον δούρειο ίππο και την άλωση της Τροίας, επειδή έχει αξιοπαρατήρητες παραξενιές. Παραφράζονται πρώτα οι σχετικοί στίχοι (θ 521-531): Όσο ο αοιδός προχωρεί στη διήγησή του, τόσο και η συγκίνηση του Οδυσσέα ξεσπά και κορυφώνεται. Οπότε ο θρήνος του παραβάλλεται με το μοιρολόγι μιας γυναίκας πάνω στο σώμα του άντρα της, που έπεσε εκεί, μπροστά στην πόλη και στον λαό της πόλης, για την πατρίδα πολεμώντας και τα τέκνα της. Κι όπως τον βλέπει η γυναίκα του να σπαρταρά και να σβήνει, σωριασμένη πάνω του πνίγεται στο κλάμα, ενώ οι εχθροί με τα κοντάρια τους τη χτυπούν πισώπλατα, έτοιμοι να τη σύρουν σκλάβα τους, βουτηγμένη πια στη δυστυχία και στον πόνο. Κι ο ποιητής προσθέτει: όσο πικρό το δάκρυ αυτής της δύστυχης γυναίκας, τόσο πικρός και του Οδυσσέα ο θρήνος.
Τα παράξενα αυτής της παρομοίωσης φαίνονται και με γυμνό μάτι, δεν χρειάζονται μικροσκόπιο. Την ώρα που ο αοιδός δοξολογεί τον εφευρέτη του δούρειου ίππου, με τον οποίο κατορθώθηκε, ύστερα από δέκα χρόνια, η άλωση της Τροίας από τους Αχαιούς, εκείνος όχι μόνο πνίγεται στο κλάμα αλλά και παραβάλλεται με οδυρόμενη γυναίκα, που θρηνεί τον σκοτωμένο άντρα της, που κακοποιείται από τον εχθρό, που προορίζεται για παντοτινή σκλαβιά. Δύσκολα φαντάζεται κάποιος πιο αταίριαστη παρομοίωση. Σάμπως να την έχωσε εδώ ένα ξένο χέρι που δεν ήξερε τι λέει το προηγούμενο κείμενο. Γι᾽ αυτό εξάλλου δεν έλειψαν φιλόλογοι που θεώρησαν την παραβολή κακότεχνη και την απέδωσαν σε άτεχνο διασκευαστή. Μήπως όμως τα φαινόμενα απατούν;
Αν δούμε από κοντά και πιο προσεκτικά το δεύτερο μέρος από το τραγούδι του Δημοδόκου, παρατηρούμε πως ο αοιδός επιμένει στην ανελέητη σφαγή των εξαπατημένων Τρώων από τους Αχαιούς, με πρωταγωνιστές τον Οδυσσέα και τον Μενέλαο. Περιγραφή που σημαίνει ότι η άλωση της Τροίας έχει δύο όψεις: θριάμβου για τους πορθητές, τραγωδίας για τους εκπορθημένους. Αυτή τη διπλή σημασία της άλωσης φαίνεται πως θέλει να υπογραμμίσει ο ποιητής, και ξαφνικά, με την αταίριαστη παρομοίωση, γυρίζει το νόμισμα ανάποδα, αντιστρέφοντας τη θριαμβική νίκη των Αργείων σε σπαρακτική ήττα των Τρώων. Όπως έκανε ο Ευριπίδης, τρεις αιώνες μετά, με τις Τρωάδες του, και νωρίτερα ο Αισχύλος με τους Πέρσες του.
Το σπουδαιότερο όμως αφηγηματικό εύρημα στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η αντιστροφή αυτή του θριάμβου σε τραγωδία, της χαράς σε σπαραγμό, αποδίδεται μεταφορικά στον ίδιο τον Οδυσσέα. Ο οποίος ξαφνικά αλλάζει φύλο και στρατόπεδο, θρηνώντας τώρα σπαρακτικά την καταστροφή της Τροίας, τον φόνο των Τρώων και τον εξανδραποδισμό των Τρωάδων. Αυτή τη συμπάθεια για τον ηττημένο εχθρό ξυπνά το τραγούδι του Δημοδόκου στον νικητή Οδυσσέα, κι αυτή τη συμπάθεια βιώνει εδώ, με μια τόσο ασυνήθιστη παρομοίωση, ο μεγάλος ήρωας.
Τόσο το ένα τραγούδι του Φήμιου στην πρώτη ραψωδία όσο και τα δύο ακραία του Δημοδόκου στην όγδοη ραψωδία επιμένουν στον τρωικό μύθο, μοιρασμένα μάλιστα, όπως είδαμε, στο πολεμικό και στο μεταπολεμικό μερίδιο - μοιρασιά που θυμίζει τα δύο ομηρικά έπη. Εξαίρεση σ᾽ αυτό τον κανόνα αποτελεί το μεσαίο και εκτενέστερο τραγούδι του Δημοδόκου, αυτό που απαγγέλλεται στην αγορά των Φαιάκων, μετά τους αθλητικούς αγώνες και τη χορευτική επίδειξη (θ 266-366). Θέμα της σκανδαλιστικής αυτής αοιδής είναι ο παράνομος έρωτας του Άρη και της Αφροδίτης, και η παραδειγματική τους, υποτίθεται, τιμωρία. Καμία σχέση επομένως με τον τρωικό κύκλο και τον ηρωικό κόσμο. Αντίθετα, ένα τραγούδι που παίζει ανάμεσα στο δράμα και στην κωμωδία, στη συζυγική νομιμότητα και στην παρασυζυγική παρανομία, προσφέροντας αφειδώς στο ακροατήριο κέφι και τέρψη, όπως δηλώνεται και στους δύο επιλογικούς στίχους. Στην τέρψη εξάλλου συμμετέχει τη φορά αυτή ανεπιφύλακτα και ο Οδυσσέας.
Άρης και Αφροδίτη σμίγουν στο συζυγικό κρεβάτι του Ηφαίστου, πίσω απ᾽ την πλάτη του, κάθε φορά που ο χωλός θεός λείπει από το σπίτι. Ώσπου τους παίρνει είδηση ο πανεπόπτης Ήλιος, που σπεύδει να ενημερώσει για την επαναλαμβανόμενη μοιχεία τον απατημένο σύζυγο. Οπότε εκείνος αποφασίζει να κάνει τους εραστές τσακωτούς, χρησιμοποιώντας τη δική του φημισμένη μεταλλουργική τέχνη. Φτιάχνει λοιπόν στο εργαστήρι του μεταλλικό δίχτυ απίστευτα λεπτό, όμως γερό, ώστε κανείς να μην μπορεί να το διακρίνει με γυμνό μάτι και να το σπάσει με το χέρι. Μ᾽ αυτό τυλίγει, πάνω κάτω, της μοιχείας το κρεβάτι και προσποιείται πως θα λείψει στη μακρινή και αγαπημένη του Λήμνο.
Περιχαρείς οι παράνομοι εραστές εκμεταλλεύονται την ευκαιρία, χώνονται στην ερωτική τους φωλίτσα, αλλά ξαφνικά το αόρατο μεταλλικό δίχτυ περιπλέκει και παγιδεύει τα σώματά τους. Ειδοποιημένος για δεύτερη φορά ο Ήφαιστος από τον Ήλιο, επιστρέφει στον συζυγικό θάλαμο, διαπιστώνει πως οι εραστές έχουν πιαστεί σαν ποντικοί στη φάκα, και φυσικά δεν δέχεται να τους λύσει. Αντ᾽ αυτού επικαλείται τους ολύμπιους θεούς, τον Δία, πατέρα της Αφροδίτης, ιδιαιτέρως, ζητώντας δίκαιη τιμωρία των μοιχών και επιστροφή της προίκας που έδωσε για να πάρει γυναίκα του αυτή τη σκύλα, όπως λέει, ομολογουμένως όμως πολύ ωραία. Προσέρχονται όλοι οι θεοί (όχι οι θεές, αυτές από ντροπή δεν πλησιάζουν), σχολιάζουν με λογοπαίγνια το φιάσκο του γρήγορου στη μάχη και στον έρωτα Άρη και το ρίχνουν στο γέλιο. Όταν μάλιστα ο Απόλλων ρωτάει τον Ερμή αν με τους ίδιους όρους θα ακολουθούσε το παράδειγμα του Άρη, προκειμένου να κάνει έρωτα με την ωραία Αφροδίτη, εκείνος απαντά απερίφραστα πως ναι, θα έκανε τα ίδια.
Αγέλαστος παραμένει μόνον ο Ποσειδώνας, που πιέζει τον Ήφαιστο να ελευθερώσει το παράνομο ζεύγος από τα δεσμά του, υπό τον όρο ο Άρης να πληρώσει τα σπασμένα. Και όταν ο χωλός θεός δυσπιστεί για τη συνέπεια του εραστή θεού να ξεπληρώσει το χρέος του, ο Ποσειδώνας υπόσχεται πως, σε περίπτωση ασυνέπειας, αναλαμβάνει ο ίδιος να αναπληρώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα. Μ᾽ αυτούς τους όρους το ζευγάρι ελευθερώνεται: ο Άρης τραβά κατά τη Θράκη· η Αφροδίτη στην Πάφο της Κύπρου, όπου την υποδέχονται οι Χάριτες, τη λούζουν, τη μυρώνουν και πολυτελώς τη ντύνουν. Κούκλα πάλι η Αφροδίτη: θαῦμα ἰδέσθαι, λέει το κείμενο.
Η τολμηρή αυτή αοιδή, μπορεί να μοιάζει ξένο παραμύθι μέσα στο επικό πλαίσιο της Οδύσσειας, παρουσιάζει όμως, με το θέμα και τη μορφή της, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αφηγηματική τέχνη της αρχαϊκής εποχής. Το γεγονός ότι αφιερώνεται αποκλειστικά σε ερωτική περιπέτεια θεών, και μάλιστα με τρόπο λίγο πολύ ευτράπελο, δείχνει ότι παραδοσιακοί αοιδοί, όπως ο Δημόδοκος, δεν τραγουδούσαν μόνον ηρωικά κατορθώματα, περιορισμένα στον τρωικό κύκλο. Σκάρωναν και πιο ελεύθερα, παράτολμα θέματα, που ερέθιζαν την περιέργεια του ακροατηρίου και τροφοδοτούσαν τη διασκέδασή του.
Ως προς το τολμηρό θέμα της αοιδής, δύο ακόμη παρατηρήσεις. Το σκάνδαλο της μοιχείας, που δίκαια εξοργίζει τον Ήφαιστο, μετριάζεται από το διάχυτο χιούμορ, που διαπερνά το τραγούδι απαρχής μέχρι τέλους, και που φαίνεται να λέει στους ακροατές: «μην την παίρνετε την ιστορία αυτή πολύ στα σοβαρά· ακολουθήστε το παράδειγμα των θεών, που τελικά γελούν μ᾽ αυτά που βλέπουν και ακούν· γελάστε κι εσείς μαζί τους». Ας μην ξεχνούμε εξάλλου ότι η αοιδή αυτή ακούγεται στην αγορά των Φαιάκων, σε μια γιορτή με αγώνες, χορούς και τραγούδια, όπου ο κόσμος κάνει κέφι, συχνά και με πικάντικα χωρατά. Επιπλέον: μπορεί στους θνητούς η παρασυζυγική εκτροπή να πέφτει βαριά, να προκαλεί ακόμη και πόλεμο (διαβόητο το παράδειγμα του Πάρη και της Ελένης), οι θεοί όμως ξέρουν πώς να βολεύουν τέτοια παραστρατήματα με άνετη χάρη. Εδώ παίρνει πίσω την προίκα του ο Ήφαιστος από τον Ποσειδώνα, και όλα γίνονται ξανά μέλι γάλα.
Στο κάτω κάτω αταίριαστο ζευγάρι είναι ο χωλός Ήφαιστος και η πανέμορφη Αφροδίτη· πιο καλός τής πέφτει ο Άρης, αρτιμελής αυτός κι ωραίος. Αυτό το αναγνωρίζει και ο απατημένος σύζυγος, με παράπονο έστω, μπροστά στους άλλους θεούς, όταν ζητά τη συνδρομή τους (θ 306-311). Πίσω από το παράπονό του ακούγεται και κάτι μελαγχολικό: οι ποιητές κι οι καλλιτέχνες (καλλιτέχνης είναι ο Ήφαιστος) σωματικά συνήθως υπολείπονται και δεν τα βγάζουν πέρα στον έρωτα με τους γυμνασμένους αθλητές και τους ρωμαλέους μαχητές. Αυτή είναι η μοίρα τους, κι ας μην παραπονιούνται. Όσο για το ηθικό δίδαγμα αυτής της ιστορίας, το παίρνουν πάνω τους ο Ήλιος, ο Ποσειδώνας και ειρωνικά ο ίδιος ο Ήφαιστος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου