§1
Πώς ορίζεται η πολιτική αλλοτρίωση της γλώσσας; Ορίζεται ως αποξένωση, την οποία υφίσταται η γλώσσα, ως λέγειν και σκέψη, στο πεδίο της πολιτικής και με πρωτεργάτες τους πολιτικούς. Πρόκειται για αποξένωση από την ίδια της την ουσία και ως εκ τούτου για αλλοτρίωσή της, ήτοι για έκπτωσή της σε μια συνθηματική, προπαγανδιστική μηχανή εκμαυλισμού της λαϊκής συνείδησης· μια λεκτική μηχανή ή εργαλείο που είναι εντελώς ξένο, απολύτως αλλότριο προς το γλωσσικό Είναι του ανθρώπου, αλλά άκρως οικείο στην χαμηλή ποιότητα του πολιτικού προσωπικού και στην αντίστοιχη γλωσσική του πενία. Τούτο υποδηλώνει πως ο εκμαυλισμός, δηλ. η διαφθορά, της κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης του λαού δεν είναι πρωτίστως ενδογενές στοιχείο της ατομικής ή κοινωνικής ύπαρξης και συμπεριφοράς του τελευταίου, αλλά φυσική απόρροια μιας απάνθρωπης, αμοραλιστικής πολιτικής πρακτικής που λερώνει τόσο πολύ και τόσο βαθιά τη γλώσσα, ώστε ο λελογισμένος άνθρωπος –ως ατομική ή συλλογική συμπεριφορά– να απεχθάνεται όλο το προπαγανδιστικό θέατρο της πολιτικής φαυλοκρατίας, αλλά συγχρόνως να καταβάλλεται και από μια αίσθηση ανημποριάς ή παραίτησης: να αντιτάξει στον βιασμό της γλώσσας από τους πολιτικούς ένα υπέρτερο διανοηματικά, δυναμικό, εμπνευσιακό σύνθεμα Λόγου με ανάλογη πολιτική διορατικότητα.
§2
Γιατί η πολιτική αλλοτρίωση της γλώσσας, κοινώς η βάναυση κακοποίησή της από τους πολιτικούς, συνεπιφέρει και καταβαράθρωση του γενικού πολιτικού τοπίου; Επειδή η γλώσσα –αυτός ο οίκος του Είναι μας με τον πλούτο της πολυσημίας του– είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας τού τι και τού πώς σκέπτεται το εκάστοτε πολιτικό προσωπικό, άρα και τού πώς σε κάθε περίπτωση ενεργεί· επί πλέον αυτή και μόνο αυτή είναι σε θέση να βυθομετρά την ικανότητα και καταλληλότητα αυτού του προσωπικού. Όπως τονίζει με έμφαση ο Χοσέ Ορτέγα υ Γκασσέτ, ο άνθρωπος γεννιέται και ξαναγεννιέται μέσα από τον και στον μυστικό αγώνα της γλώσσας του για τη διάνοιξη της οδού που βγάζει στο φως. Ένας ευτελής επαγγελματίας της πολιτικής ποιον μυστικό αγώνα της γλώσσας μπορεί να γνωρίσει ή να διεξάγει και ποια αντίστοιχη ώθηση να πετύχει; Τίποτε απ’ αυτά. Το μόνο που «δύναται», λόγω ακριβώς της γνωσιο-οντο-λογικής του ευτέλειας, είναι να αλλοιώνει τη σημασία των λέξεων, να διαστρεβλώνει νοήματα και να παρουσιάζει, εντελώς ανεστραμμένα και συναφώς διεστραμμένα, την κόλαση για παράδεισο. Το χιτλερικό, ας πούμε, παράδειγμα σε επίπεδο αλλοτρίωσης της γλώσσας και δηλητηριώδους προπαγάνδας δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο μιας ιστορικής περιόδου και ενός κράτους, αλλά η υπόρρητη αρχή, εντός και δυνάμει της οποίας κινείται, μέσα στην ιστορία, κάθε κυβερνητική ή διακυβερνητική καθίδρυση της συνειδητής πολιτικής σύγχυσης και απάτης, ανεξάρτητα από το πολιτικό της προσωπείο (δημοκρατία, κοινοβουλευτισμός κ.λπ.). Ένα πολιτικό καθεστώς, που παράγει και αναπαράγει την αλλοτρίωση της γλώσσας ως σύγχρονο ιδεολογικό εξοπλισμό, έχει για ομιλούσα πηγή του την ως άνω αρχή. Γι’ αυτό, παραφράζοντας γνωστό αρχαίο απόφθεγμα, «φοβού τους καθεστωτικούς και δώρα φέροντας».
Πώς ορίζεται η πολιτική αλλοτρίωση της γλώσσας; Ορίζεται ως αποξένωση, την οποία υφίσταται η γλώσσα, ως λέγειν και σκέψη, στο πεδίο της πολιτικής και με πρωτεργάτες τους πολιτικούς. Πρόκειται για αποξένωση από την ίδια της την ουσία και ως εκ τούτου για αλλοτρίωσή της, ήτοι για έκπτωσή της σε μια συνθηματική, προπαγανδιστική μηχανή εκμαυλισμού της λαϊκής συνείδησης· μια λεκτική μηχανή ή εργαλείο που είναι εντελώς ξένο, απολύτως αλλότριο προς το γλωσσικό Είναι του ανθρώπου, αλλά άκρως οικείο στην χαμηλή ποιότητα του πολιτικού προσωπικού και στην αντίστοιχη γλωσσική του πενία. Τούτο υποδηλώνει πως ο εκμαυλισμός, δηλ. η διαφθορά, της κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης του λαού δεν είναι πρωτίστως ενδογενές στοιχείο της ατομικής ή κοινωνικής ύπαρξης και συμπεριφοράς του τελευταίου, αλλά φυσική απόρροια μιας απάνθρωπης, αμοραλιστικής πολιτικής πρακτικής που λερώνει τόσο πολύ και τόσο βαθιά τη γλώσσα, ώστε ο λελογισμένος άνθρωπος –ως ατομική ή συλλογική συμπεριφορά– να απεχθάνεται όλο το προπαγανδιστικό θέατρο της πολιτικής φαυλοκρατίας, αλλά συγχρόνως να καταβάλλεται και από μια αίσθηση ανημποριάς ή παραίτησης: να αντιτάξει στον βιασμό της γλώσσας από τους πολιτικούς ένα υπέρτερο διανοηματικά, δυναμικό, εμπνευσιακό σύνθεμα Λόγου με ανάλογη πολιτική διορατικότητα.
§2
Γιατί η πολιτική αλλοτρίωση της γλώσσας, κοινώς η βάναυση κακοποίησή της από τους πολιτικούς, συνεπιφέρει και καταβαράθρωση του γενικού πολιτικού τοπίου; Επειδή η γλώσσα –αυτός ο οίκος του Είναι μας με τον πλούτο της πολυσημίας του– είναι ο αδιάψευστος μάρτυρας τού τι και τού πώς σκέπτεται το εκάστοτε πολιτικό προσωπικό, άρα και τού πώς σε κάθε περίπτωση ενεργεί· επί πλέον αυτή και μόνο αυτή είναι σε θέση να βυθομετρά την ικανότητα και καταλληλότητα αυτού του προσωπικού. Όπως τονίζει με έμφαση ο Χοσέ Ορτέγα υ Γκασσέτ, ο άνθρωπος γεννιέται και ξαναγεννιέται μέσα από τον και στον μυστικό αγώνα της γλώσσας του για τη διάνοιξη της οδού που βγάζει στο φως. Ένας ευτελής επαγγελματίας της πολιτικής ποιον μυστικό αγώνα της γλώσσας μπορεί να γνωρίσει ή να διεξάγει και ποια αντίστοιχη ώθηση να πετύχει; Τίποτε απ’ αυτά. Το μόνο που «δύναται», λόγω ακριβώς της γνωσιο-οντο-λογικής του ευτέλειας, είναι να αλλοιώνει τη σημασία των λέξεων, να διαστρεβλώνει νοήματα και να παρουσιάζει, εντελώς ανεστραμμένα και συναφώς διεστραμμένα, την κόλαση για παράδεισο. Το χιτλερικό, ας πούμε, παράδειγμα σε επίπεδο αλλοτρίωσης της γλώσσας και δηλητηριώδους προπαγάνδας δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο μιας ιστορικής περιόδου και ενός κράτους, αλλά η υπόρρητη αρχή, εντός και δυνάμει της οποίας κινείται, μέσα στην ιστορία, κάθε κυβερνητική ή διακυβερνητική καθίδρυση της συνειδητής πολιτικής σύγχυσης και απάτης, ανεξάρτητα από το πολιτικό της προσωπείο (δημοκρατία, κοινοβουλευτισμός κ.λπ.). Ένα πολιτικό καθεστώς, που παράγει και αναπαράγει την αλλοτρίωση της γλώσσας ως σύγχρονο ιδεολογικό εξοπλισμό, έχει για ομιλούσα πηγή του την ως άνω αρχή. Γι’ αυτό, παραφράζοντας γνωστό αρχαίο απόφθεγμα, «φοβού τους καθεστωτικούς και δώρα φέροντας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου