Μεγάλα δ᾽ ἔγωγε ὑμῖν τεκμήρια παρέξομαι τούτων, οὐ λόγους ἀλλ᾽ ὃ ὑμεῖς τιμᾶτε, ἔργα. ἀκούσατε δή μοι τὰ συμβεβηκότα, ἵνα εἰδῆτε ὅτι οὐδ᾽ ἂν ἑνὶ ὑπεικάθοιμι παρὰ τὸ δίκαιον δείσας θάνατον, μὴ ὑπείκων δὲ ἀλλὰ κἂν ἀπολοίμην. ἐρῶ δὲ ὑμῖν φορτικὰ μὲν καὶ δικανικά, ἀληθῆ δέ. ἐγὼ γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἄλλην μὲν ἀρχὴν ουδεμίαν
[32b] πώποτε ἦρξα ἐν τῇ πόλει, ἐβούλευσα δέ· καὶ ἔτυχεν ἡμῶν ἡ φυλὴ Ἀντιοχὶς πρυτανεύουσα ὅτε ὑμεῖς τοὺς δέκα στρατηγοὺς τοὺς οὐκ ἀνελομένους τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας ἐβουλεύσασθε ἁθρόους κρίνειν, παρανόμως, ὡς ἐν τῷ ὑστέρῳ χρόνῳ πᾶσιν ὑμῖν ἔδοξεν. τότ᾽ ἐγὼ μόνος τῶν πρυτάνεων ἠναντιώθην ὑμῖν μηδὲν ποιεῖν παρὰ τοὺς νόμους καὶ ἐναντία ἐψηφισάμην· καὶ ἑτοίμων ὄντων ἐνδεικνύναι με καὶ ἀπάγειν τῶν ῥητόρων, καὶ ὑμῶν κελευόντων καὶ βοώντων, μετὰ τοῦ
[32c] νόμου καὶ τοῦ δικαίου ᾤμην μᾶλλόν με δεῖν διακινδυνεύειν ἢ μεθ᾽ ὑμῶν γενέσθαι μὴ δίκαια βουλευομένων, φοβηθέντα δεσμὸν ἢ θάνατον. καὶ ταῦτα μὲν ἦν ἔτι δημοκρατουμένης τῆς πόλεως· ἐπειδὴ δὲ ὀλιγαρχία ἐγένετο, οἱ τριάκοντα αὖ μεταπεμψάμενοί με πέμπτον αὐτὸν εἰς τὴν θόλον προσέταξαν ἀγαγεῖν ἐκ Σαλαμῖνος Λέοντα τὸν Σαλαμίνιον ἵνα ἀποθάνοι, οἷα δὴ καὶ ἄλλοις ἐκεῖνοι πολλοῖς πολλὰ προσέταττον, βουλόμενοι ὡς πλείστους ἀναπλῆσαι αἰτιῶν. τότε μέντοι ἐγὼ
[32d] οὐ λόγῳ ἀλλ᾽ ἔργῳ αὖ ἐνεδειξάμην ὅτι ἐμοὶ θανάτου μὲν μέλει, εἰ μὴ ἀγροικότερον ἦν εἰπεῖν, οὐδ᾽ ὁτιοῦν, τοῦ δὲ μηδὲν ἄδικον μηδ᾽ ἀνόσιον ἐργάζεσθαι, τούτου δὲ τὸ πᾶν μέλει. ἐμὲ γὰρ ἐκείνη ἡ ἀρχὴ οὐκ ἐξέπληξεν, οὕτως ἰσχυρὰ οὖσα, ὥστε ἄδικόν τι ἐργάσασθαι, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐκ τῆς θόλου ἐξήλθομεν, οἱ μὲν τέτταρες ᾤχοντο εἰς Σαλαμῖνα καὶ ἤγαγον Λέοντα, ἐγὼ δὲ ᾠχόμην ἀπιὼν οἴκαδε. καὶ ἴσως ἂν διὰ ταῦτα ἀπέθανον, εἰ μὴ ἡ ἀρχὴ διὰ ταχέων κατελύθη. καὶ
[32e] τούτων ὑμῖν ἔσονται πολλοὶ μάρτυρες.
Ἆρ᾽ οὖν ἄν με οἴεσθε τοσάδε ἔτη διαγενέσθαι εἰ ἔπραττον τὰ δημόσια, καὶ πράττων ἀξίως ἀνδρὸς ἀγαθοῦ ἐβοήθουν τοῖς δικαίοις καὶ ὥσπερ χρὴ τοῦτο περὶ πλείστου ἐποιούμην; πολλοῦ γε δεῖ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι· οὐδὲ γὰρ ἂν ἄλλος
[33a] ἀνθρώπων οὐδείς. ἀλλ᾽ ἐγὼ διὰ παντὸς τοῦ βίου δημοσίᾳ τε εἴ πού τι ἔπραξα τοιοῦτος φανοῦμαι, καὶ ἰδίᾳ ὁ αὐτὸς οὗτος, οὐδενὶ πώποτε συγχωρήσας οὐδὲν παρὰ τὸ δίκαιον οὔτε ἄλλῳ οὔτε τούτων οὐδενὶ οὓς δὴ διαβάλλοντες ἐμέ φασιν ἐμοὺς μαθητὰς εἶναι. ἐγὼ δὲ διδάσκαλος μὲν οὐδενὸς πώποτ᾽ ἐγενόμην· εἰ δέ τίς μου λέγοντος καὶ τὰ ἐμαυτοῦ πράττοντος ἐπιθυμοῖ ἀκούειν, εἴτε νεώτερος εἴτε πρεσβύτερος, οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα, οὐδὲ χρήματα μὲν λαμβάνων
[33b] διαλέγομαι μὴ λαμβάνων δὲ οὔ, ἀλλ᾽ ὁμοίως καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι παρέχω ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν, καὶ ἐάν τις βούληται ἀποκρινόμενος ἀκούειν ὧν ἂν λέγω. καὶ τούτων ἐγὼ εἴτε τις χρηστὸς γίγνεται εἴτε μή, οὐκ ἂν δικαίως τὴν αἰτίαν ὑπέχοιμι, ὧν μήτε ὑπεσχόμην μηδενὶ μηδὲν πώποτε μάθημα μήτε ἐδίδαξα· εἰ δέ τίς φησι παρ᾽ ἐμοῦ πώποτέ τι μαθεῖν ἢ ἀκοῦσαι ἰδίᾳ ὅτι μὴ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες, εὖ ἴστε ὅτι οὐκ ἀληθῆ λέγει.
***
Εγώ λοιπόν θα σας φέρω μεγάλες αποδείξεις, όχι λόγια αλλά εκείνο που εκτιμάτε εσείς, έργα. Ακούστε αυτά που μου συνέβηκαν, για να μάθετε πως σε κανέναν δεν υποχώρησα μπροστά στο δίκαιο, από τον φόβο του θανάτου, αν και ήξερα πως, αν δεν υποχωρούσα, θα χανόμουν. Και θα σας πω πράγματα φορτικά και δικανικά, μ᾽ αληθινά. Γιατί εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, άλλο υπούργημα κανένα
[32b] δεν έλαβα στην πολιτεία, παρά μόνο στη βουλή των πεντακοσίων. Έτυχε να πρυτανεύει τότε η Αντιοχίς φυλή η δική μας, την εποχή που εσείς αποφασίσατε να δικάσετε τους δέκα στρατηγούς, που δεν είχανε σηκώσει τους νεκρούς της ναυμαχίας, όλους μαζί, παράνομα, όπως το είδατε και μόνοι σας ύστερα. Τότε μονάχος εγώ από τους πρυτάνεις εναντιώθηκα να μην κάνουνε τίποτε εναντίο στους νόμους και έδωκα αντίθετη ψήφο· και, ενώ οι ρήτορες ήσαν έτοιμοι να με καταγγείλουν και να με στείλουν στο δικαστήριο, και σεις τους παρακινούσατε με φωνές,
[32c] εγώ νόμισα πως έπρεπε μάλλον να διακινδυνεύσω μαζί με τους νόμους και το δίκαιο, παρά από φόβο φυλακής ή θανάτου να ᾽ρθω με το μέρος το δικό σας, που δεν σκεπτόσαστε δίκαια πράγματα. Και αυτά όταν ο τόπος είχε ακόμα δημοκρατία. Μα όταν έγινε ολιγαρχία, οι τριάκοντα με προσκάλεσαν με τέσσερες άλλους στον Θόλο κι επρόσταξαν να φέρουμε από τη Σαλαμίνα τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, για να τον θανατώσουν, κι έδωκαν κι άλλες πολλές παρόμοιες προσταγές γι᾽ άλλους, θέλοντας να ενοχοποιήσουν όσους μπορούσαν περισσότερους. Τότε λοιπόν εγώ,
[32d] όχι με λόγια αλλά με έργα απόδειξα πως εμένα δεν με μέλει για τον θάνατο, να το πούμε έτσι χονδρά χονδρά, ουδέ τόσο δα, αλλά με μέλει προπάντων να μην κάνω τίποτε άδικο· όταν όμως βγήκαμε από τον Θόλο, οι άλλοι τέσσερες έφυγαν για τη Σαλαμίνα και φέρανε τον Λέοντα, μα εγώ έφυγα και πήγα στο σπίτι μου. Και γι᾽ αυτό το πράγμα ίσως θα θανατωνόμουν, αν γρήγορα δεν έπεφταν από την εξουσία. Κι
[32e] αυτά είναι πολλοί που μπορούνε να σας τα μαρτυρήσουν.
Νομίζετε λοιπόν πως θα μπορούσα εγώ να ζήσω τόσα χρόνια, αν επολιτευόμουν, και, όπως οφείλει να κάνει κάθε καλός άνθρωπος, βοηθούσα πάντα τους δίκαιους και είχα, όπως πρέπει, μόνη μου φροντίδα αυτή; Κάθε άλλο, ω άνδρες Αθηναίοι, ούτε άλλος
[33a] κανένας σαν κι εμένα. Εγώ όμως σε όλη μου τη ζωή, αν πολιτεύθηκα ποτέ καμιά φορά, και σαν ιδιώτης, τέτοιος κι ο ίδιος πάντα θα φανώ, πως δηλαδή σε κανέναν δεν συχώρεσα τίποτε εναντίο στη δικαιοσύνη, ούτε σε άλλον, ούτε σε κανέναν απ᾽ αυτούς, που, για να με διαβάλουν, τους λένε μαθητές μου. Εγώ δάσκαλος ποτέ μου σε κανέναν δεν έγινα· κι αν κανένας θέλει να μ᾽ ακούσει όταν μιλώ και κάνω το έργο μου, είτε νεότερος είτε γεροντότερος, σε κανέναν δεν αρνήθηκα ποτέ μου. Ούτε πάλι όταν παίρνω χρήματα
[33b] μιλώ και όταν δεν παίρνω όχι, αλλά και σε πλούσιους και σε φτωχούς πρόθυμος είμαι πάντα να με ρωτούν και αν θέλει κανένας ν᾽ ακούσει αυτά που λέω και να μου αποκρίνεται. Και είτε γίνει κανένας καλός είτε όχι, δεν είναι δίκαιο να έχω την ευθύνη εγώ, που μήτε υποσχέθηκα ποτέ μου σε κανέναν να διδάξω τίποτε, μήτε δίδαξα. Και αν λέει κανένας πως έμαθε ποτέ τίποτε από μένα ή άκουσε ιδιαιτέρως, που δεν το ᾽χουν ακούσει και όλοι οι άλλοι, μάθετε καλά πως δεν λέει αλήθεια.
[32b] πώποτε ἦρξα ἐν τῇ πόλει, ἐβούλευσα δέ· καὶ ἔτυχεν ἡμῶν ἡ φυλὴ Ἀντιοχὶς πρυτανεύουσα ὅτε ὑμεῖς τοὺς δέκα στρατηγοὺς τοὺς οὐκ ἀνελομένους τοὺς ἐκ τῆς ναυμαχίας ἐβουλεύσασθε ἁθρόους κρίνειν, παρανόμως, ὡς ἐν τῷ ὑστέρῳ χρόνῳ πᾶσιν ὑμῖν ἔδοξεν. τότ᾽ ἐγὼ μόνος τῶν πρυτάνεων ἠναντιώθην ὑμῖν μηδὲν ποιεῖν παρὰ τοὺς νόμους καὶ ἐναντία ἐψηφισάμην· καὶ ἑτοίμων ὄντων ἐνδεικνύναι με καὶ ἀπάγειν τῶν ῥητόρων, καὶ ὑμῶν κελευόντων καὶ βοώντων, μετὰ τοῦ
[32c] νόμου καὶ τοῦ δικαίου ᾤμην μᾶλλόν με δεῖν διακινδυνεύειν ἢ μεθ᾽ ὑμῶν γενέσθαι μὴ δίκαια βουλευομένων, φοβηθέντα δεσμὸν ἢ θάνατον. καὶ ταῦτα μὲν ἦν ἔτι δημοκρατουμένης τῆς πόλεως· ἐπειδὴ δὲ ὀλιγαρχία ἐγένετο, οἱ τριάκοντα αὖ μεταπεμψάμενοί με πέμπτον αὐτὸν εἰς τὴν θόλον προσέταξαν ἀγαγεῖν ἐκ Σαλαμῖνος Λέοντα τὸν Σαλαμίνιον ἵνα ἀποθάνοι, οἷα δὴ καὶ ἄλλοις ἐκεῖνοι πολλοῖς πολλὰ προσέταττον, βουλόμενοι ὡς πλείστους ἀναπλῆσαι αἰτιῶν. τότε μέντοι ἐγὼ
[32d] οὐ λόγῳ ἀλλ᾽ ἔργῳ αὖ ἐνεδειξάμην ὅτι ἐμοὶ θανάτου μὲν μέλει, εἰ μὴ ἀγροικότερον ἦν εἰπεῖν, οὐδ᾽ ὁτιοῦν, τοῦ δὲ μηδὲν ἄδικον μηδ᾽ ἀνόσιον ἐργάζεσθαι, τούτου δὲ τὸ πᾶν μέλει. ἐμὲ γὰρ ἐκείνη ἡ ἀρχὴ οὐκ ἐξέπληξεν, οὕτως ἰσχυρὰ οὖσα, ὥστε ἄδικόν τι ἐργάσασθαι, ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐκ τῆς θόλου ἐξήλθομεν, οἱ μὲν τέτταρες ᾤχοντο εἰς Σαλαμῖνα καὶ ἤγαγον Λέοντα, ἐγὼ δὲ ᾠχόμην ἀπιὼν οἴκαδε. καὶ ἴσως ἂν διὰ ταῦτα ἀπέθανον, εἰ μὴ ἡ ἀρχὴ διὰ ταχέων κατελύθη. καὶ
[32e] τούτων ὑμῖν ἔσονται πολλοὶ μάρτυρες.
Ἆρ᾽ οὖν ἄν με οἴεσθε τοσάδε ἔτη διαγενέσθαι εἰ ἔπραττον τὰ δημόσια, καὶ πράττων ἀξίως ἀνδρὸς ἀγαθοῦ ἐβοήθουν τοῖς δικαίοις καὶ ὥσπερ χρὴ τοῦτο περὶ πλείστου ἐποιούμην; πολλοῦ γε δεῖ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι· οὐδὲ γὰρ ἂν ἄλλος
[33a] ἀνθρώπων οὐδείς. ἀλλ᾽ ἐγὼ διὰ παντὸς τοῦ βίου δημοσίᾳ τε εἴ πού τι ἔπραξα τοιοῦτος φανοῦμαι, καὶ ἰδίᾳ ὁ αὐτὸς οὗτος, οὐδενὶ πώποτε συγχωρήσας οὐδὲν παρὰ τὸ δίκαιον οὔτε ἄλλῳ οὔτε τούτων οὐδενὶ οὓς δὴ διαβάλλοντες ἐμέ φασιν ἐμοὺς μαθητὰς εἶναι. ἐγὼ δὲ διδάσκαλος μὲν οὐδενὸς πώποτ᾽ ἐγενόμην· εἰ δέ τίς μου λέγοντος καὶ τὰ ἐμαυτοῦ πράττοντος ἐπιθυμοῖ ἀκούειν, εἴτε νεώτερος εἴτε πρεσβύτερος, οὐδενὶ πώποτε ἐφθόνησα, οὐδὲ χρήματα μὲν λαμβάνων
[33b] διαλέγομαι μὴ λαμβάνων δὲ οὔ, ἀλλ᾽ ὁμοίως καὶ πλουσίῳ καὶ πένητι παρέχω ἐμαυτὸν ἐρωτᾶν, καὶ ἐάν τις βούληται ἀποκρινόμενος ἀκούειν ὧν ἂν λέγω. καὶ τούτων ἐγὼ εἴτε τις χρηστὸς γίγνεται εἴτε μή, οὐκ ἂν δικαίως τὴν αἰτίαν ὑπέχοιμι, ὧν μήτε ὑπεσχόμην μηδενὶ μηδὲν πώποτε μάθημα μήτε ἐδίδαξα· εἰ δέ τίς φησι παρ᾽ ἐμοῦ πώποτέ τι μαθεῖν ἢ ἀκοῦσαι ἰδίᾳ ὅτι μὴ καὶ οἱ ἄλλοι πάντες, εὖ ἴστε ὅτι οὐκ ἀληθῆ λέγει.
***
Εγώ λοιπόν θα σας φέρω μεγάλες αποδείξεις, όχι λόγια αλλά εκείνο που εκτιμάτε εσείς, έργα. Ακούστε αυτά που μου συνέβηκαν, για να μάθετε πως σε κανέναν δεν υποχώρησα μπροστά στο δίκαιο, από τον φόβο του θανάτου, αν και ήξερα πως, αν δεν υποχωρούσα, θα χανόμουν. Και θα σας πω πράγματα φορτικά και δικανικά, μ᾽ αληθινά. Γιατί εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, άλλο υπούργημα κανένα
[32b] δεν έλαβα στην πολιτεία, παρά μόνο στη βουλή των πεντακοσίων. Έτυχε να πρυτανεύει τότε η Αντιοχίς φυλή η δική μας, την εποχή που εσείς αποφασίσατε να δικάσετε τους δέκα στρατηγούς, που δεν είχανε σηκώσει τους νεκρούς της ναυμαχίας, όλους μαζί, παράνομα, όπως το είδατε και μόνοι σας ύστερα. Τότε μονάχος εγώ από τους πρυτάνεις εναντιώθηκα να μην κάνουνε τίποτε εναντίο στους νόμους και έδωκα αντίθετη ψήφο· και, ενώ οι ρήτορες ήσαν έτοιμοι να με καταγγείλουν και να με στείλουν στο δικαστήριο, και σεις τους παρακινούσατε με φωνές,
[32c] εγώ νόμισα πως έπρεπε μάλλον να διακινδυνεύσω μαζί με τους νόμους και το δίκαιο, παρά από φόβο φυλακής ή θανάτου να ᾽ρθω με το μέρος το δικό σας, που δεν σκεπτόσαστε δίκαια πράγματα. Και αυτά όταν ο τόπος είχε ακόμα δημοκρατία. Μα όταν έγινε ολιγαρχία, οι τριάκοντα με προσκάλεσαν με τέσσερες άλλους στον Θόλο κι επρόσταξαν να φέρουμε από τη Σαλαμίνα τον Λέοντα τον Σαλαμίνιο, για να τον θανατώσουν, κι έδωκαν κι άλλες πολλές παρόμοιες προσταγές γι᾽ άλλους, θέλοντας να ενοχοποιήσουν όσους μπορούσαν περισσότερους. Τότε λοιπόν εγώ,
[32d] όχι με λόγια αλλά με έργα απόδειξα πως εμένα δεν με μέλει για τον θάνατο, να το πούμε έτσι χονδρά χονδρά, ουδέ τόσο δα, αλλά με μέλει προπάντων να μην κάνω τίποτε άδικο· όταν όμως βγήκαμε από τον Θόλο, οι άλλοι τέσσερες έφυγαν για τη Σαλαμίνα και φέρανε τον Λέοντα, μα εγώ έφυγα και πήγα στο σπίτι μου. Και γι᾽ αυτό το πράγμα ίσως θα θανατωνόμουν, αν γρήγορα δεν έπεφταν από την εξουσία. Κι
[32e] αυτά είναι πολλοί που μπορούνε να σας τα μαρτυρήσουν.
Νομίζετε λοιπόν πως θα μπορούσα εγώ να ζήσω τόσα χρόνια, αν επολιτευόμουν, και, όπως οφείλει να κάνει κάθε καλός άνθρωπος, βοηθούσα πάντα τους δίκαιους και είχα, όπως πρέπει, μόνη μου φροντίδα αυτή; Κάθε άλλο, ω άνδρες Αθηναίοι, ούτε άλλος
[33a] κανένας σαν κι εμένα. Εγώ όμως σε όλη μου τη ζωή, αν πολιτεύθηκα ποτέ καμιά φορά, και σαν ιδιώτης, τέτοιος κι ο ίδιος πάντα θα φανώ, πως δηλαδή σε κανέναν δεν συχώρεσα τίποτε εναντίο στη δικαιοσύνη, ούτε σε άλλον, ούτε σε κανέναν απ᾽ αυτούς, που, για να με διαβάλουν, τους λένε μαθητές μου. Εγώ δάσκαλος ποτέ μου σε κανέναν δεν έγινα· κι αν κανένας θέλει να μ᾽ ακούσει όταν μιλώ και κάνω το έργο μου, είτε νεότερος είτε γεροντότερος, σε κανέναν δεν αρνήθηκα ποτέ μου. Ούτε πάλι όταν παίρνω χρήματα
[33b] μιλώ και όταν δεν παίρνω όχι, αλλά και σε πλούσιους και σε φτωχούς πρόθυμος είμαι πάντα να με ρωτούν και αν θέλει κανένας ν᾽ ακούσει αυτά που λέω και να μου αποκρίνεται. Και είτε γίνει κανένας καλός είτε όχι, δεν είναι δίκαιο να έχω την ευθύνη εγώ, που μήτε υποσχέθηκα ποτέ μου σε κανέναν να διδάξω τίποτε, μήτε δίδαξα. Και αν λέει κανένας πως έμαθε ποτέ τίποτε από μένα ή άκουσε ιδιαιτέρως, που δεν το ᾽χουν ακούσει και όλοι οι άλλοι, μάθετε καλά πως δεν λέει αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου