Μερικές πρώτες ιδέες για το πώς θα ήταν μια καλύτερη εκδοχή του καθενός από μας είναι ίσως οι εξής: να βγάζουμε περισσότερα χρήματα, να κάνουμε πιο συναρπαστικά πράγματα, να έχουμε μια δουλειά που να μας αρέσει, να μετακομίσουμε, να φύγουμε από μια απογοητευτική σχέση, να βρούμε καινούριους φίλους, να κάνουμε ένα μεταπτυχιακό. Αυτοί θα ήταν πολύ καλοί στόχοι. Προσέξτε όμως πως είναι όλοι τους εξωτερικοί. Αφορούν πράγματα που θα μπορούσαμε να κάνουμε ή να έχουμε. Τι συμβαίνει όμως με τον εαυτό μας; Ποιοι είμαστε πραγματικά, αυτοί καθ’ εαυτοί; Και γιατί δε στοχεύουμε προς τα εκεί; Γιατί δε γινόμαστε οι άνθρωποι που θέλουμε να είμαστε; Μήπως είμαστε πολύ τεμπέληδες;
Αυτό το ερώτημα θέτει ο Νίτσε σε ένα δοκίμιο με τίτλο «Ο Σοπενχάουερ ως παιδαγωγός»:
«Ο ταξιδευτής εκείνος, που είχε δει πολλές χώρες και λαούς και κάμποσες ηπείρους, και τον ρώτησαν ποια ιδιότητα των ανθρώπων συνάντησε παντού, έλεγε: «έχουν μια κλίση στην οκνηρία». Σε μερικούς θα φανεί ότι θα μιλούσε σωστότερα και πιο έγκυρα αν έλεγε: «είναι όλοι δειλοί». Κρύβονται κάτω από ήθη και απόψεις. Κατά βάθος, κάθε άνθρωπος ξέρει καλά πως βρίσκεται στον κόσμο για μία φορά και μόνο, ως κάτι μοναδικό, και πως καμιά άλλη τόσο παράξενη σύμπτωση δε θα συνταιριάξει, για δεύτερη φορά, μια τόσο θαυμάσια πολλαπλότητα σε ενότητα, όπως είναι αυτός: το ξέρει αυτό, αλλά το κρύβει σαν μια κακή συνείδηση – για ποιο λόγο; Από φόβο μπρος στον γείτονα ο οποίος απαιτεί τη σύμβαση, τη στιγμή που και ο ίδιος καλύπτεται με αυτή. Τι είναι όμως αυτό που αναγκάζει κάποιον να φοβάται τον γείτονα, να σκέφτεται και να πράττει αγεληδόν, και να μην είναι ευχαριστημένος με τον ίδιο του τον εαυτό; Η ντροπαλοσύνη, ίσως, για λίγους και σπάνιους. Για τους περισσότερους, όμως, είναι η νωθρότητα, η φυγοπονία, δηλαδή εκείνη η ροπή στην οκνηρία, για την οποία μίλησε ο ταξιδιώτης.
Έχει δίκιο: οι άνθρωποι είναι περισσότερο οκνηροί απ’ ότι δειλοί και φοβούνται περισσότερο τους κόπους που θα τους επέβαλε μια απόλυτη εντιμότητα και γύμνια. Μόνο οι καλλιτέχνες μισούν αυτή την αμέριμνη πορεία, με τα ιδανικά φερσίματα και τις αταίριαστες γνώμες, και φανερώνουν το μυστικό, την κακή συνείδηση του καθενός, την πρόταση πως κάθε άνθρωπος είναι ένα μοναδικό θαύμα. Τολμούν να μας δείξουν τον άνθρωπο˙ πως αυτός, ως και στην κάθε κίνηση των μυών, είναι μόνος του˙ ακόμα περισσότερο πως αυτός, με την αυστηρή συνέπεια της μοναδικότητάς του, είναι όμορφος και αξιοθαύμαστος, καινοφανής και απίστευτος, όπως κάθε έργο της φύσης, και βέβαια καθόλου βαρετός. Όταν ένας μεγάλος στοχαστής περιφρονεί τους ανθρώπους, περιφρονεί την οκνηρία τους˙ διότι εξαιτίας της οι άνθρωποι εμφανίζονται ως βιομηχανικά προϊόντα, ως αδιάφοροι, ανάξιοι για συναναστροφή και νουθεσία. Ο άνθρωπος που δε θέλει να ανήκει στη μάζα χρειάζεται μόνο να πάψει να είναι νωθρός απέναντι στον εαυτό του και θα πρέπει να ακολουθεί τη συνείδησή του η οποία του φωνάζει: «να είσαι ο εαυτός σου! Όλα αυτά δεν είσαι εσύ, αυτά που τώρα κάνεις, σκέφτεσαι και λαχταράς».
Κάθε νεανική ψυχή ακούει αυτή τη φωνή μέρα νύχτα και τρέμει˙ γιατί νιώθει αιωνίως σίγουρη την επιτυχία, όταν συλλογίζεται την πραγματική της απελευθέρωση˙ για τούτη την ευτυχία όμως όσο καιρό βρίσκεται στις αλυσίδες των γνωμών και του φόβου, κανείς και με κανένα τρόπο δεν μπορεί να τη βοηθήσει. Και δίχως την απελευθέρωση εκείνη, πόσο απελπισμένη και παράλογη μπορεί να γίνει η ζωή! Δεν υπάρχει πιο βαρετό και αντιπαθητικό πλάσμα από τον άνθρωπο που παραμερίζει το πνεύμα του δεξιά και αριστερά, πίσω και παντού. Σε έναν τέτοιο άνθρωπο δεν πρέπει τελικά να εναντιωνόμαστε, γιατί είναι φλοιός δίχως πυρήνα, ένα σάπιο, ζωγραφιστό, διογκωμένο ένδυμα, ένα καλλωπισμένο φάντασμα το οποίο δεν μπορεί να προκαλέσει φόβο, ούτε ασφαλώς συμπόνια. Και αν δικαίως λέμε πως ο τεμπέλης σκοτώνει το χρόνο, τότε πρέπει να ανησυχούμε σοβαρά, μήπως μια εποχή που στηρίζει την ευτυχία της στις κοινές γνώμες, δηλαδή στις ατομικές νωθρότητες, σκοτωθεί στ’ αλήθεια: εννοώ ότι θα σβηστεί από την ιστορία της πραγματικής απελευθέρωσης της ζωής.
Πόσο μεγάλη πρέπει να είναι η απέχθεια κατοπινών γενεών που θα ασχολούνται με την κληρονομιά εκείνης της εποχής, στην οποία βασίλευαν όχι οι ζωντανοί άνθρωποι αλλά ανθρωποειδή της κοινής γνώμης. Γι’ αυτό τον λόγο, η εποχή μας, για κάποιους μακρινούς απογόνους μπορεί να είναι η πιο σκοτεινή και πιο άγνωστη, καθότι πιο απάνθρωπη, περίοδος της ιστορίας. Διασχίζω τις καινούριες οδούς των πόλεων μας σκέφτομαι πως από όλα τα φριχτά σπίτια, που έχτισε για λογαριασμό της η γενιά της κοινής γνώμης, δε θα υπάρχει τίποτα σε μια εκατονταετία και πως επίσης, τότε, οι γνώμες αυτών των οικοδόμων πιθανώς θα έχουν διαλυθεί. Πόσο γεμάτοι ελπίδα πρέπει απεναντίας να είναι όλοι εκείνοι που δε νιώθουν πολίτες εκείνης της εποχής. Γιατί, αν ήταν κάτι τέτοιο, τότε θα συνεργάζονταν για να σκοτώσουν την εποχή τους και μαζί με την εποχή τους να βουλιάξουν – ενώ αυτοί, μάλλον, θέλουν να χαρίσουν στην εποχή τους ζωή για να εξακολουθήσουν, οι ίδιοι, να ζουν σε αυτή τη ζωή. Αλλά ακόμα κι αν το μέλλον δε μας επιτρέπει να ελπίζουμε τίποτα, η αλλόκοτη ύπαρξή μας ακριβώς σε αυτό το Τώρα μας ενθαρρύνει πειστικότατα να ζήσουμε σύμφωνα με έναν ιδιαίτερο νόμο και μέτρο: είναι αυτό το ανεξήγητο, το ότι ζούμε ακριβώς σήμερα, ενώ είχαμε άπειρο χρόνο για να υπάρξουμε, το ότι δεν κατέχουμε τίποτε άλλο από μια σπιθαμή σήμερα και πρέπει να δείξουμε γιατί και προς τι γεννηθήκαμε τώρα ακριβώς.»
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου