1.4. Όλοι σχεδόν οι θεοί ήρθαν από την Αίγυπτο
Ο Όμηρος δεν ενδιαφέρθηκε για την προέλευση των θεών. Αναφέρει περιστασιακά τον Ωκεανό και την Τηθύν ως το θεϊκό ζεύγος από το οποίο εκβλάστησαν οι υπόλοιποι θεοί και υπαινίσσεται ότι η Νύκτα υπήρξε ίσως η σκοτεινή μήτρα από την οποία γεννήθηκε η ολύμπια τάξη. Με το ερώτημα της αρχής του κόσμου και των θεών ασχολήθηκε πρώτος ο Ησίοδος. Στη Θεογονία έθεσε στον εαυτό του το εξαιρετικά δύσκολο έργο να απαριθμήσει όλες τις γενιές των θεών, ξεκινώντας από την πρώτιστη αρχή. Με τη συνδρομή των Μουσών, που τον ενέπνευσαν, τα κατάφερε περίφημα. Μέσα σε 1.000 περίπου στίχους ξετύλιξε ολόκληρο σχεδόν το ελληνικό πάνθεο, οργανώνοντάς το σε ένα πολυσχιδές γενεαλογικό δέντρο που εκτεινόταν σε τρεις γενιές: τη γενιά του Ουρανού και της Γαίας, τη γενιά του Κρόνου και της Ρέας και, τέλος, την κυρίαρχη γενιά του Δία και των υπόλοιπων ολύμπιων θεών που διοικούσαν το σύμπαν στο παρόν.
Ο μύθος διαδοχής, που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη της ησιόδειας Θεογονίας, προέρχεται από την Ανατολή. Πολλούς αιώνες πριν από την ανάδυση της θεογονικής ποίησης στην Ελλάδα, διάφοροι λαοί στην Εγγύς Ανατολή (Βαβυλώνιοι, Χετταίοι και άλλοι) είχαν δημιουργήσει και αναπτύξει επικές θεογονίες, των οποίων οι ομοιότητες με αυτή του Ησιόδου αποκλείεται να οφείλονται στην τύχη. Πώς ακριβώς τα ανατολικά έπη μεταφέρθηκαν στην περιοχή του Αιγαίου, τι είδους μεταφράσεις υπέστησαν και με ποιον τρόπο εμβολιάστηκαν στον κορμό των αυτόχθονων μύθων της ανατολικής Μεσογείου δεν είναι πάντοτε σαφές. Η περιοχή της Συρίας, πάντως, είναι ο πιθανότερος χώρος από τον οποίο, μέσω της Κύπρου και στη συνέχεια της Εύβοιας, έφτασαν οι ανατολικές επιρροές σε ελληνικό έδαφος.
Η ανατολική επίδραση φαίνεται επίσης στα έργα του υλικού πολιτισμού, κατά τον 8ο και τον πρώιμο 7ο αιώνα. Ελεφαντοστό, πολύτιμοι λίθοι και σκαλισμένοι σφραγιδόλιθοι έρχονταν στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Τα θυμιάματα που άρχισαν να χρησιμοποιούνται στη λατρεία ήταν ανατολικής προέλευσης και συνέχισαν να εισάγονται στην Ελλάδα από τον Λίβανο (κυρίως) έως το τέλος της αρχαιότητας. Χάλκινα και ασημένια αγγεία που προέρχονταν από εργαστήρια ανατολικών λαών, κάποια μάλιστα και με αραμαϊκές-φοινικικές επιγραφές, αφιερώνονταν σε ελληνικά ιερά. Λατρευτικά προσωπεία, που βρέθηκαν στη Σάμο και τη Σπάρτη, φέρουν αδιάψευστη τη σφραγίδα της Ανατολής. Ακόμη και οι πολύ γνωστές παραστάσεις του Δία και του Ποσειδώνα, που κρατούν τον κεραυνό ή την τρίαινα στο δεξί χέρι, έχουν τις απαρχές τους σε ανατολικά πρότυπα.
Η επίδραση της Ανατολής υπήρξε εμφανής και στην αρχιτεκτονική. Οι μεγάλοι κτιστοί βωμοί για μεγαλοπρεπείς θυσίες αντλούσαν από ανατολικά πρότυπα, και ο χαρακτηριστικός τύπος του ελληνικού ναού που πρωτοεμφανίστηκε αυτή την περίοδο -το ιερό κτίριο που στέγαζε το λατρευτικό άγαλμα του θεού και αποτελούσε, με μια έννοια, την κατοικία του- έχει επίσης ανατολική προέλευση.
Για να δηλωθεί η σημασία του ανατολικού στοιχείου στην αναγέννηση της ελληνικής τέχνης και τεχνικής, η περίοδος του 8ου και του 7ου αιώνα ονομάζεται από τους αρχαιολόγους και τους ιστορικούς της τέχνης «ανατολίζουσα». Αλλά και ο πρώτος χάρτης της οικουμένης που σχεδιάστηκε στην Ελλάδα κατά τον πρώιμο 6ο αιώνα αποτελεί μετεξέλιξη ενός πολύ παλαιότερου βαβυλωνιακού προτύπου. Η επίδραση της Ανατολής δεν περιορίστηκε στην τέχνη.
Ο Ησίοδος αποτελεί ένα εξαίρετο πρώτο δείγμα της τάσης για γενίκευση, αφαίρεση και αναγωγή στο καθολικό, που χαρακτηρίζει την ελληνική σκέψη σχεδόν στο σύνολό της. Στον μύθο διαδοχής, τον οποίο ο ποιητής δανείστηκε από την Ανατολή, προστέθηκαν αφηρημένες θεότητες ως αρχέγονες δυνάμεις. Πρώτες και καλύτερες ήταν το Χάος και ο Έρως. Οι προσθήκες αυτές δείχνουν διάθεση φιλοσοφικής κατανόησης μέσα στην ίδια την παραδοσιακή ποίηση.
Χάος ήταν η πρώτιστη και αδιαμόρφωτη σκοτεινή άβυσσος πριν από κάθε διαφοροποίηση, και Έρως η κύρια δύναμη εξέλιξης του σύμπαντος, η ορμή που φέρνει στο φως κάθε τι νέο. Κατά τον Ησίοδο, το Χάος γέννησε το Έρεβος και τη Νύκτα, και αυτά γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα. Αιθέρας ήταν η λαμπρή όψη του χώρου, δηλαδή το φωτεινό στερέωμα του μεσημεριανού ουρανού, και Ημέρα η λαμπρή φάση του χρόνου. Το φως, συνεπώς, αποτελούσε γέννημα του σκότους, και η γέννηση ήταν μια φανέρωση που παράγεται από τη σκοτεινή αφάνεια των πραγμάτων.
Με την εισαγωγή αυτών των απρόσωπων και αμυθολόγητων θεοτήτων ο Ησίοδος έθετε το ερώτημα της αρχής του σύμπαντος με τρόπο που έβγαινε έξω από τα στενά όρια της μυθολογίας. Η γενιά του Χάους, για παράδειγμα, στην οποία κυριαρχούν -θα λέγαμε σήμερα- οι απειλητικές και ακαθόριστες δυνάμεις του ασυνειδήτου, παρουσιάστηκε ως ένα γενεαλογικό δέντρο το οποίο δεν ενώνεται πουθενά με το κυρίαρχο γενεαλογικό δέντρο της Γαίας. Το χάος, κατά κάποιον τρόπο, περιβάλλει την τάξη του κόσμου και την απειλεί. Ο Έρως πάλι, που εμφανίστηκε στην αρχή της Θεογονίας, δεν είχε κανέναν εμφανή ρόλο να παίξει στη μεταγενέστερη αφήγηση. Η δράση του μπορούσε μόνο να υπονοηθεί μέσα από τις διαρκείς γεννήσεις και τις έριδες των θεών. Όταν ο Ησίοδος συνένωνε δικές του πρωτότυπες συλλήψεις με υλικό προερχόμενο από την Ανατολή, ήθελε να δει τι κρύβεται πίσω από τον πέπλο των παραδοσιακών μύθων. Η διάθεσή του φαίνεται να αποσκοπούσε στον περιορισμό της εικονοποιίας, που είναι το χαρακτηριστικό κάθε μυθολογίας, προς χάριν της ίδιας της αλήθειας. Έτσι θα ξεκινούσε αργότερα η φιλοσοφία.
Η σημασία των αρχαίων πολιτισμών της Ανατολής, και ειδικά της Αιγύπτου, δεν πέρασε απαρατήρητη. Ο Ησίοδος δεν αγαπούσε τα ταξίδια. Στους επόμενους δύο αιώνες όμως σημαντικοί άνδρες ταξίδεψαν πολύ, από περιέργεια και διάθεση γνώσης. Κάποιοι, όπως ο Σόλων και ο Πυθαγόρας, λέγεται ότι επισκέφθηκαν την Αίγυπτο και εντυπωσιάστηκαν από τον πολιτισμό της. Η χώρα αυτή είχε ήδη γεμίσει δέος και σεβασμό τις καρδιές εμπόρων και μισθοφόρων στρατιωτών, οι οποίοι για πρακτικότερους λόγους βρέθηκαν στην επικράτειά της. Τα εκπληκτικά αγάλματα των θεών, οι επιβλητικοί ναοί και οι πυραμίδες -όλα δημιουργήματα μιας εποχής πολύ προγενέστερης από οτιδήποτε ελληνικό- μαζί με τους θρύλους, τους μύθους και τις δοξασίες που διηγούνταν οι ιερείς των Αιγυπτίων για τους θεούς, τη ζωή και τον θάνατο προκάλεσαν τέτοιο πηγαίο σεβασμό στους Έλληνες ταξιδευτές ώστε πολλοί θεώρησαν τελικά ότι τα ελληνικά επιτεύγματα είναι ασήμαντα παιχνίδια αν συγκριθούν με τα έργα του πολιτισμού αυτού. Κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να πιστέψουν ότι ακόμη και τους θεούς τους οι Έλληνες τους είχαν δανειστεί από εκεί. Ο Ηρόδοτος, τον 5ο αιώνα, ήταν ένας από αυτούς.
Σύμφωνα με μια διαδεδομένη πεποίθηση των αρχαίων, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε έναν ησιόδειο μύθο στον οποίο πέντε γένη ανθρώπων αντικαθιστούν διαδοχικά το ένα το άλλο, η ιστορική εξέλιξη στις ανθρώπινες κοινωνίες θεωρείται ως μια προοδευτική απομάκρυνση από τον κόσμο των απαρχών, έναν κόσμο εμβαπτισμένο στη μακαριότητα. Αυτό τον τέλειο κόσμο των απαρχών, όπου οι άνθρωποι βρίσκονταν ακόμη σε αγαστή συνεννόηση με τους θεούς, έτεινε να εγκαταστήσει στο παρόν κάθε γνήσια τελετουργία που ακολουθούσε τα πατρώα ήθη και συνοδευόταν από σχετική μυθική διήγηση. Οι συμμετέχοντες μεταφέρονταν έτσι στη μυθική εποχή ενός φανταστικού παρελθόντος. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιο που οι Έλληνες θαύμασαν τους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής και επηρεάστηκαν καίρια από αυτούς στον δρόμο που θα οδηγούσε στη δική τους πολιτιστική έκφραση. Οι ανατολικοί πολιτισμοί, και ιδίως αυτός της Αιγύπτου, βρίσκονταν εγγύτερα στις απαρχές.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου