Ἀμήχανόν τι, ἔφη, λέγεις μέγεθος, εἰ τῶν εἰρημένων μείζω ἐστὶν ἄλλα.
Τί δ᾽ ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔν γε ὀλίγῳ χρόνῳ μέγα γένοιτο; πᾶς γὰρ οὗτός γε ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος πρὸς πάντα ὀλίγος πού τις ἂν εἴη.
Οὐδὲν μὲν οὖν, ἔφη.
Τί οὖν; οἴει ἀθανάτῳ πράγματι ὑπὲρ τοσούτου δεῖν [608d] χρόνου ἐσπουδακέναι, ἀλλ᾽ οὐχ ὑπὲρ τοῦ παντός;
Οἶμαι ἔγωγ᾽, ἔφη· ἀλλὰ τί τοῦτο λέγεις;
Οὐκ ᾔσθησαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται;
Καὶ ὃς ἐμβλέψας μοι καὶ θαυμάσας εἶπε· Μὰ Δί᾽, οὐκ ἔγωγε· σὺ δὲ τοῦτ᾽ ἔχεις λέγειν;
Εἰ μὴ ἀδικῶ γ᾽, ἔφην. οἶμαι δὲ καὶ σύ· οὐδὲν γὰρ χαλεπόν.
Ἔμοιγ᾽, ἔφη· σοῦ δ᾽ ἂν ἡδέως ἀκούσαιμι τὸ οὐ χαλεπὸν τοῦτο.
Ἀκούοις ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Λέγε μόνον, ἔφη.
Ἀγαθόν τι, εἶπον, καὶ κακὸν καλεῖς;
Ἔγωγε.
[608e] Ἆρ᾽ οὖν ὥσπερ ἐγὼ περὶ αὐτῶν διανοῇ;
Τὸ ποῖον;
Τὸ μὲν ἀπολλύον καὶ διαφθεῖρον πᾶν τὸ κακὸν εἶναι, τὸ δὲ σῷζον καὶ ὠφελοῦν τὸ ἀγαθόν.
Ἔγωγ᾽, ἔφη.
Τί δέ; κακὸν ἑκάστῳ τι καὶ ἀγαθὸν λέγεις; οἷον ὀφθαλμοῖς [609a] ὀφθαλμίαν καὶ σύμπαντι τῷ σώματι νόσον, σίτῳ τε ἐρυσίβην, σηπεδόνα τε ξύλοις, χαλκῷ δὲ καὶ σιδήρῳ ἰόν, καί, ὅπερ λέγω, σχεδὸν πᾶσι σύμφυτον ἑκάστῳ κακόν τε καὶ νόσημα;
Ἔγωγ᾽, ἔφη.
Οὐκοῦν ὅταν τῴ τι τούτων προσγένηται, πονηρόν τε ποιεῖ ᾧ προσεγένετο, καὶ τελευτῶν ὅλον διέλυσεν καὶ ἀπώλεσεν;
Πῶς γὰρ οὔ;
Τὸ σύμφυτον ἄρα κακὸν ἑκάστου καὶ ἡ πονηρία ἕκαστον ἀπόλλυσιν, ἢ εἰ μὴ τοῦτο ἀπολεῖ, οὐκ ἂν ἄλλο γε αὐτὸ ἔτι [609b] διαφθείρειεν. οὐ γὰρ τό γε ἀγαθὸν μή ποτέ τι ἀπολέσῃ, οὐδὲ αὖ τὸ μήτε κακὸν μήτε ἀγαθόν.
Πῶς γὰρ ἄν; ἔφη.
Ἐὰν ἄρα τι εὑρίσκωμεν τῶν ὄντων, ᾧ ἔστι μὲν κακὸν ὃ ποιεῖ αὐτὸ μοχθηρόν, τοῦτο μέντοι οὐχ οἷόν τε αὐτὸ λύειν ἀπολλύον, οὐκ ἤδη εἰσόμεθα ὅτι τοῦ πεφυκότος οὕτως ὄλεθρος οὐκ ἦν;
Οὕτως, ἔφη, εἰκός.
Τί οὖν; ἦν δ᾽ ἐγώ· ψυχῇ ἆρ᾽ οὐκ ἔστιν ὃ ποιεῖ αὐτὴν αὐτὴν κακήν;
Καὶ μάλα, ἔφη· ἃ νυνδὴ διῇμεν πάντα, ἀδικία τε καὶ [609c] ἀκολασία καὶ δειλία καὶ ἀμαθία.
Ἦ οὖν τι τούτων αὐτὴν διαλύει τε καὶ ἀπόλλυσι; καὶ ἐννόει μὴ ἐξαπατηθῶμεν οἰηθέντες τὸν ἄδικον ἄνθρωπον καὶ ἀνόητον, ὅταν ληφθῇ ἀδικῶν, τότε ἀπολωλέναι ὑπὸ τῆς ἀδικίας, πονηρίας οὔσης ψυχῆς. ἀλλ᾽ ὧδε ποίει· ὥσπερ σῶμα ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα τήκει καὶ διόλλυσι καὶ ἄγει εἰς τὸ μηδὲ σῶμα εἶναι, καὶ ἃ νυνδὴ ἐλέγομεν [609d] ἅπαντα ὑπὸ τῆς οἰκείας κακίας, τῷ προσκαθῆσθαι καὶ ἐνεῖναι διαφθειρούσης, εἰς τὸ μὴ εἶναι ἀφικνεῖται — οὐχ οὕτω;
Ναί.
Ἴθι δή, καὶ ψυχὴν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον σκόπει. ἆρα ἐνοῦσα ἐν αὐτῇ ἀδικία καὶ ἡ ἄλλη κακία τῷ ἐνεῖναι καὶ προσκαθῆσθαι φθείρει αὐτὴν καὶ μαραίνει, ἕως ἂν εἰς θάνατον ἀγαγοῦσα τοῦ σώματος χωρίσῃ;
Οὐδαμῶς, ἔφη, τοῦτό γε.
Ἀλλὰ μέντοι ἐκεῖνό γε ἄλογον, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὴν μὲν ἄλλου πονηρίαν ἀπολλύναι τι, τὴν δὲ αὑτοῦ μή.
Ἄλογον.
Τί δ᾽ ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔν γε ὀλίγῳ χρόνῳ μέγα γένοιτο; πᾶς γὰρ οὗτός γε ὁ ἐκ παιδὸς μέχρι πρεσβύτου χρόνος πρὸς πάντα ὀλίγος πού τις ἂν εἴη.
Οὐδὲν μὲν οὖν, ἔφη.
Τί οὖν; οἴει ἀθανάτῳ πράγματι ὑπὲρ τοσούτου δεῖν [608d] χρόνου ἐσπουδακέναι, ἀλλ᾽ οὐχ ὑπὲρ τοῦ παντός;
Οἶμαι ἔγωγ᾽, ἔφη· ἀλλὰ τί τοῦτο λέγεις;
Οὐκ ᾔσθησαι, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅτι ἀθάνατος ἡμῶν ἡ ψυχὴ καὶ οὐδέποτε ἀπόλλυται;
Καὶ ὃς ἐμβλέψας μοι καὶ θαυμάσας εἶπε· Μὰ Δί᾽, οὐκ ἔγωγε· σὺ δὲ τοῦτ᾽ ἔχεις λέγειν;
Εἰ μὴ ἀδικῶ γ᾽, ἔφην. οἶμαι δὲ καὶ σύ· οὐδὲν γὰρ χαλεπόν.
Ἔμοιγ᾽, ἔφη· σοῦ δ᾽ ἂν ἡδέως ἀκούσαιμι τὸ οὐ χαλεπὸν τοῦτο.
Ἀκούοις ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ.
Λέγε μόνον, ἔφη.
Ἀγαθόν τι, εἶπον, καὶ κακὸν καλεῖς;
Ἔγωγε.
[608e] Ἆρ᾽ οὖν ὥσπερ ἐγὼ περὶ αὐτῶν διανοῇ;
Τὸ ποῖον;
Τὸ μὲν ἀπολλύον καὶ διαφθεῖρον πᾶν τὸ κακὸν εἶναι, τὸ δὲ σῷζον καὶ ὠφελοῦν τὸ ἀγαθόν.
Ἔγωγ᾽, ἔφη.
Τί δέ; κακὸν ἑκάστῳ τι καὶ ἀγαθὸν λέγεις; οἷον ὀφθαλμοῖς [609a] ὀφθαλμίαν καὶ σύμπαντι τῷ σώματι νόσον, σίτῳ τε ἐρυσίβην, σηπεδόνα τε ξύλοις, χαλκῷ δὲ καὶ σιδήρῳ ἰόν, καί, ὅπερ λέγω, σχεδὸν πᾶσι σύμφυτον ἑκάστῳ κακόν τε καὶ νόσημα;
Ἔγωγ᾽, ἔφη.
Οὐκοῦν ὅταν τῴ τι τούτων προσγένηται, πονηρόν τε ποιεῖ ᾧ προσεγένετο, καὶ τελευτῶν ὅλον διέλυσεν καὶ ἀπώλεσεν;
Πῶς γὰρ οὔ;
Τὸ σύμφυτον ἄρα κακὸν ἑκάστου καὶ ἡ πονηρία ἕκαστον ἀπόλλυσιν, ἢ εἰ μὴ τοῦτο ἀπολεῖ, οὐκ ἂν ἄλλο γε αὐτὸ ἔτι [609b] διαφθείρειεν. οὐ γὰρ τό γε ἀγαθὸν μή ποτέ τι ἀπολέσῃ, οὐδὲ αὖ τὸ μήτε κακὸν μήτε ἀγαθόν.
Πῶς γὰρ ἄν; ἔφη.
Ἐὰν ἄρα τι εὑρίσκωμεν τῶν ὄντων, ᾧ ἔστι μὲν κακὸν ὃ ποιεῖ αὐτὸ μοχθηρόν, τοῦτο μέντοι οὐχ οἷόν τε αὐτὸ λύειν ἀπολλύον, οὐκ ἤδη εἰσόμεθα ὅτι τοῦ πεφυκότος οὕτως ὄλεθρος οὐκ ἦν;
Οὕτως, ἔφη, εἰκός.
Τί οὖν; ἦν δ᾽ ἐγώ· ψυχῇ ἆρ᾽ οὐκ ἔστιν ὃ ποιεῖ αὐτὴν αὐτὴν κακήν;
Καὶ μάλα, ἔφη· ἃ νυνδὴ διῇμεν πάντα, ἀδικία τε καὶ [609c] ἀκολασία καὶ δειλία καὶ ἀμαθία.
Ἦ οὖν τι τούτων αὐτὴν διαλύει τε καὶ ἀπόλλυσι; καὶ ἐννόει μὴ ἐξαπατηθῶμεν οἰηθέντες τὸν ἄδικον ἄνθρωπον καὶ ἀνόητον, ὅταν ληφθῇ ἀδικῶν, τότε ἀπολωλέναι ὑπὸ τῆς ἀδικίας, πονηρίας οὔσης ψυχῆς. ἀλλ᾽ ὧδε ποίει· ὥσπερ σῶμα ἡ σώματος πονηρία νόσος οὖσα τήκει καὶ διόλλυσι καὶ ἄγει εἰς τὸ μηδὲ σῶμα εἶναι, καὶ ἃ νυνδὴ ἐλέγομεν [609d] ἅπαντα ὑπὸ τῆς οἰκείας κακίας, τῷ προσκαθῆσθαι καὶ ἐνεῖναι διαφθειρούσης, εἰς τὸ μὴ εἶναι ἀφικνεῖται — οὐχ οὕτω;
Ναί.
Ἴθι δή, καὶ ψυχὴν κατὰ τὸν αὐτὸν τρόπον σκόπει. ἆρα ἐνοῦσα ἐν αὐτῇ ἀδικία καὶ ἡ ἄλλη κακία τῷ ἐνεῖναι καὶ προσκαθῆσθαι φθείρει αὐτὴν καὶ μαραίνει, ἕως ἂν εἰς θάνατον ἀγαγοῦσα τοῦ σώματος χωρίσῃ;
Οὐδαμῶς, ἔφη, τοῦτό γε.
Ἀλλὰ μέντοι ἐκεῖνό γε ἄλογον, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὴν μὲν ἄλλου πονηρίαν ἀπολλύναι τι, τὴν δὲ αὑτοῦ μή.
Ἄλογον.
***
Η αθανασία της ψυχής[608c] Και όμως δεν μιλήσαμε ακόμα για τις πάρα πολύ μεγάλες ανταμοιβές και τα έπαθλα που ορίζονται για την αρετή.
Πρέπει να ᾽ναι απίθανα μεγάλες, αν υπάρχουν άλλες μεγαλύτερες απ᾽ όσες αναφέραμε ήδη.
Και πώς μπορεί να είναι μεγάλο ένα πράγμα που βαστάει λίγο χρονικό διάστημα; γιατί πραγματικά όλος αυτός ο χρόνος από την παιδική έως τη γεροντική ηλικία είναι ελάχιστος άμα συγκριθεί με την αιωνιότητα.
Βέβαια τίποτε δεν είναι.
Τί λοιπόν; νομίζεις ότι ένα αθάνατο πράγμα πρέπει ν᾽ αποβλέπει και να ενδιαφέρεται για τόσο σύντομο [608d] διάστημα και όχι για το σύνολο του χρόνου;
Δεν το νομίζω εγώ· αλλά γιατί το λες αυτό;
Δεν έχεις αντιληφθεί ότι η ψυχή μας είναι αθάνατη και ποτέ δεν χάνεται;
Στους λόγους τούτους ο Γλαύκων με κοίταξε μ᾽ έκπληξη και είπε: Όχι, μά την αλήθεια· μήπως εσύ μπορείς να μου το αποδείξεις;
Και βέβαια, εάν τουλάχιστο δεν έχω άδικο· αλλά νομίζω ότι και συ ο ίδιος μπορείς να το κάμεις· γιατί δεν είναι καθόλου δύσκολο.
Για μένα είναι· και θα μου έκανες μεγάλη ευχαρίστηση να μου αποδείξεις αυτό το όχι δύσκολο.
Άκουε λοιπόν.
Λέγε.
Παραδέχεσαι ότι υπάρχει καλό και κακό;
Μάλιστα.
[608e] Και άραγε τα συλλογίζεσαι αυτά όπως εγώ;
Πώς;
Ότι κακό είναι καθετί που φέρνει φθορά και αφανισμό, και καλό καθετί που σώζει και ωφελεί;
Μάλιστα.
Παραδέχεσαι ακόμα ότι κάθε πράγμα έχει το καλό του και το κακό του; παραδείγματος χάρη τα μάτια έχουν [609a] την οφθαλμία και γενικά το σώμα τις αρρώστιες, το σιτάρι την ερισύβη, τα ξύλα τη σήψη, ο χαλκός και το σίδερο τη σκουριά, και μ᾽ έναν λόγο τίποτα σχεδόν δεν υπάρχει που να μην έχει ένα σύμφυτο κακό και νόσημα;
Έτσι είναι.
Όταν λοιπόν αυτό το κακό προσβάλει ένα πράγμα, δεν το βλάπτει και στο τέλος το διαλύει και το καταστρέφει εντελώς;
Πώς όχι;
Ώστε αυτό το σύμφυτο σε κάθε πράγμα κακό και νόσημα είναι που το καταστρέφει, και, αν αυτό δεν το καταστρέψει, δεν υπάρχει τίποτ᾽ άλλο [609b] που να φέρει την καταστροφή του. Γιατί βέβαια το καλό δεν είναι ποτέ δυνατόν να προξενήσει τούτο το αποτέλεσμα ούτε πάλι εκείνο που μήτε καλό είναι μήτε κακό.
Πώς θα μπορούσε;
Εάν λοιπόν βρούμε ένα πράγμα που να ᾽χει βέβαια το ιδιαίτερό του νόσημα, που το κάνει χειρότερο απ᾽ ό,τι είναι, δεν μπορεί όμως και να το διαλύσει με ολοκληρωτική καταστροφή, δεν πρέπει τότε να συμπεράνομε ότι για το πράγμα που έχει αυτή τη φύση δεν υπάρχει καταστροφή;
Εύλογο είναι τούτο.
Ε λοιπόν· δεν υπάρχει κάτι που κάνει την ψυχή κακή;
Και βέβαια υπάρχει· είναι όλα εκείνα που τ᾽ αναφέραμε ήδη: η αδικία και [609c] η ακολασία και η δειλία και η αμάθεια.
Μήπως τάχα κανέν᾽ απ᾽ αυτά διαλύει και καταστρέφει την ψυχή; Πρόσεχε όμως μήπως γελαστούμε και νομίσομε ότι, όταν ο άδικος και ανόητος άνθρωπος συλληφθεί και καταδικασθεί για την αδικία που έκαμε, η απώλειά του είναι αποτέλεσμα της αδικίας που είναι νόσημα της ψυχής. Αλλά νά πώς πρέπει να θεωρήσεις το πράγμα· όπως η αρρώστια, που είναι το ιδιαίτερο κακό του σώματος, λιώνει το σώμα και το καταστρέφει και το κάνει να μην είναι πια σώμα, έτσι και όλα τ᾽ άλλα πράγματα που ονομάσαμε πριν, [609d] όταν προσκολληθεί και μπει μέσα τους το ιδιαίτερο νόσημά τους, καταστρέφονται και καταντούν να μην είναι πλέον ό,τι ήσαν — δεν είν᾽ έτσι;
Ναι.
Έλα τώρα να εξετάσομε με τον ίδιο τρόπο και την ψυχή. Άραγε όταν η αδικία και η άλλη κακία μπουν μέσα στην ψυχή και προσκολληθούν απάνω της, τη φθείρουν και τη μαραίνουν έως ότου οδηγώντας την στον θάνατο τη χωρίσουν από το σώμα;
Όχι, με κανέναν τρόπο.
Από το άλλο μέρος όμως θα ήταν παράλογο να ειπούμε ότι ένα πράγμα καταστρέφεται από το νόσημα ενός άλλου αλλ᾽ όχι από το δικό του.
Βέβαια παράλογο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου