Η εποχή μάς έσπρωχνε να αφήσουμε τα κτήματα και τη σειρά μας και να πάμε αλλού να αρχίσουμε καινούργια, μοντέρνα ζωή. Αν μέναμε πίσω, θα μαραζώναμε σε ένα χωριό γεμάτο γέρους και πένθος και θα είχαμε την ιδέα ότι η ζωή μας πήγε χαμένη. Ξεριζωθήκαμε από τη γη μας και γίναμε σαν τα φυτά που τα βγάζεις από το χώμα τους και τα βάζεις σε ένα ποτήρι με τις ρίζες τους και περιμένεις να γίνουν δέντρα μέσα στο καθάριο νερό, στο μικρό γυάλινο ποτηράκι πάνω στον πάγκο κάποιας κουζίνας.
Από την αρχή ήξερα ότι ήταν ένα λάθος. Δεν είχα χαρά για όλο αυτό το ξεκίνημα, ένα φόβο είχα. Δεν ένιωθα σιγουριά. Μου περνούσε από το νου ότι αφήναμε τα σίγουρα και τα λιγοστά και πηγαίναμε στο άγνωστο χωρίς καμιά εξασφάλιση. Μόνο μια τυφλή ορμή και μια μισότυφλη ελπίδα είχαμε να μας ζαλίζει το κεφάλι. Πρώτη φορά γινόταν αυτό μέσα στον κόσμο. Πρώτη φορά άνοιγαν οι πόρτες της καλοζωίας και μας καλούσαν να πάρουμε μέρος κι εμείς οι ταπεινοί. Ήταν μεγάλη ευκαιρία να εξασφαλιστούμε, να φτιάξουμε καινούργια σπίτια, να αγοράσουμε καινούργια έπιπλα, να αγοράσουμε μηχανήματα ηλεκτρικά που θα έκαναν αυτόματα όλες τις καθημερινές δουλειές χωρίς εμείς να κουραζόμαστε καθόλου. Έτσι θα μας περίσσευε χρόνος να διασκεδάζουμε και να πηγαίνουμε εκδρομές. Θα αγοράζαμε καινούργια ρούχα, θα σπουδάζαμε τα παιδιά μας, θα βάζαμε λεφτά στην τράπεζα και θα γευόμασταν παράξενα φαγητά που μόνο οι πλούσιοι έτρωγαν και απολάμβαναν. Σαν παραμύθι θα γινόταν η ζωή μας` το παραμύθι που πάντα ονειρευόμασταν. Και το κυριότερο, θα σταματούσαν οι πόλεμοι, αφού θα υπήρχε αφθονία και θα ξεκινούσε μια μεγάλη, απέραντη ειρήνη. Η ειρήνη της προόδου και της αφθονίας όπου ο καθένας θα μπορούσε να δείξει τι αξίζει. Αυτό δε ζητούσαμε όλα αυτά τα χρόνια; Αυτό δεν ήταν το όνειρό μας; Να λοιπόν που ήρθε ο καιρός το όνειρό μας να γίνει πραγματικότητα. Πώς θα μπορούσε κάποιος να αντισταθεί σε μια τέτοια λογική; Παράδοση άνευ όρων, το λοιπόν, και βουρ να πιάσουμε δουλειά και να δώσουμε ρέστα.
Όλα φαίνονταν καλά και πολύ γλυκά στην αρχή. Σαν να είχε τελειώσει μια μεγάλη κατάρα και να άρχιζε μια μεγάλη ευχή. Μια ευχή που από τα παλιά χρόνια αποτελούσε τη μεγαλύτερη ελπίδα στις καρδιές των ανθρώπων. Και όμως, εγώ είχα ένα μεγάλο φόβο και δε συμμεριζόμουν τη μεγάλη τους χαρά. Αλλά όταν ζούσα δεν ήξερα γράμματα και δεν μπορούσα να κάνω λόγια αυτά που ένιωθα. Τώρα που πέθανα ξέρω τις λέξεις, ξέρω τα λόγια αλλά δεν έχω φωνή να ακουστώ. Κανένας δεν μπορεί και ούτε θέλει να με ακούσει. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει αυτό το κακό που έχει ξεκινήσει. Γιατί κανένας δεν καταλαβαίνει τι του συμβαίνει. Κανένας δεν μπορεί να ξεδιαλύνει ποιος είναι ο ένοχος και ποιο είναι το θύμα. Εμείς οι νεκροί που ξέρουμε δεν ακουγόμαστε. Μόνο στέκουμε παγιδευμένοι στον κόσμο τους και περιμένουμε τις εξελίξεις, γιατί αφήσαμε πίσω μας ανθρώπους ζωντανούς, τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας, και μας ενδιαφέρει η τύχη τους. Αλλά αυτό το δίχτυ είναι τόσο γερά φτιαγμένο που δε σπάει με τίποτα. Σωρός ρημαδιό όλοι πιασμένοι μέσα του σαν μεγάλη ψαριά βαδίζουν στην καταστροφή τους. Ενώ θα σπαρταρούν πάνω στο κατάστρωμα του σιδερένιου πλοίου, τα ψυγεία του θα τους περιμένουν για να τους παγώσουν τη σάρκα και την ψυχή.
Από την αρχή ήξερα ότι ήταν ένα λάθος. Δεν είχα χαρά για όλο αυτό το ξεκίνημα, ένα φόβο είχα. Δεν ένιωθα σιγουριά. Μου περνούσε από το νου ότι αφήναμε τα σίγουρα και τα λιγοστά και πηγαίναμε στο άγνωστο χωρίς καμιά εξασφάλιση. Μόνο μια τυφλή ορμή και μια μισότυφλη ελπίδα είχαμε να μας ζαλίζει το κεφάλι. Πρώτη φορά γινόταν αυτό μέσα στον κόσμο. Πρώτη φορά άνοιγαν οι πόρτες της καλοζωίας και μας καλούσαν να πάρουμε μέρος κι εμείς οι ταπεινοί. Ήταν μεγάλη ευκαιρία να εξασφαλιστούμε, να φτιάξουμε καινούργια σπίτια, να αγοράσουμε καινούργια έπιπλα, να αγοράσουμε μηχανήματα ηλεκτρικά που θα έκαναν αυτόματα όλες τις καθημερινές δουλειές χωρίς εμείς να κουραζόμαστε καθόλου. Έτσι θα μας περίσσευε χρόνος να διασκεδάζουμε και να πηγαίνουμε εκδρομές. Θα αγοράζαμε καινούργια ρούχα, θα σπουδάζαμε τα παιδιά μας, θα βάζαμε λεφτά στην τράπεζα και θα γευόμασταν παράξενα φαγητά που μόνο οι πλούσιοι έτρωγαν και απολάμβαναν. Σαν παραμύθι θα γινόταν η ζωή μας` το παραμύθι που πάντα ονειρευόμασταν. Και το κυριότερο, θα σταματούσαν οι πόλεμοι, αφού θα υπήρχε αφθονία και θα ξεκινούσε μια μεγάλη, απέραντη ειρήνη. Η ειρήνη της προόδου και της αφθονίας όπου ο καθένας θα μπορούσε να δείξει τι αξίζει. Αυτό δε ζητούσαμε όλα αυτά τα χρόνια; Αυτό δεν ήταν το όνειρό μας; Να λοιπόν που ήρθε ο καιρός το όνειρό μας να γίνει πραγματικότητα. Πώς θα μπορούσε κάποιος να αντισταθεί σε μια τέτοια λογική; Παράδοση άνευ όρων, το λοιπόν, και βουρ να πιάσουμε δουλειά και να δώσουμε ρέστα.
Όλα φαίνονταν καλά και πολύ γλυκά στην αρχή. Σαν να είχε τελειώσει μια μεγάλη κατάρα και να άρχιζε μια μεγάλη ευχή. Μια ευχή που από τα παλιά χρόνια αποτελούσε τη μεγαλύτερη ελπίδα στις καρδιές των ανθρώπων. Και όμως, εγώ είχα ένα μεγάλο φόβο και δε συμμεριζόμουν τη μεγάλη τους χαρά. Αλλά όταν ζούσα δεν ήξερα γράμματα και δεν μπορούσα να κάνω λόγια αυτά που ένιωθα. Τώρα που πέθανα ξέρω τις λέξεις, ξέρω τα λόγια αλλά δεν έχω φωνή να ακουστώ. Κανένας δεν μπορεί και ούτε θέλει να με ακούσει. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει αυτό το κακό που έχει ξεκινήσει. Γιατί κανένας δεν καταλαβαίνει τι του συμβαίνει. Κανένας δεν μπορεί να ξεδιαλύνει ποιος είναι ο ένοχος και ποιο είναι το θύμα. Εμείς οι νεκροί που ξέρουμε δεν ακουγόμαστε. Μόνο στέκουμε παγιδευμένοι στον κόσμο τους και περιμένουμε τις εξελίξεις, γιατί αφήσαμε πίσω μας ανθρώπους ζωντανούς, τα παιδιά μας και τους συγγενείς μας, και μας ενδιαφέρει η τύχη τους. Αλλά αυτό το δίχτυ είναι τόσο γερά φτιαγμένο που δε σπάει με τίποτα. Σωρός ρημαδιό όλοι πιασμένοι μέσα του σαν μεγάλη ψαριά βαδίζουν στην καταστροφή τους. Ενώ θα σπαρταρούν πάνω στο κατάστρωμα του σιδερένιου πλοίου, τα ψυγεία του θα τους περιμένουν για να τους παγώσουν τη σάρκα και την ψυχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου