ΑΓ. πῶς οὖν; τί δράσεις; πότερα φάσγανον χερὶ
λαβοῦσα γραίᾳ φῶτα βάρβαρον κτενεῖς
ἢ φαρμάκοισιν ἢ ᾽πικουρίᾳ τίνι;
τίς σοι ξυνέσται χείρ; πόθεν κτήσῃ φίλους;
880 ΕΚ. στέγαι κεκεύθασ᾽ αἵδε Τρῳάδων ὄχλον.
ΑΓ. τὰς αἰχμαλώτους εἶπας, Ἑλλήνων ἄγραν;
ΕΚ. σὺν ταῖσδε τὸν ἐμὸν φονέα τιμωρήσομαι.
ΑΓ. καὶ πῶς γυναιξὶν ἀρσένων ἔσται κράτος;
ΕΚ. δεινὸν τὸ πλῆθος σὺν δόλῳ τε δύσμαχον.
885 ΑΓ. δεινόν· τὸ μέντοι θῆλυ μέμφομαι σθένος.
ΕΚ. τί δ᾽; οὐ γυναῖκες εἷλον Αἰγύπτου τέκνα
καὶ Λῆμνον ἄρδην ἀρσένων ἐξῴκισαν;
ἀλλ᾽ ὣς γενέσθω· τόνδε μὲν μέθες λόγον,
πέμψον δέ μοι τήνδ᾽ ἀσφαλῶς διὰ στρατοῦ
890 γυναῖκα. — καὶ σὺ Θρῃκὶ πλαθεῖσα ξένῳ
λέξον· Καλεῖ σ᾽ ἄνασσα δή ποτ᾽ Ἰλίου
Ἑκάβη, σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρέος,
καὶ παῖδας, ὡς δεῖ καὶ τέκν᾽ εἰδέναι λόγους
τοὺς ἐξ ἐκείνης. — τὸν δὲ τῆς νεοσφαγοῦς
895 Πολυξένης ἐπίσχες, Ἀγάμεμνον, τάφον,
ὡς τώδ᾽ ἀδελφὼ πλησίον μιᾷ φλογί,
δισσὴ μέριμνα μητρί, κρυφθῆτον χθονί.
ΑΓ. ἔσται τάδ᾽ οὕτω· καὶ γὰρ εἰ μὲν ἦν στρατῷ
πλοῦς, οὐκ ἂν εἶχον τήνδε σοι δοῦναι χάριν·
900 νῦν δ᾽, οὐ γὰρ ἵησ᾽ οὐρίους πνοὰς θεός,
μένειν ἀνάγκη πλοῦν ὁρῶντας ἥσυχον.
γένοιτο δ᾽ εὖ πως· πᾶσι γὰρ κοινὸν τόδε,
ἰδίᾳ θ᾽ ἑκάστῳ καὶ πόλει, τὸν μὲν κακὸν
κακόν τι πάσχειν, τὸν δὲ χρηστὸν εὐτυχεῖν.
***
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Μα τί σκοπεύεις; Θα πάρεις σπαθί
στο γέρικο χέρι σου να σκοτώσεις τον βάρβαρο;
ή θα τον φαρμακώσεις; Και με ποιά βοήθεια;
Πού θα βρεις φίλους για να σε συντρέξουν;
ΕΚΑΒΗ
880 Πλήθος Τρωαδίτισσες κρύβουν αυτές οι τέντες.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Για τις σκλάβες μιλάς των Ελλήνων;
ΕΚΑΒΗ
Μαζί μ᾽ αυτές θα τιμωρήσω τον φονιά μου.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ώστε οι γυναίκες θα νικήσουνε τους άντρες;
ΕΚΑΒΗ
Φοβερό είναι το πλήθος· αν μάλιστα
ενεργήσει με δόλο, ακαταμάχητο.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ναι, φοβερό, δεν λέω. Μα όσο να ᾽ναι, οι γυναίκες…
ΕΚΑΒΗ
Γιατί;
Γυναίκες δεν εσφάξαν τα παιδιά του Αιγύπτου,
κι άλλες αδειάσανε τη Λήμνο από τους άντρες;
Έτσι ας γίνουν τα πράγματα· παράτα
αυτόν τον λόγο.
Και φρόντισέ μου τη γυναίκα ετούτη να περάσει
με σιγουριά μέσ᾽ απ᾽ το στράτευμά σου.
(Σε μια δούλα της.)
Εσύ
890 τράβα να βρεις τον φίλο τον Θρακιώτη
και πες του: η άλλοτε βασίλισσα της Τροίας,
η Εκάβη, σε καλεί, για το δικό σου
συμφέρον πιο πολύ κι όχι για το δικό της,
να πας μαζί με τα παιδιά σου.
Γιατί πρέπει και κείνα να μάθουνε
τα όσα θα σου πει. Κι εσύ, Αγαμέμνονα,
της νιοσφαγμένης Πολυξένης την ταφή
σταμάτησέ τη, να θαφτούν με μια φωτιά,
κοντά κοντά, τα δυο τ᾽ αδέρφια,
διπλή της μάνας τους φροντίδα.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ας γίνει κι έτσι, μια και δεν είναι τρόπος
ο στρατός να σαλπάρει· αλλιώς, δεν θα μπορούσα
να σου κάμω τη χάρη που γυρεύεις.
900 Όμως αφού ο θεός δεν στέλνει πρίμο αγέρα,
άπραγοι μένουμε, την ώρα καρτερώντας
για το ταξίδι. Μακάρι να πετύχεις.
Συμφέρει σ᾽ όλους,
και στον καθένα χωριστά και σε μια χώρα,
κακό να βρίσκουν οι κακοί, κι οι καλοί να ευτυχούνε.
(Φεύγουν. Η Εκάβη μπαίνει στη σκηνή της.)
λαβοῦσα γραίᾳ φῶτα βάρβαρον κτενεῖς
ἢ φαρμάκοισιν ἢ ᾽πικουρίᾳ τίνι;
τίς σοι ξυνέσται χείρ; πόθεν κτήσῃ φίλους;
880 ΕΚ. στέγαι κεκεύθασ᾽ αἵδε Τρῳάδων ὄχλον.
ΑΓ. τὰς αἰχμαλώτους εἶπας, Ἑλλήνων ἄγραν;
ΕΚ. σὺν ταῖσδε τὸν ἐμὸν φονέα τιμωρήσομαι.
ΑΓ. καὶ πῶς γυναιξὶν ἀρσένων ἔσται κράτος;
ΕΚ. δεινὸν τὸ πλῆθος σὺν δόλῳ τε δύσμαχον.
885 ΑΓ. δεινόν· τὸ μέντοι θῆλυ μέμφομαι σθένος.
ΕΚ. τί δ᾽; οὐ γυναῖκες εἷλον Αἰγύπτου τέκνα
καὶ Λῆμνον ἄρδην ἀρσένων ἐξῴκισαν;
ἀλλ᾽ ὣς γενέσθω· τόνδε μὲν μέθες λόγον,
πέμψον δέ μοι τήνδ᾽ ἀσφαλῶς διὰ στρατοῦ
890 γυναῖκα. — καὶ σὺ Θρῃκὶ πλαθεῖσα ξένῳ
λέξον· Καλεῖ σ᾽ ἄνασσα δή ποτ᾽ Ἰλίου
Ἑκάβη, σὸν οὐκ ἔλασσον ἢ κείνης χρέος,
καὶ παῖδας, ὡς δεῖ καὶ τέκν᾽ εἰδέναι λόγους
τοὺς ἐξ ἐκείνης. — τὸν δὲ τῆς νεοσφαγοῦς
895 Πολυξένης ἐπίσχες, Ἀγάμεμνον, τάφον,
ὡς τώδ᾽ ἀδελφὼ πλησίον μιᾷ φλογί,
δισσὴ μέριμνα μητρί, κρυφθῆτον χθονί.
ΑΓ. ἔσται τάδ᾽ οὕτω· καὶ γὰρ εἰ μὲν ἦν στρατῷ
πλοῦς, οὐκ ἂν εἶχον τήνδε σοι δοῦναι χάριν·
900 νῦν δ᾽, οὐ γὰρ ἵησ᾽ οὐρίους πνοὰς θεός,
μένειν ἀνάγκη πλοῦν ὁρῶντας ἥσυχον.
γένοιτο δ᾽ εὖ πως· πᾶσι γὰρ κοινὸν τόδε,
ἰδίᾳ θ᾽ ἑκάστῳ καὶ πόλει, τὸν μὲν κακὸν
κακόν τι πάσχειν, τὸν δὲ χρηστὸν εὐτυχεῖν.
***
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Μα τί σκοπεύεις; Θα πάρεις σπαθί
στο γέρικο χέρι σου να σκοτώσεις τον βάρβαρο;
ή θα τον φαρμακώσεις; Και με ποιά βοήθεια;
Πού θα βρεις φίλους για να σε συντρέξουν;
ΕΚΑΒΗ
880 Πλήθος Τρωαδίτισσες κρύβουν αυτές οι τέντες.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Για τις σκλάβες μιλάς των Ελλήνων;
ΕΚΑΒΗ
Μαζί μ᾽ αυτές θα τιμωρήσω τον φονιά μου.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ώστε οι γυναίκες θα νικήσουνε τους άντρες;
ΕΚΑΒΗ
Φοβερό είναι το πλήθος· αν μάλιστα
ενεργήσει με δόλο, ακαταμάχητο.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ναι, φοβερό, δεν λέω. Μα όσο να ᾽ναι, οι γυναίκες…
ΕΚΑΒΗ
Γιατί;
Γυναίκες δεν εσφάξαν τα παιδιά του Αιγύπτου,
κι άλλες αδειάσανε τη Λήμνο από τους άντρες;
Έτσι ας γίνουν τα πράγματα· παράτα
αυτόν τον λόγο.
Και φρόντισέ μου τη γυναίκα ετούτη να περάσει
με σιγουριά μέσ᾽ απ᾽ το στράτευμά σου.
(Σε μια δούλα της.)
Εσύ
890 τράβα να βρεις τον φίλο τον Θρακιώτη
και πες του: η άλλοτε βασίλισσα της Τροίας,
η Εκάβη, σε καλεί, για το δικό σου
συμφέρον πιο πολύ κι όχι για το δικό της,
να πας μαζί με τα παιδιά σου.
Γιατί πρέπει και κείνα να μάθουνε
τα όσα θα σου πει. Κι εσύ, Αγαμέμνονα,
της νιοσφαγμένης Πολυξένης την ταφή
σταμάτησέ τη, να θαφτούν με μια φωτιά,
κοντά κοντά, τα δυο τ᾽ αδέρφια,
διπλή της μάνας τους φροντίδα.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ας γίνει κι έτσι, μια και δεν είναι τρόπος
ο στρατός να σαλπάρει· αλλιώς, δεν θα μπορούσα
να σου κάμω τη χάρη που γυρεύεις.
900 Όμως αφού ο θεός δεν στέλνει πρίμο αγέρα,
άπραγοι μένουμε, την ώρα καρτερώντας
για το ταξίδι. Μακάρι να πετύχεις.
Συμφέρει σ᾽ όλους,
και στον καθένα χωριστά και σε μια χώρα,
κακό να βρίσκουν οι κακοί, κι οι καλοί να ευτυχούνε.
(Φεύγουν. Η Εκάβη μπαίνει στη σκηνή της.)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου