3.2. Προφορική και γραπτή αφήγηση
Η καθημερινή αφήγηση είναι προφορική, πληροφοριακή, σύντομη στην έκτασή της, αυθόρμητη στη διατύπωσή της, με ευκαιριακό περιεχόμενο, το οποίο αφορά άμεσα τόσο τον αφηγητή όσο και τους παρόντες ακροατές. Αντίθετα, η έντεχνη αφήγηση συχνά καταφεύγει στη γραφή, ενώ με το ερεθιστικό της θέμα και με την επιμέλεια της έκφρασης διεγείρει τη φαντασία του ακροατή, τον μεταφέρει σε άλλο χώρο και χρόνο, και τον απομακρύνει από την καθημερινή φορτική φροντίδα, ώστε, για λίγο έστω, να ξεχαστεί. Η δεύτερη αυτή μορφή αφήγησης ανοίγει τον δρόμο στη λογοτεχνία, η οποία όμως κατά περίπτωση μπορεί να ενσωματώνει στα κείμενά της στοιχεία και της καθημερινής αφήγησης, εφόσον αυτά εξυπηρετούν την αφηγηματική σκηνοθεσία.
Η αφήγηση, καθημερινή ή έντεχνη, είναι εξ ορισμού αναδρομική· αναφέρεται δηλαδή στο παρελθόν, με σκοπό όμως να μεταφέρει το παρελθόν στο παρόν του αφηγητή και του ακροατή. Το παρόν στην προκειμένη περίπτωση δηλώνεται, όπως θα δούμε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην αρχή της αφήγησης· στο σημείο κυρίως εκείνο όπου ο αφηγητής απευθύνεται (ο τεχνικός όρος είναι «αποστρέφεται») στους ακροατές του ή και στη Μούσα. Όσο για το παρελθόν της αφήγησης, αυτό προσδιορίζεται με ρήματα συντελικού χρόνου (παρατατικού, αορίστου, παρακειμένου και υπερσυντελίκου) και με χρονικά επιρρήματα. Στην καθημερινή αφήγηση ο παρελθοντικός χρόνος ακολουθεί σχεδόν πάντα γραμμική εξέλιξη· προηγείται δηλαδή αφηγηματικά ό,τι και ως περιστατικό προηγήθηκε, και έπεται εκείνο που αμέσως μετά ακολούθησε. Στην έντεχνη όμως αφήγηση ο γραμμικός αυτός κανόνας μπορεί και να ανατραπεί, οπότε ο παρελθοντικός χρόνος πηγαίνει μπρος πίσω. Ή, όπως αλλιώς λέμε, «εγκιβωτίζεται» το πριν μέσα στο μετά. Η τεχνική αυτή εφαρμόζεται με παραδειγματικό τρόπο στην Οδύσσεια, ενώ η Ιλιάδα, φαινομενικά τουλάχιστον, ορίζει τον παρελθοντικό της χρόνο γραμμικά.
Η διαφορά ανάμεσα στην πεζή και στην έμμετρη αφήγηση εντοπίζεται, όπως είπαμε ήδη, στον ρυθμό και στο επαναλαμβανόμενο μέτρο της. Μολονότι δεν αποκλείεται να έχει και η πεζή αφήγηση έναν δικό της εναλλασσόμενο ρυθμό, που άλλοτε και αλλού την κάνει ταχύρρυθμη, άλλοτε και αλλού αργόρρυθμη. Η έμμετρη ωστόσο αφήγηση εξελίσσεται σε ποιητική και με άλλα στοιχεία, πέραν του ρυθμού και του μέτρου της. Ειδικότερα, η επική ποίηση προσδιορίζεται: από την ιδιόρρυθμη γλώσσα της, τις επαναλαμβανόμενες τυπικές της εκφράσεις και σκηνές, τα τυπικά της θέματα και μεγαθέματα. Τα στοιχεία αυτά περιορίζουν αλλά δεν εξαφανίζουν την πρωτοτυπία της. Το κυριότερο ωστόσο διακριτικό της επικής αφήγησης, της ποίησης γενικότερα, στην αρχαία Ελλάδα αναγνωρίζεται στη μουσική της εξάρτηση. Οι Μούσες και ο μουσικός και μουσηγέτης θεός Απόλλων όχι μόνο εμπνέουν τον ποιητή, αλλά και του υπαγορεύουν κατά κάποιον τρόπο το περιεχόμενο και τη σύνταξη του ποιήματός του. Η μουσική αυτή εξάρτηση προβάλλεται προγραμματικά ήδη στον πρώτο στίχο της Ιλιάδας (Μῆνιν ἄειδε, θεά) και της Οδύσσειας (Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα) και δικαιολογεί την υπόκρουση των απαγγελλομένων επών με την έγχορδη φόρμιγγα, κάτι ανάμεσα στην κιθάρα και στη λύρα.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου