Ο Freud πρέσβευε ότι η ψυχανάλυση δύναται να γίνει απαραίτητη σε όλες τις σπουδές οι οποίες ασχολούνται με τη γένεση της ανθρώπινης επιστήμης αλλά και των θεμελιωδών θεμάτων της ζωής όπως η τέχνη η θρησκεία, η κοινωνική τάξη.
Και αυτό επειδή η ψυχανάλυση είναι ψυχολογία του βάθους, θεωρία του ψυχικού ασυνειδήτου.
Υποστήριζε ότι η χρήση της ψυχανάλυσης για τη θεραπεία των νευρώσεων αποτελεί μόνο μια από τις πολλές εφαρμογές της και μάλιστα ενδεχομένως το μέλλον, όπως έλεγε, να μας δείξει ότι αυτή η εφαρμογή δεν είναι η σημαντικότερη.
Προέκυψε έτσι μια πληθώρα τομέων στους οποίους ο Freud μπόρεσε ν’ ασκήσει την ψυχανάλυση: η ψυχανάλυση των έργων στη λογοτεχνία και τα εικαστικά αποτελεί μάλλον το σημαντικότερο τομέα εφαρμογής της. Ένα από τα σημαντικότερα αντικείμενα της ψυχαναλυτικής έρευνας αποτελούν οι απεικονίσεις της τέχνης οι οποίες, κατά τον ιδρυτή της ψυχανάλυσης, προκύπτουν πρωτίστως από τα σεξουαλικά ένστικτα, το φόβο του θανάτου, το πένθος κ.λ.π.
Δημιουργικότητα και δημιουργία
Ο Freud ομιλεί για δημιουργική φαντασία, για φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις. Αυτές δύνανται να γίνουν αντικείμενο (η όχι) μιας μεθύστερης επεξεργασίας με αποτέλεσμα να προκύπτει ενδεχομένως ένα έργο μιας οποιασδήποτε φύσης. Κάτω από ορισμένες συνθήκες ο φαντασιακός κόσμος δύναται να υποκαταστήσει τον πραγματικό κόσμο: το έργο τέχνης αναπαριστά μέρος του πραγματικού κόσμου.
Ο Freud υποστηρίζει ότι η ικανότητα για τη δημιουργία έργων τέχνης είναι μυστηριώδης ως προς την εκπόρευση της. Διαμέσου των φαντασιών του ο δημιουργός φτιάχνει κάτι πραγματικό, το έργο τέχνης, το οποίο μοιράζεται με άλλους, μοιράζεται όλως και ένα μέρος των φαντασιών του. Ο Freud ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τη λογοτεχνική δημιουργία (Dostoyevsky, Hoffman, Jensen κλπ) αλλά και τη εικαστική (γλυπτική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική: Leonardo da Vinci, Michelangelo κλπ).
Η Klein τοποθετεί και κατανοεί τη δημιουργία ως μια παρόρμηση επανόρθωσης του αντικειμένου το οποίο προηγουμένως το υποκείμενο είχε διχοτομήσει και στο οποίο είχε επιτεθεί κατά τη διάρκεια της παρανοειδούς φάσης (έξι πρώτοι μήνες της ζωής). Εδώ η λειτουργία της δημιουργίας του έργου τέχνης έχει επανορθωτικό χαρακτήρα και αφορά στην αναπαράσταση ενός ενοποιημένου (όλου) αντικειμένου.
Τω όντι, η λειτουργία της δημιουργίας του έργου τέχνης (κατά Klein) αφορά στη διαδικασία επαναδόμησης τόσο του Εγώ όσο και του αντικειμένου τα οποία αρχικά καταστράφηκαν ταυτόχρονα και ως εκ τούτου ενυπάρχουν ως άδεια και ακρωτηριασμένα. Άλλως ειπείν, η δημιουργία του έργου τέχνης αφορά σε μια ενεργητική στάση του Εγώ απέναντι στα (κατακερματισμένα) αντικείμενα του.
Ο Winnicot υποστηρίζει ότι η φαντασία δεν αποτελεί πάντα πηγή έργου τέχνης. Σε ορισμένες περιπτώσεις η (ασυνείδητη) φαντασίωση μπορεί να απομονώνει το υποκείμενο από τη ζωή κάτι το οποίο ο Freud είχε επισημάνει και μελετήσει στις περιπτώσεις των υστερικών: εδώ η φαντασίωση δεν καθίσταται ποτέ ένα έργο επικοινωνίας (έργο τέχνης). Ο Winnicot διαφοροποιεί σαφώς την έννοια της δημιουργικότητας απ’ αυτήν της δυνατότητας για δημιουργία (έργο τέχνης).
H δημιουργικότητα, σε αντιδιαστολή με την ικανότητα δημιουργίας, είναι κάτι οικουμενικό συναφές με το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό της ύπαρξης, της ζωής μας, στο μέτρο κατά το οποίο ενόσω ζούμε δε μπορούμε παρά να είμαστε δημιουργικοί. H δημιουργικότητα του ενήλικου αντιστοιχεί, είναι ανάλογη με το δημιουργικό παιχνίδι (του παιδιού). Σχετίζεται με το όνειρο και τη ζωή αλλά δεν ανήκει στη φαντασίωση.
Όμως η εξωτερική πραγματικότητα μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να κάμψει το Εγώ του υποκειμένου, να «λυγίσει» από το βάρος της, οπότε να χάσει τη δημιουργικότητα του. Αυτή εξαφανίζεται και κρύβεται χωρίς εντούτοις να καταστρέφεται.
Ο Winnicot ομιλεί για δημιουργική ενόρμηση η οποία είναι οικουμενική αφού την ζει τόσο το ολιγοφρενές/καθυστερημένο παιδί όταν ευχαριστιέται καθώς αναπνέει όσο και ο αρχιτέκτων ο οποίος, όταν εμπνέεται, ξαφνικά γνωρίζει τι επιθυμεί να χτίσει και σκέπτεται τα υλικά που θα χρησιμοποιήσει ώστε η δημιουργική του ενόρμηση να γίνει σχήμα και μορφή και ο κόσμος να αποτελέσει τον αυτόπτη μάρτυρα της ενορμητικότητάς του (επικοινωνία με τον κόσμο) .
Ενώ η δημιουργικότητα αφορά πρωτίστως στην (ενεργητική) δραστηριότητα η ικανότητα δημιουργίας αφορά στην παραγωγή ενός έργου τέχνης. Κατά τον Winnicot η παραγωγή του έργου τέχνης αφορά σε μια (ψυχική) επεξεργασία της εξόδου Εγώ από τον πρωτογενή ναρκισσισμό η οποία συμπίπτει με την νοηματοδότηση του διαχωρισμού Εγώ –μη Εγώ (αναγνώριση της ετερότητας του αντί-κειμένου, του εξωτερικού κόσμου).
Η διαδικασία παραγωγής του έργου τέχνης αφορά στην επεξεργασία αυτής της ψυχικής οδύνης, στη νοηματοδότηση του εξωτερικού κόσμου, στην αναγνώριση ότι υπάρχει κάτι άλλο πέρα και έξω από το Εγώ του υποκειμένου. Είναι διαμέσου της δημιουργίας ενός μεταβατικού χώρου, του έργου τέχνης, που απαρτιώνεται αυτή η αποδοχή. Η λειτουργία της δημιουργίας έργου τέχνης είναι η στάση του Εγώ μας απέναντι στον εξωτερικό κόσμο.
Ο Freud και οι τέχνες
Ο ίδιος ο Freud έγραφε ότι δε θεωρούσε τον εαυτό του ειδικό σε θέματα τέχνης και ότι οι γνώσεις του δεν ήταν περισσότερες από αυτές ενός απλού ανθρώπου. Συμπλήρωνε ότι το θέμα, το νόημα του περιεχομένου των έργων τέχνης τον γοήτευε περισσότερο από τις αισθητικές και τεχνικές τους ποιότητες μολονότι αναγνώριζε ότι για τον καλλιτέχνη η αξία του έργου βρίσκεται πρωτίστως στις τελευταίες. Τω όντι, σε μια επιστολή του προς τον Ernest Jones το 1914, ο Freud έγραφε ότι για τους καλλιτέχνες ελάχιστη σημασία έχει το νόημα. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η γραμμή, το σχήμα, η αρμονία των περιγραμμάτων.
Θεωρούσε τον εαυτό του ανίκανο να εκτιμήσει πολλές από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην τέχνη και πολλά από τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται σ’ αυτήν. Ήδη από το 1928 μας προειδοποιούσε πως μπροστά σ’ ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα η ανάλυση, δυστυχώς, μένει με τα χέρια κατεβασμένα, επομένως η καλλιτεχνική δημιουργία αποτελεί φαινόμενο βαθύ και απροσπέλαστο σε κάθε είδους ανάλυση. Σημείωνε ότι η ψυχανάλυση αδυνατεί να φωτίσει τη φύση του καλλιτεχνικού χαρίσματος και αδυνατεί να εξηγήσει τα μέσα με τα οποία ο καλλιτέχνης εργάζεται με την καλλιτεχνική τεχνική. Η αισθητική εμπειρία και η απόλαυση που αποφέρει η βαθιά επικοινωνία με την πλαστική φόρμα δεν επιδέχονται ψυχαναλυτικής έρευνας.
Η απόδοση στις ενέργειες ισχυρών πολιτικών προσωπικοτήτων, συγγραφέων ή ποιητών ιατρικών ή ψυχιατρικών ή η ψυχαναλυτικών όρων μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα, όπως συμβαίνει και με την «παθοβιογραφία» αυτό το είδος του δημιουργικού πνεύματος όπου ο βιογράφος δοκιμάζει να διερευνήσει και να εξηγήσει τις βαθύτερες πτυχές της δημιουργικής ικανότητας. Στο τέλος της ανάγνωσης μιας παθοβιογραφίας ο αναγνώστης μοιάζει να έχει χάσει κάθε σεβασμό τόσο για το δημιουργό όσο και για το αντικείμενο.
Ο βιογράφος του Freud, Ernest Jones, υποστήριζε ότι ο πατέρας της ψυχανάλυσης εκτιμούσε και απολάμβανε τις τέχνες με την εξής σειρά: πρώτα την ποίηση, μετά τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, έπειτα τη ζωγραφική και τη μουσική σχεδόν καθόλου. Ο Freud είχε κάποια έργα στην κατοχή του όπως χαρακτικά του Wilhelm von Kaulbach (1805–1874 γερμανός ζωγράφος). Ήταν επίσης φανατικός ερασιτέχνης αρχαιολόγος με μεγάλη συλλογή από αγαλματίδια, μικρές φιγούρες κλπ. αλλά και εδώ ήταν το θέμα του κομματιού που τον ενδιέφερε περισσότερο παρά η φόρμα του.
Σύμφωνα με τον Freud ο καλλιτέχνης είναι κατά βάση εσωστρεφής και λίγο απέχει από την νεύρωση. Καταπιέζεται από εξαιρετικά έντονες ενστικτώδεις ανάγκες. Επιθυμεί να κερδίσει δόξα, δύναμη, χρήμα φήμη και την αγάπη των γυναικών αλλά του λείπουν τα μέσα για την επίτευξη αυτών των απολαύσεων. Eπαινεί ιδιαίτερα τους δημιουργικούς συγγραφείς επειδή, όπως λέει, οι συγγραφείς έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν ένα σωρό πράγματα ανάμεσα σε ουρανό και γη που η φιλοσοφία μας δε μας έχει ακόμα επιτρέψει ούτε καν να ονειρευτούμε. Υποστηρίζει ότι οι συγγραφείς έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο από εμάς τους απλούς ανθρώπους στην κατανόηση του ανθρώπινου νου γιατί αντλούν από πηγές τις οποίες η επιστήμη ακόμα δεν τις γνωρίζει.
Κατά τον G. Steiner οι επιστήμες θα εμπλουτίζουν διαρκώς τη γνώση μας, θα δημιουργούν διαρκώς καινούργια πρότυπα του σύμπαντος, ωστόσο, μολονότι είναι ανεξάντλητα γοητευτικές και διακρίνονται από ωραιότητα προσθέτουν πολύ λίγο στη γνώση και στις δυνατότητες της ανθρώπινης ψυχής και υποστηρίζει ότι ο καλλιτέχνης ενδεχομένως προβαίνει σε μια βαθύτατη και πιο ολοκληρωμένη ενδοσκόπηση της ψυχής απ’ όσο οι επιστήμες. Ο Όμηρος, οι τρείς μεγάλοι Έλληνες τραγικοί, ο Dante ο Shakespeare ή ο Dostoevsky φαίνεται να έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο μέσα στο δαίδαλο της ανθρώπινης ψυχής απ’ όσο οι μελετητές των εγκεφαλικών και ψυχικών φαινομένων.
Και αυτό επειδή η ψυχανάλυση είναι ψυχολογία του βάθους, θεωρία του ψυχικού ασυνειδήτου.
Υποστήριζε ότι η χρήση της ψυχανάλυσης για τη θεραπεία των νευρώσεων αποτελεί μόνο μια από τις πολλές εφαρμογές της και μάλιστα ενδεχομένως το μέλλον, όπως έλεγε, να μας δείξει ότι αυτή η εφαρμογή δεν είναι η σημαντικότερη.
Προέκυψε έτσι μια πληθώρα τομέων στους οποίους ο Freud μπόρεσε ν’ ασκήσει την ψυχανάλυση: η ψυχανάλυση των έργων στη λογοτεχνία και τα εικαστικά αποτελεί μάλλον το σημαντικότερο τομέα εφαρμογής της. Ένα από τα σημαντικότερα αντικείμενα της ψυχαναλυτικής έρευνας αποτελούν οι απεικονίσεις της τέχνης οι οποίες, κατά τον ιδρυτή της ψυχανάλυσης, προκύπτουν πρωτίστως από τα σεξουαλικά ένστικτα, το φόβο του θανάτου, το πένθος κ.λ.π.
Δημιουργικότητα και δημιουργία
Ο Freud ομιλεί για δημιουργική φαντασία, για φαντασιώσεις και ονειροπολήσεις. Αυτές δύνανται να γίνουν αντικείμενο (η όχι) μιας μεθύστερης επεξεργασίας με αποτέλεσμα να προκύπτει ενδεχομένως ένα έργο μιας οποιασδήποτε φύσης. Κάτω από ορισμένες συνθήκες ο φαντασιακός κόσμος δύναται να υποκαταστήσει τον πραγματικό κόσμο: το έργο τέχνης αναπαριστά μέρος του πραγματικού κόσμου.
Ο Freud υποστηρίζει ότι η ικανότητα για τη δημιουργία έργων τέχνης είναι μυστηριώδης ως προς την εκπόρευση της. Διαμέσου των φαντασιών του ο δημιουργός φτιάχνει κάτι πραγματικό, το έργο τέχνης, το οποίο μοιράζεται με άλλους, μοιράζεται όλως και ένα μέρος των φαντασιών του. Ο Freud ασχολήθηκε ιδιαιτέρως με τη λογοτεχνική δημιουργία (Dostoyevsky, Hoffman, Jensen κλπ) αλλά και τη εικαστική (γλυπτική, ζωγραφική, αρχιτεκτονική: Leonardo da Vinci, Michelangelo κλπ).
Η Klein τοποθετεί και κατανοεί τη δημιουργία ως μια παρόρμηση επανόρθωσης του αντικειμένου το οποίο προηγουμένως το υποκείμενο είχε διχοτομήσει και στο οποίο είχε επιτεθεί κατά τη διάρκεια της παρανοειδούς φάσης (έξι πρώτοι μήνες της ζωής). Εδώ η λειτουργία της δημιουργίας του έργου τέχνης έχει επανορθωτικό χαρακτήρα και αφορά στην αναπαράσταση ενός ενοποιημένου (όλου) αντικειμένου.
Τω όντι, η λειτουργία της δημιουργίας του έργου τέχνης (κατά Klein) αφορά στη διαδικασία επαναδόμησης τόσο του Εγώ όσο και του αντικειμένου τα οποία αρχικά καταστράφηκαν ταυτόχρονα και ως εκ τούτου ενυπάρχουν ως άδεια και ακρωτηριασμένα. Άλλως ειπείν, η δημιουργία του έργου τέχνης αφορά σε μια ενεργητική στάση του Εγώ απέναντι στα (κατακερματισμένα) αντικείμενα του.
Ο Winnicot υποστηρίζει ότι η φαντασία δεν αποτελεί πάντα πηγή έργου τέχνης. Σε ορισμένες περιπτώσεις η (ασυνείδητη) φαντασίωση μπορεί να απομονώνει το υποκείμενο από τη ζωή κάτι το οποίο ο Freud είχε επισημάνει και μελετήσει στις περιπτώσεις των υστερικών: εδώ η φαντασίωση δεν καθίσταται ποτέ ένα έργο επικοινωνίας (έργο τέχνης). Ο Winnicot διαφοροποιεί σαφώς την έννοια της δημιουργικότητας απ’ αυτήν της δυνατότητας για δημιουργία (έργο τέχνης).
H δημιουργικότητα, σε αντιδιαστολή με την ικανότητα δημιουργίας, είναι κάτι οικουμενικό συναφές με το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό της ύπαρξης, της ζωής μας, στο μέτρο κατά το οποίο ενόσω ζούμε δε μπορούμε παρά να είμαστε δημιουργικοί. H δημιουργικότητα του ενήλικου αντιστοιχεί, είναι ανάλογη με το δημιουργικό παιχνίδι (του παιδιού). Σχετίζεται με το όνειρο και τη ζωή αλλά δεν ανήκει στη φαντασίωση.
Όμως η εξωτερική πραγματικότητα μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να κάμψει το Εγώ του υποκειμένου, να «λυγίσει» από το βάρος της, οπότε να χάσει τη δημιουργικότητα του. Αυτή εξαφανίζεται και κρύβεται χωρίς εντούτοις να καταστρέφεται.
Ο Winnicot ομιλεί για δημιουργική ενόρμηση η οποία είναι οικουμενική αφού την ζει τόσο το ολιγοφρενές/καθυστερημένο παιδί όταν ευχαριστιέται καθώς αναπνέει όσο και ο αρχιτέκτων ο οποίος, όταν εμπνέεται, ξαφνικά γνωρίζει τι επιθυμεί να χτίσει και σκέπτεται τα υλικά που θα χρησιμοποιήσει ώστε η δημιουργική του ενόρμηση να γίνει σχήμα και μορφή και ο κόσμος να αποτελέσει τον αυτόπτη μάρτυρα της ενορμητικότητάς του (επικοινωνία με τον κόσμο) .
Ενώ η δημιουργικότητα αφορά πρωτίστως στην (ενεργητική) δραστηριότητα η ικανότητα δημιουργίας αφορά στην παραγωγή ενός έργου τέχνης. Κατά τον Winnicot η παραγωγή του έργου τέχνης αφορά σε μια (ψυχική) επεξεργασία της εξόδου Εγώ από τον πρωτογενή ναρκισσισμό η οποία συμπίπτει με την νοηματοδότηση του διαχωρισμού Εγώ –μη Εγώ (αναγνώριση της ετερότητας του αντί-κειμένου, του εξωτερικού κόσμου).
Η διαδικασία παραγωγής του έργου τέχνης αφορά στην επεξεργασία αυτής της ψυχικής οδύνης, στη νοηματοδότηση του εξωτερικού κόσμου, στην αναγνώριση ότι υπάρχει κάτι άλλο πέρα και έξω από το Εγώ του υποκειμένου. Είναι διαμέσου της δημιουργίας ενός μεταβατικού χώρου, του έργου τέχνης, που απαρτιώνεται αυτή η αποδοχή. Η λειτουργία της δημιουργίας έργου τέχνης είναι η στάση του Εγώ μας απέναντι στον εξωτερικό κόσμο.
Ο Freud και οι τέχνες
Ο ίδιος ο Freud έγραφε ότι δε θεωρούσε τον εαυτό του ειδικό σε θέματα τέχνης και ότι οι γνώσεις του δεν ήταν περισσότερες από αυτές ενός απλού ανθρώπου. Συμπλήρωνε ότι το θέμα, το νόημα του περιεχομένου των έργων τέχνης τον γοήτευε περισσότερο από τις αισθητικές και τεχνικές τους ποιότητες μολονότι αναγνώριζε ότι για τον καλλιτέχνη η αξία του έργου βρίσκεται πρωτίστως στις τελευταίες. Τω όντι, σε μια επιστολή του προς τον Ernest Jones το 1914, ο Freud έγραφε ότι για τους καλλιτέχνες ελάχιστη σημασία έχει το νόημα. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η γραμμή, το σχήμα, η αρμονία των περιγραμμάτων.
Θεωρούσε τον εαυτό του ανίκανο να εκτιμήσει πολλές από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται στην τέχνη και πολλά από τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονται σ’ αυτήν. Ήδη από το 1928 μας προειδοποιούσε πως μπροστά σ’ ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα η ανάλυση, δυστυχώς, μένει με τα χέρια κατεβασμένα, επομένως η καλλιτεχνική δημιουργία αποτελεί φαινόμενο βαθύ και απροσπέλαστο σε κάθε είδους ανάλυση. Σημείωνε ότι η ψυχανάλυση αδυνατεί να φωτίσει τη φύση του καλλιτεχνικού χαρίσματος και αδυνατεί να εξηγήσει τα μέσα με τα οποία ο καλλιτέχνης εργάζεται με την καλλιτεχνική τεχνική. Η αισθητική εμπειρία και η απόλαυση που αποφέρει η βαθιά επικοινωνία με την πλαστική φόρμα δεν επιδέχονται ψυχαναλυτικής έρευνας.
Η απόδοση στις ενέργειες ισχυρών πολιτικών προσωπικοτήτων, συγγραφέων ή ποιητών ιατρικών ή ψυχιατρικών ή η ψυχαναλυτικών όρων μπορεί να έχει ολέθρια αποτελέσματα, όπως συμβαίνει και με την «παθοβιογραφία» αυτό το είδος του δημιουργικού πνεύματος όπου ο βιογράφος δοκιμάζει να διερευνήσει και να εξηγήσει τις βαθύτερες πτυχές της δημιουργικής ικανότητας. Στο τέλος της ανάγνωσης μιας παθοβιογραφίας ο αναγνώστης μοιάζει να έχει χάσει κάθε σεβασμό τόσο για το δημιουργό όσο και για το αντικείμενο.
Ο βιογράφος του Freud, Ernest Jones, υποστήριζε ότι ο πατέρας της ψυχανάλυσης εκτιμούσε και απολάμβανε τις τέχνες με την εξής σειρά: πρώτα την ποίηση, μετά τη γλυπτική και την αρχιτεκτονική, έπειτα τη ζωγραφική και τη μουσική σχεδόν καθόλου. Ο Freud είχε κάποια έργα στην κατοχή του όπως χαρακτικά του Wilhelm von Kaulbach (1805–1874 γερμανός ζωγράφος). Ήταν επίσης φανατικός ερασιτέχνης αρχαιολόγος με μεγάλη συλλογή από αγαλματίδια, μικρές φιγούρες κλπ. αλλά και εδώ ήταν το θέμα του κομματιού που τον ενδιέφερε περισσότερο παρά η φόρμα του.
Σύμφωνα με τον Freud ο καλλιτέχνης είναι κατά βάση εσωστρεφής και λίγο απέχει από την νεύρωση. Καταπιέζεται από εξαιρετικά έντονες ενστικτώδεις ανάγκες. Επιθυμεί να κερδίσει δόξα, δύναμη, χρήμα φήμη και την αγάπη των γυναικών αλλά του λείπουν τα μέσα για την επίτευξη αυτών των απολαύσεων. Eπαινεί ιδιαίτερα τους δημιουργικούς συγγραφείς επειδή, όπως λέει, οι συγγραφείς έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν ένα σωρό πράγματα ανάμεσα σε ουρανό και γη που η φιλοσοφία μας δε μας έχει ακόμα επιτρέψει ούτε καν να ονειρευτούμε. Υποστηρίζει ότι οι συγγραφείς έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο από εμάς τους απλούς ανθρώπους στην κατανόηση του ανθρώπινου νου γιατί αντλούν από πηγές τις οποίες η επιστήμη ακόμα δεν τις γνωρίζει.
Κατά τον G. Steiner οι επιστήμες θα εμπλουτίζουν διαρκώς τη γνώση μας, θα δημιουργούν διαρκώς καινούργια πρότυπα του σύμπαντος, ωστόσο, μολονότι είναι ανεξάντλητα γοητευτικές και διακρίνονται από ωραιότητα προσθέτουν πολύ λίγο στη γνώση και στις δυνατότητες της ανθρώπινης ψυχής και υποστηρίζει ότι ο καλλιτέχνης ενδεχομένως προβαίνει σε μια βαθύτατη και πιο ολοκληρωμένη ενδοσκόπηση της ψυχής απ’ όσο οι επιστήμες. Ο Όμηρος, οι τρείς μεγάλοι Έλληνες τραγικοί, ο Dante ο Shakespeare ή ο Dostoevsky φαίνεται να έχουν προχωρήσει πολύ περισσότερο μέσα στο δαίδαλο της ανθρώπινης ψυχής απ’ όσο οι μελετητές των εγκεφαλικών και ψυχικών φαινομένων.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου