Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (969-1032)

ΕΚ. ταῖς θεαῖσι πρῶτα σύμμαχος γενήσομαι
970 καὶ τήνδε δείξω μὴ λέγουσαν ἔνδικα.
ἐγὼ γὰρ Ἥραν παρθένον τε Παλλάδα
οὐκ ἐς τοσοῦτον ἀμαθίας ἐλθεῖν δοκῶ,
ὥσθ᾽ ἡ μὲν Ἄργος βαρβάροις ἀπημπόλα,
Παλλὰς δ᾽ Ἀθήνας Φρυξὶ δουλεύειν ποτέ,
975 αἳ παιδιαῖσι καὶ χλιδῇ μορφῆς πέρι
ἦλθον πρὸς Ἴδην. τοῦ γὰρ οὕνεκ᾽ ἂν θεὰ
Ἥρα τοσοῦτον ἔσχ᾽ ἔρωτα καλλονῆς;
πότερον ἀμείνον᾽ ὡς λάβῃ Διὸς πόσιν,
ἢ γάμον Ἀθάνα θεῶν τινος θηρωμένη,
980 ἣ παρθένειαν πατρὸς ἐξῃτήσατο
φεύγουσα λέκτρα; μὴ ἀμαθεῖς ποίει θεὰς
τὸ σὸν κακὸν κοσμοῦσα· μὴ ‹οὐ› πείσῃς σοφούς.
Κύπριν δ᾽ ἔλεξας —ταῦτα γὰρ γέλως πολύς—
ἐλθεῖν ἐμῷ ξὺν παιδὶ Μενέλεω δόμους.
985 οὐκ ἂν μένουσ᾽ ἂν ἥσυχός γ᾽ ἐν οὐρανῷ
αὐταῖς Ἀμύκλαις ‹σ᾽› ἤγαγεν πρὸς Ἴλιον;
ἦν οὑμὸς υἱὸς κάλλος ἐκπρεπέστατος,
ὁ σὸς δ᾽ ἰδών νιν νοῦς ἐποιήθη Κύπρις·
τὰ μῶρα γὰρ πάντ᾽ ἐστὶν Ἀφροδίτη βροτοῖς,
990 καὶ τοὔνομ᾽ ὀρθῶς ἀφροσύνης ἄρχει θεᾶς.
ὃν εἰσιδοῦσα βαρβάροις ἐσθήμασι
χρυσῷ τε λαμπρὸν ἐξεμαργώθης φρένας.
ἐν μὲν γὰρ Ἄργει μίκρ᾽ ἔχουσ᾽ ἀνεστρέφου,
Σπάρτης δ᾽ ἀπαλλαχθεῖσα τὴν Φρυγῶν πόλιν
995 χρυσῷ ῥέουσαν ἤλπισας κατακλύσειν
δαπάναισιν· οὐδ᾽ ἦν ἱκανά σοι τὰ Μενέλεω
μέλαθρα ταῖς σαῖς ἐγκαθυβρίζειν τρυφαῖς.
εἶεν· βίᾳ γὰρ παῖδα φῄς ‹σ᾽› ἄγειν ἐμόν·
τίς Σπαρτιατῶν ᾔσθετ᾽; ἢ ποίαν βοὴν
1000 ἀνωλόλυξας, Κάστορος νεανίου
τοῦ συζύγου τ᾽ ἔτ᾽ ὄντος, οὐ κατ᾽ ἄστρα πω;
ἐπεὶ δὲ Τροίαν ἦλθες Ἀργεῖοί τέ σου
κατ᾽ ἴχνος, ἦν δὲ δοριπετὴς ἀγωνία,
εἰ μὲν τὰ τοῦδε κρείσσον᾽ ἀγγέλλοιτό σοι,
1005 Μενέλαον ᾔνεις, παῖς ὅπως λυποῖτ᾽ ἐμὸς
ἔχων ἔρωτος ἀνταγωνιστὴν μέγαν·
εἰ δ᾽ εὐτυχοῖεν Τρῶες, οὐδὲν ἦν ὅδε.
ἐς τὴν τύχην δ᾽ ὁρῶσα τοῦτ᾽ ἤσκεις ὅπως
ἕποι᾽ ἅμ᾽ αὐτῇ, τῇ ἀρετῇ δ᾽ οὐκ ἤθελες.
1010 κἄπειτα πλεκταῖς σῶμα σὸν κλέπτειν λέγεις
πύργων καθιεῖσ᾽, ὡς μένουσ᾽ ἀκουσίως.
ποῦ δῆτ᾽ ἐλήφθης ἢ βρόχους ἀρτωμένη
ἢ φάσγανον θήγουσ᾽, ἃ γενναία γυνὴ
δράσειεν ἂν ποθοῦσα τὸν πάρος πόσιν;
1015 καίτοι γ᾽ ἐνουθέτουν σε πολλὰ πολλάκις·
«Ὦ θύγατερ, ἔξελθ᾽· οἱ δ᾽ ἐμοὶ παῖδες γάμους
ἄλλους γαμοῦσι, σὲ δ᾽ ἐπὶ ναῦς Ἀχαιικὰς
πέμψω συνεκκλέψασα· καὶ παῦσον μάχης
Ἕλληνας ἡμᾶς τ᾽». ἀλλὰ σοὶ τόδ᾽ ἦν πικρόν.
1020 ἐν τοῖς Ἀλεξάνδρου γὰρ ὕβριζες δόμοις
καὶ προσκυνεῖσθαι βαρβάρων ὕπ᾽ ἤθελες·
μεγάλα γὰρ ἦν σοι. κἀπὶ τοῖσδε σὸν δέμας
ἐξῆλθες ἀσκήσασα κἄβλεψας πόσει
τὸν αὐτὸν αἰθέρ᾽, ὦ κατάπτυστον κάρα·
1025 ἣν χρῆν ταπεινὴν ἐν πέπλων ἐρειπίοις
φρίκῃ τρέμουσαν, κρᾶτ᾽ ἀπεσκυθισμένην
ἐλθεῖν, τὸ σῶφρον τῆς ἀναιδείας πλέον
ἔχουσαν ἐπὶ τοῖς πρόσθεν ἡμαρτημένοις.
Μενέλα᾽, ἵν᾽ εἰδῇς οἷ τελευτήσω λόγον,
1030 στεφάνωσον Ἑλλάδ᾽ ἀξίως τήνδε κτανὼν
σαυτοῦ, νόμον δὲ τόνδε ταῖς ἄλλαισι θὲς
γυναιξί, θνῄσκειν ἥτις ἂν προδῷ πόσιν.

***
ΕΚΑ. Τις θεές θα υπερασπίσω πρώτα πρώτα,
970 θα δείξω πως αυτή δεν έχει δίκιο.
Δεν πιστεύω ποτέ πως τόσο ανόητες
κατάντησαν και η Ήρα κι η Παλλάδα,
που να πουλούν τις χώρες τους σε ξένους,
τ᾽ Άργος η μια και η άλλη την Αθήνα·
στην Ίδη αν πήγαν, σε ομορφιάς αγώνα,
έτσι για γούστο πήγαν, για παιχνίδι.
Τί λόγο θα ᾽χε η Ήρα νά βγει πρώτη;
άντρα να πάρει ανώτερο απ᾽ το Δία;
Και η Αθηνά; κανένα θεό ποθούσε,
980 αυτή, που απ᾽ τον πατέρα της για χάρη
την παρθενιά την αιώνια ειχε ζητήσει;
Α, μη ζητάς ανόητες ν᾽ αποδείξεις
τις θεές, για να σκεπάσεις τις ντροπές σου·
κανείς που να ᾽χει νου δε σε πιστεύει.
Η Κύπρη —εδώ ᾽ναι για να σκας στα γέλια—
συνόδεψε το γιο μου, λες, στη Σπάρτη.
Μα δεν μπορούσε κείθε που καθόταν,
από τον ουρανό, να σε τραβήξει
στην Τροία μαζί με τις Αμύκλες όλες;
Ο γιος μου ήταν ωραίος και, σαν τον είδες,
έγινε ο νους σου Κύπρη· όλες τις τρέλες
τις ονομάζουν οι άνθρωποι Αφροδίτη·
990 Αφροδίτη – αφροσύνη· δες πώς μοιάζουν!
Στ᾽ ασιατικά στολίδια, στα χρυσάφια
μπρος σου έλαμψε, κι ο νους σου πήρε αέρα.
Μικρή και φτωχικιά σού ᾽πεφτε η Σπάρτη
και θάρρεψες πως θα ᾽πλεες στο χρυσάφι,
όταν θα ᾽ρχόσουν στων Φρυγών την πόλη·
το σπίτι του Μενέλαου δεν αρκούσε
στα μεγαλεία σου και στην ξιπασιά σου.
Ας είναι· το παιδί μου λες σε πήρε
με το στανιό· μα φώναξες καθόλου;
Ποιός σε άκουσε στη Σπάρτη μέσα; Κι όμως
ήταν στον τόπο και τα δυο σου αδέρφια,
1000 κι ο Κάστορας —και τί λεβέντης!— κι ο άλλος·
δεν είχαν ανεβεί στ᾽ αστέρια ακόμα.
Κι όταν στην Τροία σ᾽ ακλούθησαν οι Αργείοι
και δούλευε του φόνου το κοντάρι,
αν έφτανε μαντάτο πως νικούσε
ο πρώτος σου άντρας, του άρχιζες τους ύμνους,
για να σκάει το παιδί μου ακούγοντας δόξες
του αντεραστή του· κι όταν οι Τρωαδίτες
πετύχαιναν, γι᾽ αυτόν δεν έλεες λέξη.
Το φύσημα της τύχης κοίταες μόνο
και γι᾽ αρετή δε σ᾽ έμελε καθόλου.
Κι έπειτα λες πως πάσκιζες να φύγεις
1010 με τα σκοινιά γλιστρώντας απ᾽ τους πύργους,
με το στανιό σαν να ᾽μενες στην Τροία.
Ποιός σ᾽ έπιασε ποτέ θηλιά να δένεις
ή ν᾽ ακονάς μαχαίρι, σα γυναίκα
πιστή, που λαχταράει τον πρώτον άντρα;
Κι όμως εγώ συχνά σ᾽ ορμήνευα έτσι:
«Κόρη μου, φύγε· τα παιδιά μου βρίσκουν
κι άλλες γυναίκες· σύρε στων Αργείων
τα πλοία· σε βοηθάω εγώ· σταμάτα
τον πόλεμο των Τρώων και των Ελλήνων.»
Μα εσένα αυτό δε σ᾽ άρεσε καθόλου·
ήθελες προσκυνήματα βαρβάρων
1020 και μεγαλεία στου Πάρη τα παλάτια.
Και τώρα μας στολίστηκες και βγήκες
κάτω απ᾽ τον ίδιον ουρανό που βλέπει
—α σιχαμένη— κι ο άντρας σου· που νά ᾽ρθεις
θα ᾽πρεπε ταπεινή, τρεμουλιασμένη,
μες στα κουρέλια, με μαλλιά κομμένα,
όχι μ᾽ αδιαντροπιά, με σωφροσύνη
για τα παλιά σου κρίματα. ―Μενέλαε,
άκουσε τώρα πού θα καταλήξω·
1030 δόξασε την Ελλάδα, σκότωσέ την
αυτήν εδώ, ως αξίζει στην τιμή σου,
και βάλε νόμο για όλες τις γυναίκες:
όποια απατά τον άντρα της, πεθαίνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου