Εισαγωγή
0.1. Γενικές έννοιες[1]«Απ᾽ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια έχουν τη χάρη
να κάμουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει
κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο
κάνει και κλαίσι και γελούν τα μάτια των ανθρώπω». -Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος Α' 887-90[2]
Η ελληνική γλώσσα, όπως και κάθε γλώσσα, δίνει σε όσους τη γνωρίζουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν, δηλαδή να εκφράζουν τις σκέψεις και τα αισθήματά τους, να μεταδίδουν ο ένας στον άλλον πληροφορίες, να διηγούνται, να διατυπώνουν παρακλήσεις ή εντολές, να υποβάλλουν ερωτήματα κλπ.
Ο καθένας, για να επικοινωνήσει, διαλέγει και συνδυάζει τις λέξεις που αποδίδουν ό,τι έχει να πει και είτε τις εκφέρει προφορικά είτε τις καταγράφει. Και στις δύο περιπτώσεις αποτέλεσμα είναι ένας λόγος: λόγος προφορικός στην πρώτη περίπτωση, λόγος γραπτός στη δεύτερη.[3]
Οι άνθρωποι μιλούμε και γράφουμε συχνά, αλλά όχι πάντα με τον ίδιο τρόπο. Αλλιώς θα μιλήσει ή θα γράψει κανείς στους γονείς του, αλλιώς στους φίλους του, αλλιώς σε κάποιον άγνωστο, αλλιώς στον προϊστάμενό του, αλλιώς στο αγαπημένο πρόσωπο. Και πάλι, διαφορετική μορφή θα πάρει ο λόγος αν προορίζεται απλά και μόνο να μεταδώσει μια πληροφορία, διαφορετική μορφή αν είναι να εκφράσει φόβο, λαχτάρα, ή άλλο συναίσθημα, διαφορετική μορφή αν έχει σκοπό να διασκεδάσει, και πάλι διαφορετική αν προορίζεται για να διδάξει, να πείσει, ή και να γοητέψει τον ακροατή ή τον αναγνώστη. Έτσι, τα είδη του λόγου, ή καλύτερα οι τρόποι της ομιλίας και της γραφής είναι πολλοί, συνδυάζονται συχνά, και μόνο σε γενικές γραμμές μπορούμε να ορίσουμε κάποια κριτήρια και να ξεχωρίσουμε κατηγορίες.
Τα λόγια που ανταλλάσσουν οι άνθρωποι στην καθημερινή τους συναναστροφή είναι συνήθως απλά και αφρόντιστα. Συμβαίνει όμως αυτός που μιλά ή που γράφει να προσπαθήσει, συνειδητά ή ασυναίσθητα, να διαμορφώσει τον λόγο του με τρόπο που να κάνει καλή εντύπωση, να τον πιστέψουν, και γενικά να πετύχει αυτό που επιδιώκει. Στις περιπτώσεις αυτές ο λόγος του λέμε πως είναι ξεχωριστός, φροντισμένος.
Κατά κανόνα, αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, ο γραπτός λόγος είναι πιο φροντισμένος από τον προφορικό, καθώς όλοι ξέρουμε ότι τα λόγια ακούγονται μια φορά και χάνονται, αλλά τα γραπτά μένουν.
Ιδιαίτερα φροντισμένος είναι συνήθως ο δημόσιος λόγος, τόσο ο προφορικός, όταν απευθύνεται σε μεγάλο ακροατήριο, όσο και ο γραπτός, όταν προορίζεται να πολλαπλασιαστεί με την τυπογραφία ή άλλο μέσο και να δημοσιευτεί.
Η πιο συνηθισμένη περίπτωση φροντισμένου λόγου είναι βέβαια ο έντεχνος λόγος, όπου ο ομιλητής ή ο συγγραφέας ακολουθεί σε γενικές γραμμές τους κανόνες της τέχνης του λόγου - άλλος συνειδητά, αν είναι μελετημένος, άλλος από φυσική κλίση. Και στις δύο περιπτώσεις ο λόγος τους, προφορικός ή γραπτός, εντάσσεται στη λογοτεχνία.
Στον έντεχνο λόγο ανήκουν ολοφάνερα ως λογοτεχνήματα όλα τα ποιητικά έργα, είτε προορίζονται να τραγουδηθούν ή να απαγγελθούν, είτε γράφτηκαν μόνο για να διαβάζονται. Τα ποιητικά έργα έχουν όλα ρυθμό, τα περισσότερα έχουν και μέτρο, δηλαδή χωρίζονται σε ρυθμικές ενότητες με προκαθορισμένη έκταση· τα τραγουδιστικά έχουν και μελωδία.
Έντεχνος δεν είναι βέβαια μόνο ο ποιητικός αλλά και ο πεζός λόγος, γραπτός και προφορικός. Η γιαγιά που διηγείται ένα παραμύθι, ο ρήτορας που αγωνίζεται να πείσει ή να συγκινήσει το πλήθος, ο μυθιστοριογράφος - όλοι, στο μέτρο που συνειδητά ή ασυναίσθητα αξιοποιούν τους τρόπους και τις δυνατότητες του έντεχνου λόγου, χαρακτηρίζονται λογοτέχνες και τα έργα τους ανήκουν στη λογοτεχνία.
Αξιοσημείωτη στην ιδιοτυπία της είναι η λαϊκή λογοτεχνία. Περιλαμβάνει έργα ποιητικά και πεζά (παροιμίες, μύθους, παραμύθια, δημοτικά τραγούδια κλπ.) που διαδίδονται προφορικά, από στόμα σε στόμα. Είναι όλα έργα ανώνυμα, από την άποψη ότι κανείς δεν ξέρει ποιος είχε κάποτε την έμπνευση και ποιος διατύπωσε πρώτος αυτό που όταν ακούστηκε άρεσε, υιοθετήθηκε και στη συνέχεια διαδόθηκε στους πολλούς. Χαρακτηριστικό των έργων της λαϊκής λογοτεχνίας είναι και ότι απαντούν σε πολλές παραλλαγές, καθώς καθένας νιώθει ελεύθερος να τα παρουσιάσει όπως προτιμά, αλλάζοντας ή απομακρύνοντας ό,τι δεν του αρέσει, ή και προσθέτοντας κάτι καινούργιο. Σε αυτή την αδιάκοπη προσαρμογή και βελτίωση οφείλουν τα λαϊκά έργα την υψηλή τους ποιότητα.
Αντικείμενο της γραμματολογίας είναι ο κάθε λόγος, προφορικός ή γραπτός, απλός ή φροντισμένος, έντεχνος ή άτεχνος. Επειδή όμως και τον προφορικό λόγο στο πέρασμα του χρόνου δε μπορεί κανείς να τον εξετάσει παρά μόνο στην καταγραμμένη του μορφή, η γραμματολογία λέμε ότι μελετά τα γράμματα μιας ορισμένης γλώσσας και εποχής. Διαφορετική από τη γραμματολογία, η ιστορία της λογοτεχνίας έχει αποκλειστικό αντικείμενο τον έντεχνο λόγο, τα λογοτεχνήματα μιας ορισμένης εποχής και γλώσσας.[4]
---------------------------------
1 Περισσότερα για τις βασικές γλωσσολογικές έννοιες βλ. Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.
2 Το ίδιο έχει πει και ένας σοφιστής του 5ου π.Χ. αι., ο Γοργίας, στο Ἑλένης ἐγκώμιον 8: «Ο λόγος είναι μεγάλος δυνάστης, που με σώμα μικρό και φτενό πραγματώνει έργα θεοτικά· μπορεί, βλέπεις, και χαρά να δώσει και λύπη ν᾽ αποδιώξει, και τον φόβο να σταματήσει και τη συμπόνια ν᾽ αβγατίσει».
3 Ο διαχωρισμός του προφορικού από τον γραπτό λόγο δεν είναι πάντα εφικτός. Σε ποια κατηγορία να εντάξουμε π.χ. τα θεατρικά έργα; Σε ποιο είδος λόγου ανήκει μια διάλεξη, όταν ο ομιλητής διαβάζει από χειρόγραφο; Πώς να χαρακτηρίσουμε τα στενογραφημένα πρακτικά της Βουλής και τις απομαγνητοφωνημένες συζητήσεις των συνεδρίων;
4 Στη μελέτη της ελληνικής αρχαιότητας η γραμματολογία και η ιστορία της λογοτεχνίας τείνουν να ταυτιστούν, καθώς όλα σχεδόν τα κείμενα που μας σώζονται είναι φροντισμένα, και τα περισσότερα λογοτεχνικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου