Friedrich Hölderlin: 1770-1843
§1 «Αφότου μια συνομιλία είμαστε …»
1. Το ποίημα που παρουσιάζεται πιο κάτω είναι η τρίτη ακολουθία από την ελεγεία του Χαίλντερλιν: Άρτος και Οίνος. Με αυτό το ποίημα συνεχίζεται η ποιητική συνομιλία, που έχει ήδη αρχίσει με τη μετάφραση και τον σχολιασμό των δυο πρώτων ακολουθιών (βλ. σχετικές αναρτήσεις). Είναι απαραίτητη η εμμονή σε μια τέτοια συνομιλία; Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, «η ποίηση του Χαίλντερλιν είναι για μας ένα πεπρωμένο [που] αναμένει την ανταπόκριση των θνητών» (GA 4, 195). Απ’ αυτή την άποψη, επομένως, η ανταπόκρισή μας στον ποιητικό λόγο του ποιητή είναι απαραίτητη, γιατί μας επιτρέπει να ερχόμαστε σε συνομιλία με το πεπρωμένο μας. Αλλά ποιο πεπρωμένο μας; Εκείνο της αρχέγονης σκέψης και συνάμα γλώσσας που υποβαστάζει έναν ολόκληρο λαό μέσα στη φωτεινή ιστορία του Είναι του, και συναφώς κατονομάζει την ιστορικότητά του.
2. Φωτεινή ιστορία όχι με το τρέχον νόημα των διαδοχικών γεγονότων που φωτίζουν ή φωτίζονται ιστοριοδιφικά, αλλά με εκείνο της ζωντανής παρ-ουσίας μέσα στο χρόνο. Μια τέτοια ζωντανή παρ-ουσία σημαίνει, πριν απ’ όλα, «το Ανοικτό να ατενίσουμε/ κάτι δικό μας ν’ αναζητήσουμε, όσο κι αν είναι μακριά». Τι θέλει να μας πει εδώ ο ποιητής; Εάν το σημερινό –αλλά και εκάστοτε σημερινό– παρ-όν μας είναι λεηλατημένο, θολό και ξένο, τότε συμβαίνει εξαφάνιση, διάλυση, εκρίζωση της ως άνω ιστορικότητας –κάτι δηλαδή που συμβαίνει πραγματικά στο τωρινό Ελλαδικό τοπίο. Έτσι γινόμαστε αν-οίκειοι και ανέστιοι, απομακρυνόμαστε από την οντολογική μας πηγή και παύουμε να είμαστε η παρ-ουσία του Είναι, δηλαδή το Da–Sein [=το Da του Sein]. Τι είμαστε; Ένα υπο-κείμενο, για το οποίο όλα τα πράγματα είναι αντι-κείμενα που συσκοτίζουν την οδό προς την οντολογική του πηγή.
3. Έτσι καταλήγουμε ως υπο-κείμενο να είμαστε το ον που σκέπτεται υπο-λογιστικά, που μηχανεύεται και μετατρέπει εαυτόν και άλλους σε μηχάνευμα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνεται κύριος της αλλότριας κατάστασής του, της αν-οικειότητάς του αλλά να παραμένει υπο-κείμενο, δηλαδή υποχείριό της. Ο σύγχρονος άνθρωπος λοιπόν, ως τέτοιο υπο-λογιστικό ον, δεν οικεί τον κόσμο, παρά μόνο τον ανταγωνίζεται, τον υποτάσσει, τον καταδαμάζει, τον εκμεταλλεύεται. Η ως άνω, επομένως, κλήση του ποιητή προς ατένιση του Ανοικτού αποτελεί την πιο αξιόπιστη δυνατότητα του σημερινού ανθρώπου να αφήνει πίσω του την αφηρημένη, ανταγωνιστική, εκμεταλλευτική σχέση υποκειμένου–αντικειμένου, προκειμένου να οικήσει τον κόσμο ποιητικά, δηλαδή να βρεθεί στην ανοικτότητα του Είναι [του]. Αρχίζει όμως να βρίσκεται καθοδόν προς μια τέτοια ανοικτότητα, αφότου είναι μια συνομιλία και μπορεί να ακούει ο ένας τον άλλο. Μια τέτοια συν-ομιλία και συν-ακρόαση υποβαστάζει το Da-Sein μας εντός του χρόνου· του χρόνου, που είναι το σταθερό, το παραμένον, το διαρκές μέσα στη μεταβολή του.
4. Το ποιητικό συμβάν της ακολουθίας 3, που θα γνωρίσουμε στη συνέχεια ως συνομιλία και συν-ακρόαση συνάμα, έρχεται να στηρίξει το Da-Sein μας, με τη μορφή του αγαθού της αρχέγονης γλώσσας, εντός του χρόνου ως του μεταβαλλόμενου παραμένοντος. Η εν λόγω στήριξη τότε εκτυλίσσεται με τον τρόπο της φανέρωσης του Da-Sein μας μέσα στο διανοιγόμενο Είναι, δηλαδή ως εγγύηση πως το ανθρώπινο ον δύναται να υπάρχει μόνο ως χρόνος και ιστορία: α) να είναι το ον που συν-ομιλεί μέσα στο μεταβαλλόμενο παραμένον του χρόνου και κατονομάζει τη φυγή των θεών· β) να πραγματοποιεί την ελευθερία της απόφασης: να πορεύεται προς τα εκεί πίσω, προς την αρχέγονη οντολογική του πηγή, προς την ιστορία του, που «δείχνει ο ερχόμενος θεός». Έτσι αποκτά την ύψιστη δυνατότητα να είναι ο ίδιος ιστορία, ήτοι να ζει αυθεντικά στο παρόν αυτό που συμβαίνει ως παρελθόν, αυτό που έχει ήδη συντελεσθεί και μας καθορίζει· να είναι χρόνος, ήτοι να είναι η ύπαρξη που δεν χάνεται μέσα στη λήθη και το τυχαίο, αλλά βρίσκει τον προ-ορισμό της μέσα από την α-ληθινή επαναπροσέγγιση του παρ-ελθόντος.
§2 Άρτος και Οίνος
3
Και μάταια κρύβουμε την καρδιά στα στήθη, μάταια μόνο
Το θάρρος μας συγκρατούμε ακόμα, δάσκαλοι εμείς και
μαθητές, γιατί ποιος
Να μας εμποδίσει θα μπορούσε και ποιος να μας απαγορεύσει τη Χαρά;
Θεϊκή φωτιά επίσης μας ωθεί, μέρα και νύχτα,
Να φύγουμε. Έλα λοιπόν! Το Ανοικτό να ατενίσουμε,
Κάτι δικό μας ν’ αναζητήσουμε, όσο κι αν είναι μακριά.
Ένα το σίγουρο είναι· είτε είναι μεσημέρι είτε τραβάει
Ως τα βαθιά μεσάνυχτα, ένα μέτρο πάντα υπάρχει
Για όλους κοινό, όμως για τον καθένα μας ξεχωριστά γραμμένο,
Καθένας πάει κι έρχεται εκεί όπου μπορεί.
Να γιατί! Και τη χλεύη να χλευάσει πρόθυμα μπορεί η ευφρόσυνη μανία,
Όταν αίφνης σε νύχτα ιερή τους αοιδούς συνεπαίρνει.
Γι’ αυτό, έλα στον Ισθμό! Εκεί, όπου η ανοιχτή θάλασσα παφλάζει
Κατά τον Παρνασσό και όπου τους βράχους των Δελφών το χιόνι καταυγάζει,
Εκεί στων Ολυμπίων τη γη, εκεί στου Κιθαιρώνα τα ύψη,
Κάτω απ’ τα πεύκα εκεί, κάτω απ’ τα σταφύλια, απ’ όπου
Η Θήβα προβάλλει χαμηλά κι ο Ισμηνός, στη γη του Κάδμου, ρέει κελαρυστά,
Από κει έρχεται και πίσω προς τα κει δείχνει ο ερχόμενος θεός.
§3 Ένα σχόλιο:
Ανοιχτότητα: προς το θείο φως της προσωκρατικής Ελλάδας
1. Ο ουσιώδης λόγος της ποίησης είναι το ιερό. Γι’ αυτό συλλαμβάνει τον κόσμο όχι ως κλειστό κόσμο των αντι-κειμένων, όχι ως φυλακή της καρδιάς μας μέσα στα στήθη, όχι ως απ-αγόρευση της χαράς, της πνευματικής ευωχίας που μας δημιουργεί η προσέγγιση του τόπου των θεών, όχι ως εξόντωση του ενός στοιχείου για χάρη της κατίσχυσης του άλλου, αλλά ως εγκόσμια ιεροφάνεια, όπου το Da-Sein μας δεν εξολοθρεύει τα δεδομένα του κόσμου, αλλά τα διατρέχει ευλαβικά, τα συλ-λέγει για να τα μετουσιώνει σε φωτεινό μονοπάτι ζωής και να μετουσιώνεται και το ίδιο σε οδοιπόρο κατ’ αυτό το μονοπάτι.
2. Ο ουσιώδης λόγος της ποίησης δεν είναι κάτι το αφηρημένο, το άψυχο, το εκ-τεχνισμένο, αλλά αυτός τούτος ο ποιητής που μιλάει. Καλεί τη θεία φωτιά να διαχυθεί. Ο ίδιος ο ποιητής εκ-τίθεται έτσι στο διάπυρο φως του θεού, προκειμένου ως ποιητικό Da-Sein να επιτελέσει το έργο της συλ-λογής. Η επιτέλεση τούτη συντελείται ως ατένιση/ενατένιση της Ανοιχτότητας, ήτοι ως διάνοιξη του πνευματικού-οντολογικού ορίζοντα μέσα από τη διάρρηξη του κλοιού των χρονικών στιγμών: ημέρας και νύχτας. Η ατένιση της ανοικτότητας δεν σημαίνει εξακόντιση του βλέμματος του ποιητικού στοχασμού σε ένα ανεξήγητο επέκεινα, που γεμίζει τους θνητούς με φόβο και ενοχές.
3. Απεναντίας πρόκειται για την ανοικτότητα μέσα στην ιστορία και τον χρόνο: ο ιστορικός τόπος και χρόνος που καλείται να διανοιχθεί το Da του Sein [μας] είναι η Ελλάδα, η αρχαϊκή κυρίως Ελλάδα, η Ελλάδα των Προσωκρατικών. Εκεί συμβαίνει συν-ομιλία και συν-ακρόαση θνητών και θεών· εκεί οι θνητοί συναντούν τον απόκρυφο τόπο της οντολογικής τους βεβαιότητας, γιατί βιώνουν –καταπατώντας το ανάθεμα της λήθης– την ως άνω συν-ομιλία και συν-ακρόαση ως την ιερότητα του κόσμου. Ο θόρυβος, η σύγχυση, ο όλεθρος είναι ξένα στοιχεία γι’ αυτόν τον τόπο-κόσμο, γιατί εκεί τον λόγο τον έχουν οι θεοί. Είναι ο ίδιος λόγος, τον οποίο μέσα στη φιλοσοφία των Προσωκρατικών γνωρίζουμε ως Λόγο-γίγνεσθαι του κόσμου.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Α', ΜΕΡΟΣ Β', ΜΕΡΟΣ Δ'
§1 «Αφότου μια συνομιλία είμαστε …»
1. Το ποίημα που παρουσιάζεται πιο κάτω είναι η τρίτη ακολουθία από την ελεγεία του Χαίλντερλιν: Άρτος και Οίνος. Με αυτό το ποίημα συνεχίζεται η ποιητική συνομιλία, που έχει ήδη αρχίσει με τη μετάφραση και τον σχολιασμό των δυο πρώτων ακολουθιών (βλ. σχετικές αναρτήσεις). Είναι απαραίτητη η εμμονή σε μια τέτοια συνομιλία; Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, «η ποίηση του Χαίλντερλιν είναι για μας ένα πεπρωμένο [που] αναμένει την ανταπόκριση των θνητών» (GA 4, 195). Απ’ αυτή την άποψη, επομένως, η ανταπόκρισή μας στον ποιητικό λόγο του ποιητή είναι απαραίτητη, γιατί μας επιτρέπει να ερχόμαστε σε συνομιλία με το πεπρωμένο μας. Αλλά ποιο πεπρωμένο μας; Εκείνο της αρχέγονης σκέψης και συνάμα γλώσσας που υποβαστάζει έναν ολόκληρο λαό μέσα στη φωτεινή ιστορία του Είναι του, και συναφώς κατονομάζει την ιστορικότητά του.
2. Φωτεινή ιστορία όχι με το τρέχον νόημα των διαδοχικών γεγονότων που φωτίζουν ή φωτίζονται ιστοριοδιφικά, αλλά με εκείνο της ζωντανής παρ-ουσίας μέσα στο χρόνο. Μια τέτοια ζωντανή παρ-ουσία σημαίνει, πριν απ’ όλα, «το Ανοικτό να ατενίσουμε/ κάτι δικό μας ν’ αναζητήσουμε, όσο κι αν είναι μακριά». Τι θέλει να μας πει εδώ ο ποιητής; Εάν το σημερινό –αλλά και εκάστοτε σημερινό– παρ-όν μας είναι λεηλατημένο, θολό και ξένο, τότε συμβαίνει εξαφάνιση, διάλυση, εκρίζωση της ως άνω ιστορικότητας –κάτι δηλαδή που συμβαίνει πραγματικά στο τωρινό Ελλαδικό τοπίο. Έτσι γινόμαστε αν-οίκειοι και ανέστιοι, απομακρυνόμαστε από την οντολογική μας πηγή και παύουμε να είμαστε η παρ-ουσία του Είναι, δηλαδή το Da–Sein [=το Da του Sein]. Τι είμαστε; Ένα υπο-κείμενο, για το οποίο όλα τα πράγματα είναι αντι-κείμενα που συσκοτίζουν την οδό προς την οντολογική του πηγή.
3. Έτσι καταλήγουμε ως υπο-κείμενο να είμαστε το ον που σκέπτεται υπο-λογιστικά, που μηχανεύεται και μετατρέπει εαυτόν και άλλους σε μηχάνευμα, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνεται κύριος της αλλότριας κατάστασής του, της αν-οικειότητάς του αλλά να παραμένει υπο-κείμενο, δηλαδή υποχείριό της. Ο σύγχρονος άνθρωπος λοιπόν, ως τέτοιο υπο-λογιστικό ον, δεν οικεί τον κόσμο, παρά μόνο τον ανταγωνίζεται, τον υποτάσσει, τον καταδαμάζει, τον εκμεταλλεύεται. Η ως άνω, επομένως, κλήση του ποιητή προς ατένιση του Ανοικτού αποτελεί την πιο αξιόπιστη δυνατότητα του σημερινού ανθρώπου να αφήνει πίσω του την αφηρημένη, ανταγωνιστική, εκμεταλλευτική σχέση υποκειμένου–αντικειμένου, προκειμένου να οικήσει τον κόσμο ποιητικά, δηλαδή να βρεθεί στην ανοικτότητα του Είναι [του]. Αρχίζει όμως να βρίσκεται καθοδόν προς μια τέτοια ανοικτότητα, αφότου είναι μια συνομιλία και μπορεί να ακούει ο ένας τον άλλο. Μια τέτοια συν-ομιλία και συν-ακρόαση υποβαστάζει το Da-Sein μας εντός του χρόνου· του χρόνου, που είναι το σταθερό, το παραμένον, το διαρκές μέσα στη μεταβολή του.
4. Το ποιητικό συμβάν της ακολουθίας 3, που θα γνωρίσουμε στη συνέχεια ως συνομιλία και συν-ακρόαση συνάμα, έρχεται να στηρίξει το Da-Sein μας, με τη μορφή του αγαθού της αρχέγονης γλώσσας, εντός του χρόνου ως του μεταβαλλόμενου παραμένοντος. Η εν λόγω στήριξη τότε εκτυλίσσεται με τον τρόπο της φανέρωσης του Da-Sein μας μέσα στο διανοιγόμενο Είναι, δηλαδή ως εγγύηση πως το ανθρώπινο ον δύναται να υπάρχει μόνο ως χρόνος και ιστορία: α) να είναι το ον που συν-ομιλεί μέσα στο μεταβαλλόμενο παραμένον του χρόνου και κατονομάζει τη φυγή των θεών· β) να πραγματοποιεί την ελευθερία της απόφασης: να πορεύεται προς τα εκεί πίσω, προς την αρχέγονη οντολογική του πηγή, προς την ιστορία του, που «δείχνει ο ερχόμενος θεός». Έτσι αποκτά την ύψιστη δυνατότητα να είναι ο ίδιος ιστορία, ήτοι να ζει αυθεντικά στο παρόν αυτό που συμβαίνει ως παρελθόν, αυτό που έχει ήδη συντελεσθεί και μας καθορίζει· να είναι χρόνος, ήτοι να είναι η ύπαρξη που δεν χάνεται μέσα στη λήθη και το τυχαίο, αλλά βρίσκει τον προ-ορισμό της μέσα από την α-ληθινή επαναπροσέγγιση του παρ-ελθόντος.
§2 Άρτος και Οίνος
3
Και μάταια κρύβουμε την καρδιά στα στήθη, μάταια μόνο
Το θάρρος μας συγκρατούμε ακόμα, δάσκαλοι εμείς και
μαθητές, γιατί ποιος
Να μας εμποδίσει θα μπορούσε και ποιος να μας απαγορεύσει τη Χαρά;
Θεϊκή φωτιά επίσης μας ωθεί, μέρα και νύχτα,
Να φύγουμε. Έλα λοιπόν! Το Ανοικτό να ατενίσουμε,
Κάτι δικό μας ν’ αναζητήσουμε, όσο κι αν είναι μακριά.
Ένα το σίγουρο είναι· είτε είναι μεσημέρι είτε τραβάει
Ως τα βαθιά μεσάνυχτα, ένα μέτρο πάντα υπάρχει
Για όλους κοινό, όμως για τον καθένα μας ξεχωριστά γραμμένο,
Καθένας πάει κι έρχεται εκεί όπου μπορεί.
Να γιατί! Και τη χλεύη να χλευάσει πρόθυμα μπορεί η ευφρόσυνη μανία,
Όταν αίφνης σε νύχτα ιερή τους αοιδούς συνεπαίρνει.
Γι’ αυτό, έλα στον Ισθμό! Εκεί, όπου η ανοιχτή θάλασσα παφλάζει
Κατά τον Παρνασσό και όπου τους βράχους των Δελφών το χιόνι καταυγάζει,
Εκεί στων Ολυμπίων τη γη, εκεί στου Κιθαιρώνα τα ύψη,
Κάτω απ’ τα πεύκα εκεί, κάτω απ’ τα σταφύλια, απ’ όπου
Η Θήβα προβάλλει χαμηλά κι ο Ισμηνός, στη γη του Κάδμου, ρέει κελαρυστά,
Από κει έρχεται και πίσω προς τα κει δείχνει ο ερχόμενος θεός.
§3 Ένα σχόλιο:
Ανοιχτότητα: προς το θείο φως της προσωκρατικής Ελλάδας
1. Ο ουσιώδης λόγος της ποίησης είναι το ιερό. Γι’ αυτό συλλαμβάνει τον κόσμο όχι ως κλειστό κόσμο των αντι-κειμένων, όχι ως φυλακή της καρδιάς μας μέσα στα στήθη, όχι ως απ-αγόρευση της χαράς, της πνευματικής ευωχίας που μας δημιουργεί η προσέγγιση του τόπου των θεών, όχι ως εξόντωση του ενός στοιχείου για χάρη της κατίσχυσης του άλλου, αλλά ως εγκόσμια ιεροφάνεια, όπου το Da-Sein μας δεν εξολοθρεύει τα δεδομένα του κόσμου, αλλά τα διατρέχει ευλαβικά, τα συλ-λέγει για να τα μετουσιώνει σε φωτεινό μονοπάτι ζωής και να μετουσιώνεται και το ίδιο σε οδοιπόρο κατ’ αυτό το μονοπάτι.
2. Ο ουσιώδης λόγος της ποίησης δεν είναι κάτι το αφηρημένο, το άψυχο, το εκ-τεχνισμένο, αλλά αυτός τούτος ο ποιητής που μιλάει. Καλεί τη θεία φωτιά να διαχυθεί. Ο ίδιος ο ποιητής εκ-τίθεται έτσι στο διάπυρο φως του θεού, προκειμένου ως ποιητικό Da-Sein να επιτελέσει το έργο της συλ-λογής. Η επιτέλεση τούτη συντελείται ως ατένιση/ενατένιση της Ανοιχτότητας, ήτοι ως διάνοιξη του πνευματικού-οντολογικού ορίζοντα μέσα από τη διάρρηξη του κλοιού των χρονικών στιγμών: ημέρας και νύχτας. Η ατένιση της ανοικτότητας δεν σημαίνει εξακόντιση του βλέμματος του ποιητικού στοχασμού σε ένα ανεξήγητο επέκεινα, που γεμίζει τους θνητούς με φόβο και ενοχές.
3. Απεναντίας πρόκειται για την ανοικτότητα μέσα στην ιστορία και τον χρόνο: ο ιστορικός τόπος και χρόνος που καλείται να διανοιχθεί το Da του Sein [μας] είναι η Ελλάδα, η αρχαϊκή κυρίως Ελλάδα, η Ελλάδα των Προσωκρατικών. Εκεί συμβαίνει συν-ομιλία και συν-ακρόαση θνητών και θεών· εκεί οι θνητοί συναντούν τον απόκρυφο τόπο της οντολογικής τους βεβαιότητας, γιατί βιώνουν –καταπατώντας το ανάθεμα της λήθης– την ως άνω συν-ομιλία και συν-ακρόαση ως την ιερότητα του κόσμου. Ο θόρυβος, η σύγχυση, ο όλεθρος είναι ξένα στοιχεία γι’ αυτόν τον τόπο-κόσμο, γιατί εκεί τον λόγο τον έχουν οι θεοί. Είναι ο ίδιος λόγος, τον οποίο μέσα στη φιλοσοφία των Προσωκρατικών γνωρίζουμε ως Λόγο-γίγνεσθαι του κόσμου.
ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ: ΜΕΡΟΣ Α', ΜΕΡΟΣ Β', ΜΕΡΟΣ Δ'
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου