Ποια είναι όμως η συνάφεια της φιλοσοφίας του Νίτσε -ενός σοφού, που οι περισσότεροι έχουμε μάθει να τον συνδέουμε με τον μηδενισμό και την καταστροφή- με τα ζητήματα της θεραπευτικής σχέσης; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που βλέπουν το Νίτσε ως θεραπευτή, έναν άνθρωπο που φιλοδοξούσε να θεραπεύσει ολόκληρη την εποχή του από τον μετα-δαρβινικό μηδενισμό του τέλους του 19ου αιώνα. Στο θάνατο του Θεού ο Νίτσε έβλεπε μια ευκαιρία να δημιουργηθεί ένα νέο σύστημα αξιών, βασισμένο στην επίγεια ζωή κι όχι στην προσδοκία μιας μετά θάνατον ζωής.
Είναι σημαντικό ν’ αντιληφθούμε ότι η καταστροφή δεν ήταν, για τον Νίτσε, παρά ένα στάδιο στη διαδικασία της δημιουργίας, αφού, όπως έγραφε, ο νέος εαυτός δεν μπορεί να δημιουργηθεί παρά στις στάχτες του παλιού. Η νιτσεϊκή ιδέα του Υπεράνθρωπου αφορά το ξεπέρασμα του περιορισμού του εαυτού, την αξιοποίηση των προσωπικών δυνατοτήτων και την ανάληψη της προσωπικής ευθύνης απέναντι στη ζωή. Ο Υπεράνθρωπος αγαπά τη μοίρα του, την επιλέγει, αγκαλιάζει τα βάσανά του και τα μετατρέπει σε τέχνη και ομορφιά. Έτσι αποκτά μια φιλοσοφική ψυχή και μ’ αυτή την έννοια αντιπροσωπεύει το επόμενο στάδιο της ανθρώπινης εξέλιξης. Ο άνθρωπος, κατά τον Νίτσε, οφείλει να κατακτήσει τον εαυτό του μετά από μια εσωτερική διαδικασία αυτοπραγμάτωσης. Ο Νίτσε τόνιζε συχνά τη σημασία της συμφιλίωσης του ατόμου με την ανθρώπινη μοίρα, με τη βαθύτερη υπαρξιακή, έννοια του όρου. Είναι χαρακτηριστικό το σύνθημα του, «Ότι δεν με σκοτώνει, με κάνει πιο δυνατό». Ο εξελιγμένος άνθρωπος οφείλει, κατά τον Νίτσε, να μπορέσει να κοιτάξει κατάματα αυτή τη μοίρα και να απελευθερωθεί αντέχοντας αυτή τη γνώση.
Παρόλο που ο Νίτσε ποτέ δεν αναφέρθηκε στην ιατρική ή την ψυχιατρική, πίστευε ότι οι φιλόσοφοι-θεραπευτές πρέπει να θεραπεύσουν πρώτα τον εαυτό τους προκειμένου να βοηθήσουν τους άλλους. Θεωρούσε επίσης ότι, ενώ η πλήρης αυτογνωσία μπορεί να μην είναι επιτεύξιμη, οι θεραπευτές μπορούν να οδηγήσουν τους ασθενείς τους μακρύτερα από το σημείο όπου έχουν φτάσει οι ίδιοι.
Ο Γιάλομ, έχοντας μελετήσει το έργο αλλά και τις επιστολές του Νίτσε, τον φαντάζεται ως θεραπευτή φιλόδοξο, απόλυτο και ασυμβίβαστο. Δεν κάνει παραχωρήσεις, περιμένει απ’ τον συνομιλητή του ν’ αντιμετωπίσει μόνος του την αλήθεια για τον εαυτό του και την υπαρξιακή του κατάσταση, σε αντίθεση με τον ηπιότερο, πιο συμβιβασμένο με τα ανθρώπινα μέτρα, γιατρό Γιόζεφ Μπρόιερ. Είναι μεγάλη η μαεστρία του Γιάλομ, που αποδίδει συμπληρωματικά γνωρίσματα, σε επίπεδο προσωπικότητας, χαρακτήρα και κοσμοθεωρίας, στο δίδυμο των θεραπευόμενων – θεραπευτών Μπρόιερ και Νίτσε.
Είναι βέβαιο ότι ο Νίτσε δεν γνώριζε το έργο του Φρόυντ. Στο δοκίμιο του για τη συγγραφή του Όταν έκλαψε ο Νίτσε, ο Γιάλομ αναφέρει ότι το 1908 η Ψυχαναλυτική Εταιρεία της Βιέννης αφιέρωσε δύο ολόκληρες συνεδριάσεις στο Νίτσε, στη διάρκεια των οποίων ο ίδιος ο Φρόυντ αναγνώρισε -όπως φαίνεται από τα δημοσιευμένα πρακτικά- πως ο Νίτσε είχε φτάσει σε διαπιστώσεις εντυπωσιακά όμοιες μ’ εκείνες των συστηματικών ερευνών της ψυχανάλυσης, ενώ η Εταιρεία απέδωσε στον Νίτσε την πρωτιά στην ανακάλυψη της κάθαρσης, της απώθησης, της σημασίας της λήθης, της καταφυγής στην αρρώστια, ως ένδειξης υπερβολικής ευαισθησίας του ατόμου στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν στη ζωή, και της σπουδαιότητας των ενστίκτων –τόσο των σεξουαλικών όσο και των σαδιστικών. Πολύ αργότερα, όταν η Γκεστάπο ανάγκασε τον Φρόυντ να εγκαταλείψει τη Βιέννη αφήνοντας πίσω του το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης του, εκείνος επέλεξε να πάρει μαζί του στο Λονδίνο την πλήρη σειρά των βιβλίων του Νίτσε, που του είχε δωρίσει ο ψυχαναλυτής Όττο Ρανκ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου