Φαίνεται εύκολο σε πολλούς να διαβάζουν τον Nietzsche˙ όπου κι αν ανοίξει κανείς τα έργα του, μπορεί χωρίς καμιάν άλλη προϋπόθεση να τον καταλάβη˙ σχεδόν σε κάθε σελίδα προξενεί το ενδιαφέρον˙ oι κρίσεις του μαγεύουν, η γλώσσα του μας μεθάει˙ και το προχειρότερο διάβασμα ικανοποιεί. Κι όμως γεννιούνται ανωμαλίες, όταν, με την πρόθεση ν’ αντλήση κανείς τέτοιες εντυπώσεις, ζητήσει να προχωρήσει πολύ στο διάβασμα˙ o ενθουσιασμός για τον άμεσα μεταδιδόμενο Nietzsche μεταστρέφεται σε μιαν αντιπάθεια προς μια φαινομενικά ασύνδετη πολλαπλότητα˙ καταντάει ανυπόφορο να διαβάζει κανείς πάντα και κάτι διαφορετικό. Έτσι όμως ούτε η αληθινή κατανόηση επιτυγχάνεται, ούτε τις σωστές δυσκολίες αντιμετωπίζει κανείς.
Στην παρανόηση του Nietzsche οδήγησε το ότι η ιδέα του υπερανθρώπου έδωσε αφορμή σε μια ψευτοφιλολογική λατρεία της μεγαλοφυΐας. Έτσι δεν μπορούσε ποτέ ν’ ανακαλυφθή η αληθινή ουσία του Nietzsche.
Κάθε σημαντικός φιλόσοφος απαιτεί μια μελέτη, που να του ταιριάζει και που αυτή μόνη, σαν μια πράξη ιδιότυπη και προσδιορισμένη στην ιδιοτυπία της απ’ αυτόν μονάχα, συνιστά την ουσία της αληθινής κατανοήσεως. Όσα γράφονται για ένα φιλόσοφο έχουν ως μόνο σκοπό να διευκολύνουν αυτήν την πράξη˙ πρέπει να οδηγούν τον αναγνώστη—μακριά από κάθε επιπόλαια επαφή, μακριά από κάθε αυθαίρετο ξεχώρισμα φράσεων, που θάταν μια παρανόηση, μακριά από την παθητική απόλαυση στο άκουσμα λέξεων ωραίων—σε μιαν αληθινή εμβάθυνση. Χρειάζονται συγγράμματα για να βοηθήσουν τον αναγνώστη του Nietzsche στην ορθή ανάγνωση.
Το έργο
Η μορφή του έργου.
Πραγματείες, ένα πλήθος αποσπασμάτων, επιστολές και ποιήματα —άλλα απ’ αυτά σε αρτιωμένες λογοτεχνικές μορφές κι άλλα ως ένα κολοσσιαίο κατάλοιπο, που στοιβάχθηκε μέσα σε δυο δεκαετίες—, αυτή είναι η μορφή, υπό την οποία μας είναι προσιτή του Nietzsche η σκέψη.
Η σκέψη του δεν είναι ούτε αφοριστική, όπως η σκέψη των φημισμένων αφοριστικών ομιλητών, που στη χορεία τους ο ίδιος ο Nietzsche κάποτε, για λίγο πάντως, θέλησε ν’ ανήκει, ούτε όμως και συστηματική στο είδος των φιλοσοφικών συστημάτων, που σχεδιάζονται και εκτελούνται ως συστήματα.
Από τους αφοριστικούς τύπους τον ξεχωρίζει το ότι υπάρχει ως όλον: ως μια φιλοσοφική ζωή, που επικοινωνεί μαζί μας με σκέψεις και που είναι προικισμένη με την δραστήρια αφοσίωση σε μιαν αποστολή˙ τον ξεχωρίζει λοιπόν το ότι οι σκέψεις του, σαν παραγωγικές δυνάμεις, έχουν οι ίδιες ζωή.
Από τους συστηματικούς τύπους τον ξεχωρίζει το ότι δεν κατόρθωσε να οικοδομήσει ένα λογικό σύνολο σκέψεων: τα συστηματικά σχέδια των έργων του εμφανίζονται είτε σαν μια βάση για την κατάταξη των σκέψεών του, μια βάση, που θάταν πάντα δυνατό να είναι κι αλλιώτικη, είτε σαν ένα αποκρυστάλλωμα σκοπών, που είναι βαλμένοι να υπηρετήσουν μια μεμονωμένη ερευνητική αρχή ή και μια βλέψη προς κάποια επίδραση εξωτερική.
Ο Nietzsche δεν αισθάνεται την ανάγκη ν’ αποκτήσει συνείδηση των μεθόδων του και της ποικιλίας αυτών των μεθόδων ως του φορέως της σκέψεώς του˙ του λείπει η μεθοδική συνείδηση. Έτσι δεν κατορθώνει ν’ αποκτήσει ένα κέντρο αποκρυσταλλώσεως, όπως είναι εκείνα, γύρω από τα οποία χαράζει τους κύκλους του το όλον σαν μια διανοητικά δουλεμένη συνείδηση ζωής και βουλήσεως.
Με μια παρομοίωση μπορούμε να δείξουμε πώς μοιάζει το έργο του Nietzsche: θάλεγε κανείς πως κάποιο στρώμα λατομείου έχει ανατιναχθή. Οι λίθοι έχουν ήδη λίγο ή πολύ λαξευθή, υποδηλούν το όλον, για την κατασκευή του οποίου λαξεύθηκαν, φαίνεται μάλιστα σα ν’ απαρτίζουν κι όλας το όλον, κι όμως η οικοδομή δεν έχει ακόμα στηθή. Το ότι το έργο βρίσκεται ακόμα χάμω σαν άμορφος σωρός, αυτό δεν εμποδίζει εκείνον, που έφθασε να συλλάβει την οικοδομική δυνατότητα αυτού του άμορφου σωρού, να επικοινωνήσει με το πνεύμα του έργου˙ στα μάτια του συναρμολογούνται σε κάποιο σύνολο τα σκόρπια αυτά κομμάτια. Δεν συναρμολογούνται όμως με το ίδιο νόημα: άλλα κομμάτια βρίσκονται μπροστά μας σε αναρίθμητες επαναλήψεις, που δείχνουν μόνο ελάχιστες μεταξύ τους διαφορές, άλλα πάλι προβάλλουν σαν μοναδικές πολύτιμες μορφές, που φαίνονται προορισμένες να χρησιμεύσουν κάπου για ακρογωνιαίος λίθος ή για τόξο ενός θόλου.
Και δεν γίνονται όλα αυτά νοητά παρά μόνον όταν οδηγηθή κανείς στην προσεκτική παραβολή τους προς την ιδέα του οικοδομικού όλου. Αλλά κι αυτή πάλι δεν είναι κάτι το ενιαίο: φαίνεται πως διάφορες οικοδομικές δυνατότητες διασταυρώνονται μεταξύ τους˙ συχνά αμφιβάλλει κανείς, αν ένα κομμάτι είναι στη μορφή του λαθεμμένο ή αν υπακούει σε μιαν άλλη αρχιτεκτονική αρχή.
Ο σκοπός είναι ν’ αναζητήσει κανείς ανάμεσα στα σκόρπια κομμάτια την «κεκρυμμένη» οικοδομή, έστω κι αν δεν πρόκειται να αποκαλυφθή στα μάτια κανενός, κι όταν ακόμα τελειωθή, σαν μια ενιαία και μονοσήμαντη οικοδομή. Στην αναζήτηση αυτή θα επιτύχουμε μονον, αν πούμε, ότι είμαστε εμείς οι ταγμένοι ν’ ανεγείρουμε την οικοδομή, που για τον Nietzsche, όταν δοκίμασε να την στήσει, έμεινε σε σκόρπια συντρίμμια. Δεν πρέπει προ παντός να μας παρασύρει ο αναρίθμητος σωρός τους, δεν πρέπει να μας θαμπώσει η λάμψη του ασύλληπτου υλικού μεμονωμένων κομματιών κι ακολουθώντας την ιδιαίτερη μας κλίση και τη σύμπτωση να ξεχωρίσουμε ό,τι μας αρέσει ή ότι είναι πιο πρόχειρο˙ πρέπει να καταλάβουμε τον Nietzsche μέσω του ίδιου του Nietzsche ως όλου και μάλιστα έτσι ώστε κάθε του λέξη να την παίρνουμε στα σοβαρά, χωρίς όμως πάλι να αφήνουμε ορισμένες λέξεις, απομονώνοντάς τες, να στενέψουν το βλέμμα μας. Πάντως θάταν παραβιασμός του Nietzsche, αν ζητούσαμε να υποβάλουμε μέσα του ένα όλον ανάλογο με μιαν αναστήλωση αρχαιολογική. Η κρυμμένη οικοδομή θ’ αποκαλυφθή μόνον, αν κοντά στην πείρα των συστηματικών δυνατοτήτων αποκτήσουμε και την πείρα του σωριάσματος. Μόνον έτσι θα νοιώσει κανείς τη μεγάλη ώθηση, που έδωσε ο Nietzsche σ’ εμάς τους επιγενόμενους, μιαν ώθηση, που μας έδωσε ακριβώς, μη δείχνοντάς μας καμιά στέγη για να προστατευθούμε, αλλά ξυπνώντας μέσα μας την ανάγκη να πορευθούμε απλώς, δηλαδή να λάβουμε μέρος στην ανάταση του ανθρώπινου, που αυτός κατέστησε δυνατή. Κανένας δεν θα ιδή στον Nietzsche το Μοναδικό, που συνιστά την ύπαρξή του, αν δεν το ζήσει, αν δεν το «πράξει» ο ίδιος.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου