Η κατάκτηση των εδαφών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντινής) από τους Οθωμανούς δεν άλλαξε εντελώς την προϋπάρχουσα κοινωνική και διοικητική κατάσταση. Οι Οθωμανοί, ένας λαός πολεμικός και επεκτατικός, αξιοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την διοικητική και κοινοτική οργάνωση που είχε διαμορφωθεί στις περιοχές της, πάλαι ποτέ, κραταιάς Βυζαντινής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Ειδικά σε περιοχές με συμπαγείς χριστιανικούς πληθυσμούς, όπως η Στερεά Ελλάδα, η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες, το διοικητικό μοντέλο των νέων κατακτητών, προκειμένου να έχει πιθανότητες επιβίωσης, συμπεριέλαβε οργανικά και τους προηγούμενους κυρίαρχους. Οι Βυζαντινοί μεγιστάνες της γης όχι μόνο δεν έχασαν τις περιουσίες τους και τα προνόμια τους, αλλά στα πλαίσια της οσμανικής κατάκτησης η εξουσία τους, τουλάχιστον πάνω στους προηγούμενους υποτελείς τους, διευρύνθηκε αισθητά. Η αναγνώριση των προνομίων των μεγάλων βυζαντινών αγροτικών οικογενειών ήταν sine qua non για τον έλεγχο της πολυάριθμης και, εν πολλοίς, φτωχής γεωργικής τάξης των αυτοχθόνων χριστιανών. Άλλωστε, η πρακτική αυτή δεν ήταν απαγορευτική για τους Οθωμανούς, αφού και το Κοράνι ορίζει ότι άπαξ και υποταχθεί ο άπιστος και πληρώνει τους φόρους του έχει δικαίωμα να διατηρεί την περιουσία του.
Στις περιοχές που παραδόθηκαν ειρηνικά, όπως η Θεσσαλία, τα Ιωάννινα και η Αθήνα, τα προϋπάρχοντα προνόμια των «ισχυρών της γης» αναγνωρίστηκαν άμεσα. Αντίστοιχα και στην Πελοπόννησο, όπου οι Βενετοί συνέχιζαν μέχρι και τον 18ο αιώνα να πολεμούν για τις κτήσεις τους, οι Οθωμανοί χρησιμοποίησαν τους Έλληνες μεγαλοκτηματίες στον πόλεμο τους ενάντια στην Γαληνότατη Δημοκρατία, ενώ με το τέλος της κατάκτησης στα 1715, τους αναγνωρίστηκαν διευρυμένα προνόμια. Ο Τ. Πιπινέλης σημειώνει σωστά: «Είνε λοιπόν αναμφισβήτητον ότι όπου ο γηγενής πληθυσμός δεν αντέταξε πολεμικήν αντίστασιν αι κτηματικαί περιουσίαι έμειναν σεβασταί, και ούτω παρέμειναν και επί τουρκοκρατίας αι μεγάλαι αύται ιδιοκτησίαι, αίτινες,[…] μετέφερον συγχρόνως από γενεάς εις γενεάν και όλα τα πολιτικά δεδομένα, τα οποία μια τοιαύτη ευρεία κτηματική ιδιοκτησία σύρει πάντοτε μεθ’ εαυτής». Οι μεγάλες οικογένειες του Μοριά όπως των Δεληγιανναίων, των Λονταίων, των Ζαΐμηδων, των Νοταραίων κ.λπ. διατήρησαν και επαύξησαν τις κτηματικές τους περιουσίες. Το σύνολο, λοιπόν, της βυζαντινής αριστοκρατίας της γης διατηρήθηκε και επί τουρκοκρατίας ως συμπλήρωμα της οθωμανικής εξουσίας στις περιοχές του ελλαδικού χώρου που πλειοψηφούσε το χριστιανικό στοιχείο. Σταδιακά η τάξη αυτή των γαιοκτημόνων θα συνταυτίσει τα συμφέροντα της με την οθωμανική γαιοκτητική ολιγαρχία και από κοινού θα επιδοθούν στην καταπίεση και εκμετάλλευση των φτωχών ραγιάδων.
Τους ντόπιους αυτούς χριστιανούς ισχυρούς γαιοκτήμονες οι Οθωμανοί τους ονόμαζαν «κοτζαμπάσηδες» (kocabasi, εκ του koca: μεγάλος και bas: κεφάλι, πρώτος). Αυτοί αποτελούσαν την οικονομική ολιγαρχία των χριστιανών. Η κοινωνική θέση των κοτζαμπάσηδων ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή των υπόλοιπων ραγιάδων, αφού απέναντι τους σαφώς υπερείχαν, ενώ απέναντι στους Οθωμανούς ήταν υποτελείς. Επρόκειτο, κατ’ ουσίαν, για μια κλειστή κάστα που είχε συνδέσει τα συμφέροντα της με αυτά του κατακτητή. Οι χριστιανοί ραγιάδες συχνά τους χαρακτήριζαν «χριστιανούς Τούρκους». Κάθε χωριό, κώμη και πόλη που είχε σημαντικό χριστιανικό πληθυσμό εξέλεγε ως αντιπροσώπους του κάποιους από τους ισχυρούς γαιοκτήμονες. Οι εκλογές συνήθως διενεργούνταν στις 23 Απριλίου, ημέρα εορτασμού του Αγίου Γεωργίου. Δικαίωμα εκλέγειν είχαν όλοι όσοι ήταν αυτόχθονες, δηλαδή είχαν απογραφεί από την αρχή της οθωμανικής κατάκτησης, και όσοι ήταν ενήλικες. Αντίθετα, το δικαίωμα του εκλέγεσθαι αφορούσε αυστηρά την ολιγάριθμη τάξη των ισχυρών γαιοκτημόνων. Η θητεία των κοτζαμπάσηδων ήταν ετήσια, αλλά πολλές φορές με δωροδοκίες, αυθαιρεσίες και ίντριγκες έμεναν ισόβια ή αφήναν το αξίωμα στα παιδιά τους. Ο Ν. Μοσχοβάκης σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ήσαν δε αι αρχαιρεσίαι κανονικώς μεν ενιαύσιοι, αλλ’ ανεβάλλοντο ενίοτε καταχρηστικώς, ώστε οι αυτοί άνθρωποι έμενον πολυετώς επί της αρχής, και δη ισοβίως. Ο τρόπος τέλος της εκλογής ήτο ο δ’ επιφωνήσεως και ουχί ψηφοφορίας».
Απέναντι στην οθωμανική εξουσία οι κοτζαμπάσηδες αντιπροσώπευαν το νομικό πρόσωπο της εκάστοτε κοινότητας και ήταν επιφορτισμένοι με ένα πλήθος αρμοδιοτήτων. Ήταν διαχειριστές των κοινοτικών πόρων, συνέτασσαν τον προϋπολογισμό της κοινότητας και το σημαντικότερο, που ήταν και μια σημαντική πηγή πλουτισμού για τους ίδιους, υπενοικίαζαν και εισέπρατταν τους φόρους εξ ονόματος του κατακτητή και των φόρων υπέρ του πατριαρχείου. Ο W. Miller αναφέρει: «Οι κοτζαμπάσηδες απετέλουν τινά αρχοντικήν αριστοκρατίαν ής έργον ήτο το επιτάσσειν το επιβάλον μέρος των φόρων». Η διαδικασία είχε ως εξής: η κεντρική διοίκηση κοινοποιούσε στον εκάστοτε Πασά το ύψος των φόρων που ανέμενε από το πασαλίκι. Ο πασάς κατένεμε το συνολικό ποσό, συνήθως επαυξημένο για να κερδίζει ο ίδιος την διαφορά, στις διάφορες επαρχίες του πασαλικιού. Εν συνεχεία οι Οθωμανοί αξιωματούχοι των επαρχιών, οι βοεβόδες, αναλάμβαναν να διαμοιράσουν τα ποσά, πάντα επαυξημένα ώστε να κερδίζουν και αυτοί, στις κοινότητες. Τέλος, οι κοτζαμπάσηδες φρόντιζαν να κατανεμηθούν τα φορολογικά βάρη, πάλι επαυξημένα για το προσωπικό τους κέρδος, στις κοινότητες τους ανά οικογένεια. Έτσι, οι φορολογικές υποχρεώσεις της κάθε οικογένειας είχαν πάρει τρεις προσαυξήσεις, τις οποίες καρπώνονταν ο εκάστοτε ενδιάμεσος… Ο Θ. Παναγόπουλος αναφέρει ενδεικτικά: «Ο Τούρκος βοεβόδας του Πύργου νοίκιαζε από την Πύλη τα λιμενικά δικαιώματα για 3.500 γρόσια και τα υπενοικίαζε σε έναν κοτζάμπαση για 17.500 και ο τελευταίος εισέπραττε από τους κατοίκους 45.500 γρόσια»! Ίδια εικόνα μας δίνει και ο Άγγλος περιηγητής W. Gell που επισκέφτηκε τον ελλαδικό χώρο στα 1801. Γράφει για τις φορολογικές πρακτικές των κοτζαμπάσηδων: «Οι άρχοντες από το άλλο μέρος, όταν η Πύλη αξιώνει 20 πουγγιά, εισπράττουν από τους ραγιάδες 25 και ενθυλακώνουν το παραπανίσιο προσφέροντας ένα πεσκέσι στον Τούρκο για να κλείνη τα μάτια. Γι’ αυτό ο ελληνικός λαός συνηθίζει να λέη ότι δουλεύει για τρεις μάστιγες: τους παπάδες, τους κοτζαμπάσηδες και τους Τούρκους. Η σειρά δεν αλλάζει ποτέ. Όταν αυτοί οι άρχοντες πλουτίσουν επιχειρούν να επεκτείνουν σταδιακά το σύστημα της λεηλασίας». Στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων τους οι κοτζαμπάσηδες κανόνιζαν τις αγγαρείες της κοινότητας και ήταν ακόμη επιφορτισμένοι με την επίλυση των τοπικών διαφορών, λειτουργώντας ως δικαστές. Φρόντιζαν, παράλληλα, για την ευνομία της περιοχής τους προσλαμβάνοντας, όπου χρειαζόταν, χριστιανούς χωροφύλακες. Ουσιαστικά, αποτελούσαν την τελευταία βαθμίδα της οθωμανικής διοίκησης οφείλοντας να ακολουθούν τις άνωθεν εντολές, λαμβάνοντας ως ετήσια αμοιβή, ανάλογα με τον πλούτο της κοινότητας, από 50 έως 500 γρόσια.
Οι κοτζαμπάσηδες κάθε πασαλικιού είχαν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην επιλογή του τοπικού έπαρχου, του βοεβόδα, οπότε ο τελευταίος φρόντιζε να έχει καλές σχέσεις με όσο το δυνατόν περισσότερους από αυτούς. Στην Πελοπόννησο, που αποτελούσε και το μεγαλύτερο πασαλίκι στον ελλαδικό χώρο, υπήρχαν 24 καζάδες (επαρχίες) και 48 θέσεις κοτζαμπάσηδων, 2 για κάθε επαρχία. Στην πρωτεύουσα κάθε πασαλικιού έδρευαν μόνιμα 2 από αυτούς, οι επονομαζόμενοι μοραγιάνηδες, και λειτουργούσαν ως σύμβουλοι του εκάστοτε πασά. Η Πελοπόννησος, που διέθετε το πλέον τελειοποιημένο σύστημα αυτοδιοίκησης, είχε το δικαίωμα να στέλνει στην Πόλη και δυο αντιπροσώπους, τους βεκίληδες, που φρόντιζαν να εξυπηρετούν τα συμφέροντα των συμπατριωτών τους στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων της αυτοκρατορίας. Επίσης, οι κοτζαμπάσηδες είχαν λόγο κ στην επιλογή του ντόπιου μπουλούκ- μπασή, του στρατιωτικού διοικητή μιας περιοχής, ο οποίος ουσιαστικά ήταν υποχείριο τους, αφού χωρίς την συγκατάθεση τους δεν μπορούσε να διοριστεί. Σε μια, όμως, αυταρχική αυτοκρατορία, όπως η οθωμανική, οι κοτζαμπάσηδες ήταν πολλές φορές έκθετοι στις διαθέσεις των πασάδων. Μια λέξη του πασά ήταν αρκετή για να πέσουν σε δυσμένεια, να χάσουν την περιουσία τους ή ακόμη και το ίδιο το κεφάλι τους. Για τούτο φρόντιζαν μονίμως να ευχαριστούν του πασάδες με «πεσκέσια», παίζοντας έτσι ενεργό ρόλο στις εσωτερικές διεργασίες και ίντριγκες της οθωμανικής διοίκησης. Ο W. Gell γράφει για τις δωροδοκίες των κοτζαμπάσηδων: «Εισέπραττον παρανόμως πάμπολα σφετεριζόμενοι ταύτα και δια να μη ενοχλώνται από τους πασάδες εδωροδόκουν αυτούς».
Η θέση τους στην οθωμανική διοίκηση επέτρεπε στους κοτζαμπάσηδες να πλουτίζουν και να εδραιώνουν περισσότερο την εξουσία τους. Πέραν της ενοικίασης των φόρων, ο πλούτος τους προερχόταν από τον δανεισμό στους φτωχούς αγρότες ή και σε ολόκληρη την κοινότητα και από το εμπόριο. Ως ιδιοκτήτες μεγάλων εκτάσεων, ενοικίαζαν πολλές από αυτές στους ραγιάδες καλλιεργητές, οι οποίοι εν συνεχεία τους πλήρωναν σε είδος. Έτσι, οι κοτζαμπάσηδες μπορούσαν να έχουν το μονοπώλιο της αγροτικής παραγωγής στις περιοχές που διαφέντευαν. Στα νησιά του αρχιπελάγους, οι ντόπιοι προύχοντες στράφηκαν στον εφοπλισμό. Ειδικά από το 1774 και μετά, λόγω της συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, οι νησιώτες καραβοκύρηδες απέκτησαν αμύθητα πλούτη από το εμπόριο. Έτσι, παγιώθηκε μια κατάσταση όπου οι στεριανοί προύχοντες είχαν το μονοπώλιο της αγροτικής παραγωγής και οι νησιώτες καραβοκύρηδες το μονοπώλιο της μεταφοράς. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν τεράστιες περιουσίες για τους κοτζαμπάσηδες και, βέβαια, κύρια έγνοια τους ήταν η διατήρηση και η επαύξηση των εσόδων τους. Η κοινωνική θέση και ο πλούτος των κοτζαμπάσηδων καλλιέργησε σε αυτούς την συνείδηση μιας κλειστής ξεχωριστής κοινωνικής τάξεως, τα συμφέροντα της οποίας έπρεπε να διαφυλάσσονται με κάθε τρόπο και μέσο, κυρίως με την σύναψη γάμων και κουμπαριών μεταξύ τους και με δωροδοκίες προς τους Οθωμανούς αξιωματούχους. Γράφει πολύ σωστά ο Τ. Πιπινέλης: «Αλλά η ύπαρξις της μεγάλης αυτής αγροτικής ιδιοκτησίας, συνδυασμένης προς εν είδος κληρονομικής αρχοντίας μεγάλων οικογενειών συνδεομένων προς αλλήλας δια συγγενείας, ως επί το πλείστον, και κυρίως δια των αυτών συμφερόντων, εδημιούργησε παρ’ αυτή φυσιολογικώς συνείδησιν κοινωνικής τάξεως, της οποίας οι πλόκαμοι μοιραίως συνεταυτίσθησαν μετά της τουρκικής αγροτικής ολιγαρχίας».
Πάντως, και μεταξύ των προυχόντων υπήρχε έντονος ανταγωνισμός, αφού η εκλογή του βοεβόδα ήταν εν πολλοίς στα χέρια τους και η ανάρρηση στο αξίωμα του ευνοούμενού τους επέτρεπε την συνέχιση των επικερδών δραστηριοτήτων τους. Στην Πελοπόννησο, μάλιστα, είχαν σχηματιστεί δυο μεγάλα «κόμματα» κοτζαμπάσηδων που αντιπάλευαν για την εξουσία. Ο Μ. Οικονόμου αναφέρει σχετικά: «Εσχηματίσθησαν δε επομένως και υπήρχον και μικτά εκ Τούρκων και προεστώτων κόμματα, ων προεξήρχον οι ισχυρώτεροι εκ τούτων τε και εκείνων διακλαδιζόμενα και μέχρι των κωμών και των χωρίων, διεκρίνοντο δ’ επ' εσχάτων, το Αχαϊκόν κόμμα, του οποίου προεξήρχον οι των Καλαβρύτων, Βοστίτσης, Πατρών, Ήλιδος και Κορίνθου προύχοντες, και το Καρυτινο-Μεσσηνιακόν, ήτοι το των Μεσημβρινών επαρχιών, ου προεξήρχεν ο της Καρυταίνης». Στο «αχαϊκό» κόμμα αρχηγός αναγνωριζόταν ο Σωτηράκης Λόντος, ενώ σύμμαχοι του ήταν η οικογένεια των Ζαΐμηδων από τα Καλάβρυτα, του Γεωργίου Σισίνη από τη Γαστούνη, του Γ. Παπαφωτόπουλου από την Αρκαδία, του Γιαννούλη Καραμάνου από τον Άγιο Πέτρο και του Αναγνώστη Κοπανίτσα από τον Μιστρά. Το «καρυταινομεσσηνιακό» είχε στην κορυφή την οικογένεια Δεληγιάννη και υποστηριζόταν από τις οικογένειες του Σωτ. Χαραλάμπη από τα Καλάβρυτα, του Θάνου Κανακάρη από την Πάτρα, του Παπαλέξη από την Ανδρίτσαινα, του Σωτήρη Κουγέα από την Τρίπολη και του Πανούτσου Νοταρά από την Κόρινθο.
Οι κοτζαμπάσηδες μιμούνταν σε όλα τον οθωμανικό τρόπο ζωής. Ντύνονταν με τούρκικες γούνες, συναναστρέφονταν με του Οθωμανούς αξιωματούχους και συμπεριφέρονταν καταπιεστικά προς τους ραγιάδες. Βασικός στόχος τους ήταν η διαφύλαξη των προνομίων τους, γεγονός που μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με τον εξοθωμανισμό τους. Γι’ αυτό και προς τους φτωχούς χριστιανούς ραγιάδες αγρότες ήταν ιδιαίτερα σκληροί. Γράφει ο G. Finlay για τη συμπεριφορά τους προς τους φτωχούς ραγιάδες: «Η αναλγησία τους απέναντι στους φτωχούς χριστιανούς και οι αρπαγές σε βάρος των Ελλήνων χωρικών, υπερβάλλονταν μόνο από τους Μουσουλμάνους Αλβανούς που μάζευαν το χαράτσι». Οι κοτζαμπάσηδες, έχοντας κατά νου ότι η θέση τους στην οθωμανική διοίκηση ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την όσο το δυνατόν καλύτερη εκπλήρωση των καθηκόντων τους, συμπεριφέρονταν στους ομογενείς τους σκληρότερα από τον κατακτητή. Ο Γάλλος περιηγητής F. Pouqueville αναφέρει για την τυραννία των κοτζαμπάσηδων τα εξής: «Θα νόμιζε κανείς ότι οι αρχηγοί αυτού του καταπιεσμένου λαού θα τον παρηγορούσαν, ότι θα πάσχιζαν ν’ ανακουφίσουν τους συμπατριώτες τους. Αλλά οι κοτζαμπάσηδες είναι οι πιο χυδαίοι πράκτορες κι οι πιο αξιοκαταφρόνητοι σατράπες του σουλτάνου. Ενδιαφέρονται μονάχα για τις εκβιαστικές αρπαγές τους, για να θησαυρίζουν από την ανισότητα που επιβάλλουν και από την καταπίεση του λαού. Τέρατα αποτρόπαια, μανιάζουν που οι σκλαβωμένοι Έλληνες λαχταρούν το λυτρωμό τους». Με την παρατήρηση του F. Pouqueville συμφωνεί και ο Λ. Κουτσονίκας που αναφέρει για τις φορολογικές επιβαρύνσεις και τις καταπιέσεις των κοτζαμπάσηδων τα εξής: «Ταύτα (ενν. τα φορολογικά βάρη) λοιπόν άπαντα και άπειρα άλλα υπελογίζοντο υπό των οθωμανικών αρχών και των προετώτων και κατελογίζοντο εις βάρος του πτωχού λαού˙ εισεπράττοντο δε δια καταδυναστειών και φυλακίσεων και αικιών, και ούτως ο πτωχός λαός εξεποίει πάσαν την εαυτού περιουσίαν και ό, τι αγαθόν είχεν, έμενε δε εργαζόμενος ως είλως»… Σε πολλές περιπτώσεις οι φτωχοί ραγιάδες αναγκάζονταν να απευθυνθούν στις οθωμανικές αρχές προκειμένου να μετριαστεί η καταπίεση των κοτζαμπάσηδων. Οι κάτοικοι του Διακοφτού στα 1789 διαμαρτύρονταν για τις καταπιέσεις που τους επέβαλε ο μεγάλος γαιοκτήμονας της περιοχής Χρύσανθος Χαραλάμπης. Σε άλλες περιπτώσεις πολλοί κάτοικοι αναγκάζονταν να ξενιτευτούν ή να πάρουν τα όπλα και να στραφούν στον ληστρικό βίο.
Οι κοτζαμπάσηδες, λοιπόν, δεν είχαν ιδιαίτερο συμφέρον, εκ της θέσεως τους, για κοινωνική αλλαγή. Η ανεξαρτησία της Ελλάδος, μάλλον, τους άφηνε αδιάφορους. Την θεωρούσαν δε επικίνδυνη και ανεπιθύμητη, όπως έπραττε και η εκκλησία, αφού δεν ήταν σίγουροι ότι εξασφάλιζε τα συμφέροντά τους, καθώς η δική τους καλοπέραση εξασφαλιζόταν μόνο από το προϋπάρχον οθωμανικό κοινωνικό μοντέλο. Επιπρόσθετα, δεν εμπιστεύονταν κάτι το οποίο δεν ήλεγχαν απολύτως. Η έκρηξη της επανάστασης έφερε στις επάλξεις του αγώνα τους οπλαρχηγούς, που απέκτησαν έκτοτε σημαντική δύναμη και εξουσία καθόσον ήταν οι «κύριοι των όπλων» και αυτοί που κατηύθυναν τις πολεμικές επιχειρήσεις. Ο κύριος λόγος που ακολούθησαν τους ξεσηκωμένους φαίνεται ότι ήταν η μύχια ελπίδα τους ότι θα αντικαθιστούσαν τους Οθωμανούς στην εξουσία και θα συνέχιζαν να απολαμβάνουν τα προεπαναστατικά τους προνόμια. Γράφει εύστοχα ο φιλέλληνας Friedrich Thiersch στα 1833 για τις προσδοκίες των κοτζαμπάσηδων: «Υπάρχουν μάλιστα τινές εξ αυτών οίτινες ονειρεύονται μίαν ολιγαρχίαν ή αγροτικήν αριστοκρατίαν, δια της οποίας θα κατεκύρουν εν τοις νόμοις του κράτους μίαν κατάστασιν πραγμάτων ήτις μέχρι τούδε δεν ήτο τίποτε άλλο ή μία κατάχρησις. Υπό την κηδεμονίαν τους ο τόπος θα ήτο καταδικασμένος εις μίαν δουλοπαροικίαν σχεδόν τουρκικήν, τοσούτω μάλλον ολεθρίαν καθόσον όλαι αυταί αι μεγάλαι οικογένειαι ενοχληθείσαι οικονομικώς (κατά την επανάστασιν) θα προσεπάθουν να αποκαταστασθώσι το ταχύτερον (εις τα πλούτη των) εις βάρος του λαού».
Οι κοτζαμπάσηδες φαίνεται ότι ήταν από σκεπτικοί έως αρνητικοί απέναντι στον εθνικό ξεσηκωμό του 1821. Με το ξέσπασμα της επανάστασης φάνηκαν και οι πραγματικές βλέψεις τους. Αναφέρει ο G. Finlay χαρακτηριστικά: «Οι προεστοί, που ασκούσαν και πριν μεγάλη εξουσία σφετερίστηκαν τα προνόμια που απολάμβαναν οι βοεβόδες και οι μπέηδες. Κάθε προεστός αγωνίστηκε να γίνει ένας μικρός ανεξάρτητος δυνάστης. Πριν περάσουν έξι μήνες η Ελλάδα είχε πλημμυρίσει με ένα σωρό μικρούς Αληπασαλήδες». Έχοντας γαλουχηθεί για γενιές και γενιές στις φεουδαρχικές αρχές και αξίες δεν μπορούσαν να αντιληφθούν την έννοια του έθνους-κράτους, που βασιζόταν σε αρχές συλλογικές και συμμετοχικές. Το ιδεώδες τους, εμφορούμενο από τον έντονο τοπικισμό, ήταν απλώς να αντικαταστήσουν τους Οθωμανούς πασάδες και να συνεχίσουν ανεμπόδιστα να πλουτίζουν εις βάρος των χωρικών. Η συμμετοχή τους στον αγώνα του 1821 έγινε με βάση το προσωπικό συμφέρον καθενός και αφού είχε χαθεί κάθε ελπίδα ελέγχου των εξελίξεων από τη μεριά τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου