Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (1060-1117)

ΧΟ. οὕτω δὴ τὸν ἐν Ἰλίῳ [στρ. α]
ναὸν καὶ θυόεντα βω-
μὸν προύδωκας Ἀχαιοῖς,
ὦ Ζεῦ, καὶ πελάνων φλόγα
σμύρνης αἰθερίας τε κα-
1065 πνὸν καὶ Πέργαμον ἱρὰν
Ἰδαῖά τ᾽ Ἰδαῖα κισσοφόρα νάπη
χιόνι κατάρυτα ποταμίᾳ
τέρμονά τε πρωτόβολον ἁλίῳ
1070 τὰν καταλαμπομέναν ζαθέαν θεράπναν.

φροῦδαί σοι θυσίαι χορῶν τ᾽ [αντ. α]
εὔφημοι κέλαδοι κατ᾽ ὄρ-
φναν τε παννυχίδες θεῶν,
χρυσέων τε ξοάνων τύποι
1075 Φρυγῶν τε ζάθεοι σελᾶ-
ναι συνδώδεκα πλήθει.
μέλει μέλει μοι τάδ᾽ εἰ φρονεῖς, ἄναξ,
οὐράνιον ἕδρανον ἐπιβεβώς,
αἰθέρα τ᾽ ἐ‹μᾶς› πόλεος ὀλομένας,
1080 ἃν πυρὸς αἰθομένα κατέλυσεν ὁρμά.

ὦ φίλος, ὦ πόσι μοι, [στρ. β]
σὺ μὲν φθίμενος ἀλαίνεις
1085 ἄθαπτος ἄνυδρος, ἐμὲ δὲ πόντιον σκάφος
ἀίσσον πτεροῖσι πορεύσει
ἱππόβοτον Ἄργος, ἵνα τείχεα
λάϊνα Κυκλώπι᾽ οὐράνια νέμονται.
τέκνων δὲ πλῆθος ἐν πύλαις
1090 δάκρυσι κατάορα στένει·
βοᾷ κόρα·
«Μᾶτερ, ὤμοι, μόναν δή μ᾽ Ἀχαιοὶ κομί-
ζουσι σέθεν ἀπ᾽ ὀμμάτων
κυανέαν ἐπὶ ναῦν
1095 εἰναλίαισι πλάταις
ἢ Σαλαμῖν᾽ ἱερὰν
ἢ δίπορον κορυφὰν
Ἴσθμιον, ἔνθα πύλας
Πέλοπος ἔχουσιν ἕδραι.»

1100 εἴθ᾽ ἀκάτου Μενέλα [αντ. β]
μέσον πέλαγος ἰούσας,
δίπαλτον ἱερὸν ἀνὰ μέσον πλάταν πέσοι
Αἰγαίου κεραυνοφαὲς πῦρ,
1105 Ἰλιόθεν ὅτε με πολυδάκρυ‹ο›ν
Ἑλλάδι λάτρευμα γᾶθεν ἐξορίζει,
χρύσεα δ᾽ ἔνοπτρα, παρθένων
χάριτας, ἔχουσα τυγχάνει
Διὸς κόρα·
1110 μηδὲ γαῖάν ποτ᾽ ἔλθοι Λάκαιναν πατρῷ-
όν τε θάλαμον ἑστίας,
μηδὲ πόλιν Πιτάνας
Χαλκόπυλόν τε θεᾶς,
δύσγαμον αἶσχος ἑλὼν
1115 Ἑλλάδι τᾷ μεγάλᾳ
καὶ Σιμοεντιάσιν
μέλεα πάθεα ῥοαῖσιν.

***
1060 ΧΟΡ. Όλα εσύ λοιπόν τα παραδίνεις τώρα,
Δία, στους Αχαιούς: ναό στο Ίλιο μέσα,
φλόγες προσφορών, βωμό ευωδιές γεμάτο,
αιθερόλαμνα των θυμιαμάτων νέφη,
και την Πέργαμο την άγια, και της Ίδης
τα κισσοΐσκιωτα φαράγγια, δροσισμένα
απ᾽ τα γάργαρα νερά των ποταμιών της,
ως και την κορφή που πρώτη βλέπει ο ήλιος
1070 κι είναι των θεών φωτόλουστο λημέρι.

Παν για σένα πια, παν οι θυσίες κι οι ύμνοι,
κι οι λατρευτικές θεών ολονυχτίες,
και τ᾽ αγάλματα τα χρυσοστολισμένα
και τα φρυγικά φεγγαρωτά φοινίκια,
πάντα δώδεκα σε κάθε προσφορά μας.
Δία, πὄχεις ψηλά στον ουρανό το θρόνο,
άραγε όλ᾽ αυτά να σου ᾽ρχονται στη σκέψη,
τώρα που η φωτιά την Τροία μας περιζώνει
1080 και σωριάζεται και χάνεται στις φλόγες;

Άντρα μου καλέ κι αγαπημένε αφέντη,
άλουστο έμεινε κι άθαφτο το κορμί σου
κι έτσι εδώ κι εκεί η ψυχή σου τριγυρνάει·
θαλασσόδρομο γοργόφτερο καράβι
θα με πάρει εμέ στ᾽ αλογοβόσκητο Άργος,
πὄχει πέτρινα, ψηλά κυκλώπεια τείχη.
Στις καστρόπορτες, στα δάκρυα βουτηγμένα,
1090 τα παιδιά βογγούν και τέτοια ακούς φωνούλα:
«Μοναχή μακριά με παίρνουν από σένα,
μάνα, οι Αχαιοί στο μαύρο τους καράβι
και με τα κουπιά που σκίζουνε το κύμα
θα με φέρουνε στη Σαλαμίνα ή πέρα
στο βουνό του Ισθμού που δυο τον ζώνουν κόρφοι
κι είν᾽ εκεί η μπασιά στου Πέλοπα τη χώρα.»

1100 Να ᾽κανε ο θεός, σα θα περνά το Αιγαίο
του Μενέλαου το πλοίο, κι εμένα σκλάβα
πολυδάκρυτη μακριά θα μ᾽ εξορίζει
απ᾽ τον τόπο μου, την ώρα εκείνη, θεέ μου,
που με το χρυσό καθρέφτη της θα παίζει
—κοριτσιών χαρά— του Δία η θυγατέρα,
διπλοτίναχτο να πέσει αστροπελέκι
μεσοπέλαγα στο πλοίο και να το κάψει.
1110 Και ποτέ του αυτός να μη σώσει και φτάσει
στη λακωνική πατρίδα, στην Πιτάνη,
και στου πατρικού σπιτιού του το κατώφλι,
και στο ναό της θεάς με τις χάλκινες πύλες,
πίσω αφού γυρνά με μια γυναίκα που ήταν
του Άργους η ντροπή κι η συμφορά της Τροίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου