Εἰσὶν δὲ καὶ αἱ εἰκόνες, ὥσπερ εἴρηται καὶ ἐν τοῖς ἄνω, αἱ εὐδοκιμοῦσαι τρόπον τινὰ μεταφοραί· ἀεὶ γὰρ ἐκ δυοῖν λέγονται, ὥσπερ ἡ ἀνάλογον μεταφορά, οἷον «ἡ ἀσπίς», φαμέν,
[1413a] «ἐστι φιάλη Ἄρεως», καὶ «‹τὸ› τόξον φόρμιγξ ἄχορδος». οὕτω μὲν οὖν λέγουσιν οὐχ ἁπλοῦν, τὸ δ᾽ εἰπεῖν τὸ τόξον φόρμιγγα ἢ τὴν ἀσπίδα φιάλην ἁπλοῦν. καὶ εἰκάζουσιν δὲ οὕτως, οἷον πιθήκῳ αὐλητήν, λύχνῳ ψακαζομένῳ [εἰς] μύωπα· ἄμφω γὰρ συνάγεται. τὸ δὲ εὖ ἐστὶν ὅταν μεταφορὰ ᾖ· ἔστιν γὰρ εἰκάσαι τὴν ἀσπίδα φιάλῃ Ἄρεως καὶ τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας, καὶ τὸ τὸν Νικήρατον φάναι Φιλοκτήτην εἶναι δεδηγμένον ὑπὸ Πράτυος, ὥσπερ εἴκασεν Θρασύμαχος ἰδὼν τὸν Νικήρατον ἡττημένον ὑπὸ Πράτυος ῥαψῳδοῦντα, κομῶντα δὲ καὶ αὐχμηρὸν ἔτι. ἐν οἷς μάλιστά τ᾽ ἐκπίπτουσιν οἱ ποιηταὶ ἐὰν μὴ εὖ, καὶ ἐὰν εὖ, εὐδοκιμοῦσιν· λέγω δ᾽ ὅταν ἀποδιδῶσιν·
«ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖ.»
«ὥσπερ Φιλάμμων ζυγομαχῶν τῷ κωρύκῳ.»
καὶ τὰ τοιαῦτα πάντ᾽ εἰκόνες εἰσίν. αἱ δ᾽ εἰκόνες ὅτι μεταφοραί, εἴρηται πολλάκις.
Καὶ αἱ παροιμίαι δὲ μεταφοραὶ ἀπ᾽ εἴδους ἐπ᾽ εἶδος εἰσίν· οἷον ἄν τις ὡς ἀγαθὸν πεισόμενος αὐτὸς ἐπαγάγηται, εἶτα βλαβῇ, «ὡς ὁ Καρπάθιός», φασιν, «τὸν λαγώ»· ἄμφω γὰρ τὸ εἰρημένον πεπόνθασιν. ὅθεν μὲν οὖν τὰ ἀστεῖα λέγεται καὶ διότι, σχεδὸν εἴρηται τὸ αἴτιον· εἰσὶν δὲ καὶ ‹αἱ› εὐδοκιμοῦσαι ὑπερβολαὶ μεταφοραί, οἷον εἰς ὑπωπιασμένον «ᾠήθητε δ᾽ ἂν αὐτὸν εἶναι συκαμίνων κάλαθον»· ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ ὑπώπιον, ἀλλὰ τοῦτο πολὺ σφόδρα. τὸ δὲ «ὥσπερ τὸ καὶ τὸ» ὑπερβολὴ τῇ λέξει διαφέρουσα. «ὥσπερ Φιλάμμων ζυγομαχῶν τῷ κωρύκῳ», «ᾠήθης δ᾽ ἂν αὐτὸν Φιλάμμωνα εἶναι μαχόμενον τῷ κωρύκῳ».
«ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖν»,
«ᾠήθης δ᾽ ἂν οὐ σκέλη ἀλλὰ σέλινα ἔχειν, οὕτως οὖλα». εἰσὶ δ᾽ αἱ ὑπερβολαὶ μειρακιώδεις· σφοδρότητα γὰρ δηλοῦσιν. διὸ ὀργιζόμενοι λέγουσιν μάλιστα·
οὐδ᾽ εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε.
κούρην δ᾽ οὐ γαμέω Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο,
οὐδ᾽ εἰ χρυσείῃ Ἀφροδίτῃ κάλλος ἐρίζοι,
ἔργα δ᾽ Ἀθηναίῃ·
[1413b] διὸ πρεσβυτέρῳ λέγειν ἀπρεπές· χρῶνται δὲ μάλιστα τούτῳ Ἀττικοὶ ῥήτορες.
***
Αλλά και οι παρομοιώσεις, όπως το είπαμε ήδη πιο πάνω, είναι, κατά κάποιον τρόπο, πετυχημένες πάντοτε μεταφορές. Ο λόγος είναι ότι ο σχηματισμός τους βασίζεται πάντοτε σε δύο έννοιες, όπως ακριβώς και των μεταφορών που βασίζονται στην αναλογία. Παράδειγμα: Λέμε ότι «η ασπίδα
[1413a] είναι η κούπα του Άρη» και «το τόξο άχορδη φόρμιγγα»: μιλώντας με τον τρόπο αυτό δεν εκφράζει κανείς μια απλή έννοια, ενώ εκφράζει μια απλή έννοια όταν ονομάζει το τόξο φόρμιγγα ή την ασπίδα κούπα. Με αυτόν τον τρόπο κάνουν και τις παρομοιώσεις· παρομοιάζουν π.χ. έναν αυλητή με έναν πίθηκο ή έναν μύωπα με ένα λυχνάρι που ψεκάζεται· γιατί και τα δύο συστέλλονται. Η παρομοίωση, πάντως, είναι πετυχημένη, όταν υπάρχει μεταφορά. Μπορεί, πράγματι, να παρομοιάσει κανείς την ασπίδα με την κούπα του Άρη και το ερείπιο με «κουρέλι» σπιτιού· επίσης να πει τον Νικήρατο Φιλοκτήτη δαγκωμένο από τον Πράτη — μια παρομοίωση που την έκανε ο Θρασύμαχος, όταν είδε τον Νικήρατο, νικημένο από τον Πράτη σε διαγωνισμό απαγγελίας, να τριγυρνάει ακόμη αναμαλλιάρης και βρώμικος. Αυτό είναι το πιο καίριο σημείο στη σχέση των ποιητών με το κοινό τους: αν οι παρομοιώσεις τους δεν είναι πετυχημένες, οι ποιητές αποδοκιμάζονται βίαια· αν όμως κάνουν το πράγμα αυτό με επιτυχία, τότε κερδίζουν ένα καλό όνομα — θέλω να πω: αν πετυχαίνουν να υπάρχει σωστή αντιστοιχία:
«σαν το σέλινο τα σκέλη του στριμμένα»
«σαν τον Φιλάμμονα παλεύοντας μ᾽ έναν δερμάτινο σάκο».
Όλα αυτά είναι παρομοιώσεις. Ότι, πάντως, οι παρομοιώσεις είναι μεταφορές, αυτό το έχουμε πει επανειλημμένα.
Και οι παροιμίες είναι μεταφορές: μεταφορές από μια έννοια είδους σε μιαν άλλη έννοια είδους. Παράδειγμα: Αν κανείς φέρει στο σπίτι του κάτι με την ιδέα ότι θα ωφεληθεί από αυτό και ύστερα ζημιώσει, λέμε: «Όπως ο Καρπάθιος τον λαγό»· γιατί και οι δυο τους έπαθαν αυτό που είπαμε.
Από πού λοιπόν ξεκινούν οι ευφυείς και κομψές εκφράσεις και για ποιόν λόγο θεωρούνται έτσι, έχει ειπωθεί σχεδόν με πληρότητα. Μεταφορές όμως είναι και κάποιες επιτυχημένες υπερβολές. Παράδειγμα η φράση για τον άνθρωπο με το μωλωπισμένο μάτι: «Θα λέγατε πως είναι ένα καλάθι με μούρα»· γιατί το χτύπημα κάτω από το μάτι είναι κάπως κόκκινο, η υπερβολή όμως βρίσκεται στην ποσότητα. Η έκφραση, πάλι, «όπως αυτό ή εκείνο», είναι υπερβολή που διαφέρει στη μορφή της διατύπωσης:
σαν τον Φιλάμμονα παλεύοντας μ᾽ έναν δερμάτινο σάκο·
θα έλεγες ότι είναι ο ίδιος ο Φιλάμμονας που παλεύει με τον δερμάτινο σάκο·
σαν το σέλινο τα σκέλη του στριμμένα·
θα έλεγες ότι δεν έχει πόδια αλλά σέλινα, έτσι στριμμένα που είναι. Οι υπερβολές έχουν κάτι το νεανικό: δείχνουν σφοδρότητα. Αυτός είναι και ο λόγος που τις υπερβολές τις λένε οι άνθρωποι κυρίως μέσα στο θυμό τους:
κι ακόμα τόσα δώρα αν μου ᾽δινε, όση ᾽ναι η σκόνη κι η άμμο,
κι ουδέ και παίρνω του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, την κόρη,
στα κάλλη ακόμα κι αν παράβγαινε με τη χρυσή Αφροδίτη
και με την Αθηνά στις τέχνες.
[1413b] Γι᾽ αυτό και δεν ταιριάζει στον ηλικιωμένο άνθρωπο να λέει υπερβολές. Ιδιαίτερα συχνά, πάντως, κάνουν χρήση αυτού του πράγματος οι Αθηναίοι ρήτορες.
[1413a] «ἐστι φιάλη Ἄρεως», καὶ «‹τὸ› τόξον φόρμιγξ ἄχορδος». οὕτω μὲν οὖν λέγουσιν οὐχ ἁπλοῦν, τὸ δ᾽ εἰπεῖν τὸ τόξον φόρμιγγα ἢ τὴν ἀσπίδα φιάλην ἁπλοῦν. καὶ εἰκάζουσιν δὲ οὕτως, οἷον πιθήκῳ αὐλητήν, λύχνῳ ψακαζομένῳ [εἰς] μύωπα· ἄμφω γὰρ συνάγεται. τὸ δὲ εὖ ἐστὶν ὅταν μεταφορὰ ᾖ· ἔστιν γὰρ εἰκάσαι τὴν ἀσπίδα φιάλῃ Ἄρεως καὶ τὸ ἐρείπιον ῥάκει οἰκίας, καὶ τὸ τὸν Νικήρατον φάναι Φιλοκτήτην εἶναι δεδηγμένον ὑπὸ Πράτυος, ὥσπερ εἴκασεν Θρασύμαχος ἰδὼν τὸν Νικήρατον ἡττημένον ὑπὸ Πράτυος ῥαψῳδοῦντα, κομῶντα δὲ καὶ αὐχμηρὸν ἔτι. ἐν οἷς μάλιστά τ᾽ ἐκπίπτουσιν οἱ ποιηταὶ ἐὰν μὴ εὖ, καὶ ἐὰν εὖ, εὐδοκιμοῦσιν· λέγω δ᾽ ὅταν ἀποδιδῶσιν·
«ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖ.»
«ὥσπερ Φιλάμμων ζυγομαχῶν τῷ κωρύκῳ.»
καὶ τὰ τοιαῦτα πάντ᾽ εἰκόνες εἰσίν. αἱ δ᾽ εἰκόνες ὅτι μεταφοραί, εἴρηται πολλάκις.
Καὶ αἱ παροιμίαι δὲ μεταφοραὶ ἀπ᾽ εἴδους ἐπ᾽ εἶδος εἰσίν· οἷον ἄν τις ὡς ἀγαθὸν πεισόμενος αὐτὸς ἐπαγάγηται, εἶτα βλαβῇ, «ὡς ὁ Καρπάθιός», φασιν, «τὸν λαγώ»· ἄμφω γὰρ τὸ εἰρημένον πεπόνθασιν. ὅθεν μὲν οὖν τὰ ἀστεῖα λέγεται καὶ διότι, σχεδὸν εἴρηται τὸ αἴτιον· εἰσὶν δὲ καὶ ‹αἱ› εὐδοκιμοῦσαι ὑπερβολαὶ μεταφοραί, οἷον εἰς ὑπωπιασμένον «ᾠήθητε δ᾽ ἂν αὐτὸν εἶναι συκαμίνων κάλαθον»· ἐρυθρὸν γάρ τι τὸ ὑπώπιον, ἀλλὰ τοῦτο πολὺ σφόδρα. τὸ δὲ «ὥσπερ τὸ καὶ τὸ» ὑπερβολὴ τῇ λέξει διαφέρουσα. «ὥσπερ Φιλάμμων ζυγομαχῶν τῷ κωρύκῳ», «ᾠήθης δ᾽ ἂν αὐτὸν Φιλάμμωνα εἶναι μαχόμενον τῷ κωρύκῳ».
«ὥσπερ σέλινον οὖλα τὰ σκέλη φορεῖν»,
«ᾠήθης δ᾽ ἂν οὐ σκέλη ἀλλὰ σέλινα ἔχειν, οὕτως οὖλα». εἰσὶ δ᾽ αἱ ὑπερβολαὶ μειρακιώδεις· σφοδρότητα γὰρ δηλοῦσιν. διὸ ὀργιζόμενοι λέγουσιν μάλιστα·
οὐδ᾽ εἴ μοι τόσα δοίη ὅσα ψάμαθός τε κόνις τε.
κούρην δ᾽ οὐ γαμέω Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο,
οὐδ᾽ εἰ χρυσείῃ Ἀφροδίτῃ κάλλος ἐρίζοι,
ἔργα δ᾽ Ἀθηναίῃ·
[1413b] διὸ πρεσβυτέρῳ λέγειν ἀπρεπές· χρῶνται δὲ μάλιστα τούτῳ Ἀττικοὶ ῥήτορες.
***
Αλλά και οι παρομοιώσεις, όπως το είπαμε ήδη πιο πάνω, είναι, κατά κάποιον τρόπο, πετυχημένες πάντοτε μεταφορές. Ο λόγος είναι ότι ο σχηματισμός τους βασίζεται πάντοτε σε δύο έννοιες, όπως ακριβώς και των μεταφορών που βασίζονται στην αναλογία. Παράδειγμα: Λέμε ότι «η ασπίδα
[1413a] είναι η κούπα του Άρη» και «το τόξο άχορδη φόρμιγγα»: μιλώντας με τον τρόπο αυτό δεν εκφράζει κανείς μια απλή έννοια, ενώ εκφράζει μια απλή έννοια όταν ονομάζει το τόξο φόρμιγγα ή την ασπίδα κούπα. Με αυτόν τον τρόπο κάνουν και τις παρομοιώσεις· παρομοιάζουν π.χ. έναν αυλητή με έναν πίθηκο ή έναν μύωπα με ένα λυχνάρι που ψεκάζεται· γιατί και τα δύο συστέλλονται. Η παρομοίωση, πάντως, είναι πετυχημένη, όταν υπάρχει μεταφορά. Μπορεί, πράγματι, να παρομοιάσει κανείς την ασπίδα με την κούπα του Άρη και το ερείπιο με «κουρέλι» σπιτιού· επίσης να πει τον Νικήρατο Φιλοκτήτη δαγκωμένο από τον Πράτη — μια παρομοίωση που την έκανε ο Θρασύμαχος, όταν είδε τον Νικήρατο, νικημένο από τον Πράτη σε διαγωνισμό απαγγελίας, να τριγυρνάει ακόμη αναμαλλιάρης και βρώμικος. Αυτό είναι το πιο καίριο σημείο στη σχέση των ποιητών με το κοινό τους: αν οι παρομοιώσεις τους δεν είναι πετυχημένες, οι ποιητές αποδοκιμάζονται βίαια· αν όμως κάνουν το πράγμα αυτό με επιτυχία, τότε κερδίζουν ένα καλό όνομα — θέλω να πω: αν πετυχαίνουν να υπάρχει σωστή αντιστοιχία:
«σαν το σέλινο τα σκέλη του στριμμένα»
«σαν τον Φιλάμμονα παλεύοντας μ᾽ έναν δερμάτινο σάκο».
Όλα αυτά είναι παρομοιώσεις. Ότι, πάντως, οι παρομοιώσεις είναι μεταφορές, αυτό το έχουμε πει επανειλημμένα.
Και οι παροιμίες είναι μεταφορές: μεταφορές από μια έννοια είδους σε μιαν άλλη έννοια είδους. Παράδειγμα: Αν κανείς φέρει στο σπίτι του κάτι με την ιδέα ότι θα ωφεληθεί από αυτό και ύστερα ζημιώσει, λέμε: «Όπως ο Καρπάθιος τον λαγό»· γιατί και οι δυο τους έπαθαν αυτό που είπαμε.
Από πού λοιπόν ξεκινούν οι ευφυείς και κομψές εκφράσεις και για ποιόν λόγο θεωρούνται έτσι, έχει ειπωθεί σχεδόν με πληρότητα. Μεταφορές όμως είναι και κάποιες επιτυχημένες υπερβολές. Παράδειγμα η φράση για τον άνθρωπο με το μωλωπισμένο μάτι: «Θα λέγατε πως είναι ένα καλάθι με μούρα»· γιατί το χτύπημα κάτω από το μάτι είναι κάπως κόκκινο, η υπερβολή όμως βρίσκεται στην ποσότητα. Η έκφραση, πάλι, «όπως αυτό ή εκείνο», είναι υπερβολή που διαφέρει στη μορφή της διατύπωσης:
σαν τον Φιλάμμονα παλεύοντας μ᾽ έναν δερμάτινο σάκο·
θα έλεγες ότι είναι ο ίδιος ο Φιλάμμονας που παλεύει με τον δερμάτινο σάκο·
σαν το σέλινο τα σκέλη του στριμμένα·
θα έλεγες ότι δεν έχει πόδια αλλά σέλινα, έτσι στριμμένα που είναι. Οι υπερβολές έχουν κάτι το νεανικό: δείχνουν σφοδρότητα. Αυτός είναι και ο λόγος που τις υπερβολές τις λένε οι άνθρωποι κυρίως μέσα στο θυμό τους:
κι ακόμα τόσα δώρα αν μου ᾽δινε, όση ᾽ναι η σκόνη κι η άμμο,
κι ουδέ και παίρνω του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, την κόρη,
στα κάλλη ακόμα κι αν παράβγαινε με τη χρυσή Αφροδίτη
και με την Αθηνά στις τέχνες.
[1413b] Γι᾽ αυτό και δεν ταιριάζει στον ηλικιωμένο άνθρωπο να λέει υπερβολές. Ιδιαίτερα συχνά, πάντως, κάνουν χρήση αυτού του πράγματος οι Αθηναίοι ρήτορες.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου