Οι επαναλαμβανόμενα αποτυχημένες σχέσεις είναι το αποτέλεσμα ενός πρωτογενούς παιδικού τραύματος: της ανικανοποίητης ανάγκης του παιδιού να νιώσει ότι αγαπιέται ανιδιοτελώς, ότι αγαπιέται μόνο για την ίδια του την ύπαρξη αυτού καθεαυτόν. Αποτελούν δε, εξαναγκασμό προς επανάληψη ως ότου διδάξουν στον εμπλεκόμενο τα μαθήματα που χρειάζεται να διδαχτεί μέχρι να ετοιμαστεί για μια μεγάλη εσωτερική αλλαγή: Την αγάπη του εαυτού.
Τα παιδιά που δεν αγαπιούνται ή που αγαπιούνται με λάθος τρόπο λαμβάνοντας διπλά- αμφίθυμα συναισθήματα, μεγαλώνουν με την πεποίθηση ότι φταίνε για κάτι. Φταίνε εκείνα που δεν αγαπιούνται, δεν αξίζουν την αγάπη, νιώθουν μπερδεμένα, αναπτύσσουν έντονα συναισθήματα ανικανοποίησης, ματαίωσης, απογοήτευσης και ζουν με το αίσθημα ότι δεν είναι αρκετά (not enough).
Ως ενήλικοι, μαθημένοι πλέον στις απογοητεύσεις της ζωής, αδυνατούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν και δέχονται αυτό το μοτίβο ως μοίρα. Μια μοίρα που επαναλαμβάνεται και αιμορραγεί τις ίδιες πληγές ξανά και ξανά… Απογοητευμένοι και κουρασμένοι από αυτό το συναισθηματικό δράμα, είτε καταλήγουν ψυχροί και απόμακροι από συναισθηματικές δεσμεύσεις, είτε προσπαθούν να συσχετιστούν κάνοντας υπέρμετρες υποχωρήσεις, εμφανίζοντας το σύνδρομο του καλού παιδιού ή της προσκόλλησης, μέχρι να καταλήξουν πάλι στο τέλμα με την πεποίθηση πως «εμένα, κανείς δε με αγαπά»…
Το σύνδρομο της προσκόλλησης αναπτύσσεται από το φόβο της απώλειας του αντικειμένου του έρωτα, δηλαδή του συντρόφου. Το «θύμα» προσκολλάται στον άλλον και από φόβο μην τον χάσει, χάνει την ταυτότητα του, τα θέλω του και την αυτονομία του και γίνεται ένα κουταβάκι έτοιμο να υπηρετήσει κάθε επιθυμία του συντρόφου του. Αρχίζει έτσι σταδιακά, η ψυχολογική του κατάσταση να εξαρτάται από τον σύντροφο του, όπως ως παιδί εξαρτιόνταν από τη μητέρα του. Αρκετές φορές δε, αυτός ο φόβος της απώλειας μεταμφιέζεται σε ζήλεια.
Οι άνθρωποι που στο παρελθόν υπέφεραν από έλλειψη στοργής δεν αντιλαμβάνονται τη δυσαναλογία που υπάρχει ανάμεσα στις προσδοκίες τους και στη συμπεριφορά του συντρόφου.
Το σύνδρομο της προσκόλλησης ξεπερνιέται καθώς διανύουμε τον δρόμο της αυτοπραγμάτωσης. Είναι σημαντικό να μπορεί κανείς να υπάρχει αυτόνομα. Δύσκολα μπορεί να ξεπεράσει κάποιος τις φθορές στην ικανότητα να αγαπάει. Συνήθως χρειάζεται ψυχοθεραπεία, ώστε ο θεραπευτής να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τα συμπλέγματα και να αγαπήσει πρώτα ο ίδιος τον εαυτό του.
Όμως επειδή στη ζωή τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, με σκληρή προσπάθεια και ειλικρινή ενδοσκόπηση, βάζοντας όρια πρώτα στις σκέψεις και έπειτα στα αρνητικά συναισθήματα δύναται να το ξεπεράσει κάποιος και μόνος του.
Τούτη η ανάπτυξη δεν είναι απαραίτητο να επέλθει μέσα από την μοναξιά. Ένας υποστηρικτικός και με αγνά συναισθήματα, σύντροφος μπορεί να συνδράμει σε αυτή την αλλαγή. O ψυχίατρος M. Scott Peck, αναφέρει πως ο έρωτας είναι το μέσο με το οποίο επεκτείνετε ο εαυτός μας με σκοπό την πνευματική ανάπτυξη είτε τη δική μας, είτε του άλλου, είτε και των δυο αμφίδρομα. Ενώ, η Ρ. Σιμόνε, προσθέτει πως το καλύτερο θα ήταν να ξεχάσουμε τον ενστικτώδη έρωτα, τον ρομαντικό, τον έρωτα-κατοχή, και να μάθουμε πως ο έρωτας είναι «πρόθεση και δράση», φροντίδα, στοργή, αναγνώριση, σεβασμός, εμπιστοσύνη, και προπάντων έντιμη και ανοιχτή επικοινωνία.
Το κλειδί στη θεραπεία είναι να μάθουμε να απομακρυνόμαστε από τον άλλο και να ζούμε την απομάκρυνση ως δυνατότητα ανάπτυξης, δημιουργικά και όχι ως κίνδυνο εγκατάλειψης. Το πρώτο βήμα συνίσταται στο να επενδύουμε σε άλλα πεδία και όχι στο αντικείμενο του έρωτα. Αναγνωρίζοντας ότι το καθετί μπορεί να χαθεί, ακόμη και ο έρωτας, οφείλουμε να είμαστε πιο υπεύθυνοι και να επενδύουμε σε κομμάτια του εαυτού μας που θα μας αναβαθμίσουν ψυχικά. Είναι χρήσιμο να αποδεχτούμε τα αδύναμα μας σημεία και να δουλέψουμε πάνω σε αυτά ώστε να μειώσουμε το αίσθημα της ανικανότητας. Χρειάζεται επίσης να αναγνωρίσουμε τα δυνατά μας στοιχεία και να τα καλλιεργήσουμε διότι αυτά είναι το μέσο με το οποίο θα βελτιωθεί η αυτοπεποίθηση μας.
Μια καλή τακτική είναι να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με χιούμορ, καθότι μετριάζει τον καταστροφισμό και αποδίδει στα γεγονότα μια άλλη διάσταση. Ναι μεν, τα πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομα τους, αλλά κάθε ένα μπορεί να έχει και μία άλλη οπτική, πιο κωμική ή σουρεαλιστική. Αντί λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα σαν να είναι το «παν» μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε σαν το «τίποτα». Να εντάξουμε στην ζωή μας το «ε, και;».
Τέλος, πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως τίποτα δεν μας ανήκει παρά μόνο ο εαυτός μας, οπότε όταν μπαίνουμε σε μια σχέση οφείλουμε να τον διαφυλάξουμε. Είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, ούτε η ίδια η ζωή… και πως είναι φορές που θα χρειαστεί να μοιραστούμε ακόμα και το αντικείμενο του έρωτα μας, διότι όπως είπα και πριν, τίποτα δεν μας ανήκει. Η αποκλειστικότητα είναι επιλογή. Ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέγει και να επιλέγεται…
Τα παιδιά που δεν αγαπιούνται ή που αγαπιούνται με λάθος τρόπο λαμβάνοντας διπλά- αμφίθυμα συναισθήματα, μεγαλώνουν με την πεποίθηση ότι φταίνε για κάτι. Φταίνε εκείνα που δεν αγαπιούνται, δεν αξίζουν την αγάπη, νιώθουν μπερδεμένα, αναπτύσσουν έντονα συναισθήματα ανικανοποίησης, ματαίωσης, απογοήτευσης και ζουν με το αίσθημα ότι δεν είναι αρκετά (not enough).
Ως ενήλικοι, μαθημένοι πλέον στις απογοητεύσεις της ζωής, αδυνατούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν και δέχονται αυτό το μοτίβο ως μοίρα. Μια μοίρα που επαναλαμβάνεται και αιμορραγεί τις ίδιες πληγές ξανά και ξανά… Απογοητευμένοι και κουρασμένοι από αυτό το συναισθηματικό δράμα, είτε καταλήγουν ψυχροί και απόμακροι από συναισθηματικές δεσμεύσεις, είτε προσπαθούν να συσχετιστούν κάνοντας υπέρμετρες υποχωρήσεις, εμφανίζοντας το σύνδρομο του καλού παιδιού ή της προσκόλλησης, μέχρι να καταλήξουν πάλι στο τέλμα με την πεποίθηση πως «εμένα, κανείς δε με αγαπά»…
Το σύνδρομο της προσκόλλησης αναπτύσσεται από το φόβο της απώλειας του αντικειμένου του έρωτα, δηλαδή του συντρόφου. Το «θύμα» προσκολλάται στον άλλον και από φόβο μην τον χάσει, χάνει την ταυτότητα του, τα θέλω του και την αυτονομία του και γίνεται ένα κουταβάκι έτοιμο να υπηρετήσει κάθε επιθυμία του συντρόφου του. Αρχίζει έτσι σταδιακά, η ψυχολογική του κατάσταση να εξαρτάται από τον σύντροφο του, όπως ως παιδί εξαρτιόνταν από τη μητέρα του. Αρκετές φορές δε, αυτός ο φόβος της απώλειας μεταμφιέζεται σε ζήλεια.
Οι άνθρωποι που στο παρελθόν υπέφεραν από έλλειψη στοργής δεν αντιλαμβάνονται τη δυσαναλογία που υπάρχει ανάμεσα στις προσδοκίες τους και στη συμπεριφορά του συντρόφου.
Το σύνδρομο της προσκόλλησης ξεπερνιέται καθώς διανύουμε τον δρόμο της αυτοπραγμάτωσης. Είναι σημαντικό να μπορεί κανείς να υπάρχει αυτόνομα. Δύσκολα μπορεί να ξεπεράσει κάποιος τις φθορές στην ικανότητα να αγαπάει. Συνήθως χρειάζεται ψυχοθεραπεία, ώστε ο θεραπευτής να τον βοηθήσει να ξεπεράσει τα συμπλέγματα και να αγαπήσει πρώτα ο ίδιος τον εαυτό του.
Όμως επειδή στη ζωή τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο, με σκληρή προσπάθεια και ειλικρινή ενδοσκόπηση, βάζοντας όρια πρώτα στις σκέψεις και έπειτα στα αρνητικά συναισθήματα δύναται να το ξεπεράσει κάποιος και μόνος του.
Τούτη η ανάπτυξη δεν είναι απαραίτητο να επέλθει μέσα από την μοναξιά. Ένας υποστηρικτικός και με αγνά συναισθήματα, σύντροφος μπορεί να συνδράμει σε αυτή την αλλαγή. O ψυχίατρος M. Scott Peck, αναφέρει πως ο έρωτας είναι το μέσο με το οποίο επεκτείνετε ο εαυτός μας με σκοπό την πνευματική ανάπτυξη είτε τη δική μας, είτε του άλλου, είτε και των δυο αμφίδρομα. Ενώ, η Ρ. Σιμόνε, προσθέτει πως το καλύτερο θα ήταν να ξεχάσουμε τον ενστικτώδη έρωτα, τον ρομαντικό, τον έρωτα-κατοχή, και να μάθουμε πως ο έρωτας είναι «πρόθεση και δράση», φροντίδα, στοργή, αναγνώριση, σεβασμός, εμπιστοσύνη, και προπάντων έντιμη και ανοιχτή επικοινωνία.
Το κλειδί στη θεραπεία είναι να μάθουμε να απομακρυνόμαστε από τον άλλο και να ζούμε την απομάκρυνση ως δυνατότητα ανάπτυξης, δημιουργικά και όχι ως κίνδυνο εγκατάλειψης. Το πρώτο βήμα συνίσταται στο να επενδύουμε σε άλλα πεδία και όχι στο αντικείμενο του έρωτα. Αναγνωρίζοντας ότι το καθετί μπορεί να χαθεί, ακόμη και ο έρωτας, οφείλουμε να είμαστε πιο υπεύθυνοι και να επενδύουμε σε κομμάτια του εαυτού μας που θα μας αναβαθμίσουν ψυχικά. Είναι χρήσιμο να αποδεχτούμε τα αδύναμα μας σημεία και να δουλέψουμε πάνω σε αυτά ώστε να μειώσουμε το αίσθημα της ανικανότητας. Χρειάζεται επίσης να αναγνωρίσουμε τα δυνατά μας στοιχεία και να τα καλλιεργήσουμε διότι αυτά είναι το μέσο με το οποίο θα βελτιωθεί η αυτοπεποίθηση μας.
Μια καλή τακτική είναι να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με χιούμορ, καθότι μετριάζει τον καταστροφισμό και αποδίδει στα γεγονότα μια άλλη διάσταση. Ναι μεν, τα πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομα τους, αλλά κάθε ένα μπορεί να έχει και μία άλλη οπτική, πιο κωμική ή σουρεαλιστική. Αντί λοιπόν να αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα σαν να είναι το «παν» μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε σαν το «τίποτα». Να εντάξουμε στην ζωή μας το «ε, και;».
Τέλος, πρέπει πάντα να θυμόμαστε πως τίποτα δεν μας ανήκει παρά μόνο ο εαυτός μας, οπότε όταν μπαίνουμε σε μια σχέση οφείλουμε να τον διαφυλάξουμε. Είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, ούτε η ίδια η ζωή… και πως είναι φορές που θα χρειαστεί να μοιραστούμε ακόμα και το αντικείμενο του έρωτα μας, διότι όπως είπα και πριν, τίποτα δεν μας ανήκει. Η αποκλειστικότητα είναι επιλογή. Ο καθένας είναι ελεύθερος να επιλέγει και να επιλέγεται…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου