ΕΚ. καλῶς μὲν εἶπας, θύγατερ, ἀλλὰ τῷ καλῷ
λύπη πρόσεστιν. εἰ δὲ δεῖ τῷ Πηλέως
χάριν γενέσθαι παιδὶ καὶ ψόγον φυγεῖν
385 ὑμᾶς, Ὀδυσσεῦ, τήνδε μὲν μὴ κτείνετε,
ἡμᾶς δ᾽ ἄγοντες πρὸς πυρὰν Ἀχιλλέως
κεντεῖτε, μὴ φείδεσθ᾽· ἐγὼ ᾽τεκον Πάριν,
ὃς παῖδα Θέτιδος ὤλεσεν τόξοις βαλών.
ΟΔ. οὐ σ᾽, ὦ γεραιά, κατθανεῖν Ἀχιλλέως
390 φάντασμ᾽ Ἀχαιοὺς ἀλλὰ τήνδ᾽ ᾐτήσατο.
ΕΚ. ὑμεῖς δέ μ᾽ ἀλλὰ θυγατρὶ συμφονεύσατε,
καὶ δὶς τόσον πῶμ᾽ αἵματος γενήσεται
γαίᾳ νεκρῷ τε τῷ τάδ᾽ ἐξαιτουμένῳ.
ΟΔ. ἅλις κόρης σῆς θάνατος, οὐ προσοιστέος
395 ἄλλος πρὸς ἄλλῳ· μηδὲ τόνδ᾽ ὠφείλομεν.
ΕΚ. πολλή γ᾽ ἀνάγκη θυγατρὶ συνθανεῖν ἐμέ.
ΟΔ. πῶς; οὐ γὰρ οἶδα δεσπότας κεκτημένος.
ΕΚ. ὁποῖα κισσὸς δρυὸς ὅπως τῆσδ᾽ ἕξομαι.
ΟΔ. οὔκ, ἤν γε πείθῃ τοῖσι σοῦ σοφωτέροις.
400 ΕΚ. ὡς τῆσδ᾽ ἑκοῦσα παιδὸς οὐ μεθήσομαι.
ΟΔ. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐγὼ μὴν τήνδ᾽ ἄπειμ᾽ αὐτοῦ λιπών.
ΠΟ. μῆτερ, πιθοῦ μοι· καὶ σύ, παῖ Λαερτίου,
χάλα τοκεῦσιν εἰκότως θυμουμένοις,
σύ τ᾽, ὦ τάλαινα, τοῖς κρατοῦσι μὴ μάχου.
405 βούλῃ πεσεῖν πρὸς οὖδας ἑλκῶσαί τε σὸν
γέροντα χρῶτα πρὸς βίαν ὠθουμένη,
ἀσχημονῆσαί τ᾽ ἐκ νέου βραχίονος
σπασθεῖσ᾽, ἃ πείσῃ; μὴ σύ γ᾽· οὐ γὰρ ἄξιον.
ἀλλ᾽, ὦ φίλη μοι μῆτερ, ἡδίστην χέρα
410 δὸς καὶ παρειὰν προσβαλεῖν παρηίδι·
ὡς οὔποτ᾽ αὖθις ἀλλὰ νῦν πανύστατον
ἀκτῖνα κύκλον θ᾽ ἡλίου προσόψομαι.
τέλος δέχῃ δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμάτων.
ὦ μῆτερ, ὦ τεκοῦσ᾽, ἄπειμι δὴ κάτω.
***
ΕΚΑΒΗ
Όμορφα μίλησες, κόρη μου, όμως υπάρχει πόνος
σ᾽ αυτή την ομορφιά. Κι αν είν᾽ ανάγκη,
Οδυσσέα, να πληρώσετε τη χάρη
στον γιο του Πηλέα για να λείψουν κι από σας
οι κατηγόριες, μη μου τη σκοτώσετε.
Εμένα σύρτε στον τάφο του Αχιλλέα
και, δίχως λύπηση, σφάχτε με.
Εγώ είμ᾽ εκείνη που έφερα στον κόσμο
τον Πάρι,
αυτόν που αφάνισε με σαϊτιές τον γιο της Θέτιδας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δεν γύρεψε απ᾽ τους Αχαιούς ο ίσκιος του Αχιλλέα
τον δικό σου τον θάνατο, κυρά μου,
390 την κοπέλα ζητάει για σφαχτάρι.
ΕΚΑΒΗ
Τότε σκοτώστε με μαζί με την κόρη μου.
Διπλό θα γίνει το αίμα που θα πιει
κι η γη κι ο νεκρός που το γύρεψε.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αρκετός είν᾽ ο θάνατος της κόρης.
Δεν θα προσθέσουμε κι άλλον. Μακάρι
ούτε αυτόν να χρωστούσαμε.
ΕΚΑΒΗ
Κι όμως,
σου λέω πως πρέπει να πεθάνω με την κόρη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τί λες; Δεν το ᾽ξερα πως έχω κι αφεντάδες.
ΕΚΑΒΗ
Θα την κρατώ σαν ο κισσός που περιπλέκει
το άγριο το δρυ.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κι εγώ σου λέω ν᾽ ακούσεις
εκείνους που είναι φρονιμότεροι από σένα.
ΕΚΑΒΗ
Μάθε πως με τη θέλησή μου δεν θα την αφήσω
400 την κόρη μου.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Άκουσε, μάνα μου· κι εσύ, γιε του Λαέρτη,
συμπάθα τους γονιούς που με το δίκιο τους
φουντώνουν.
Και συ, δυστυχισμένη, μην εναντιώνεσαι
στους δυνατούς. Θα σ᾽ άρεσε
κατάχαμα να πέσεις και το γέρικο
κορμί σου να λαβώσεις όταν με τη βία
θα σε σπρώχνουνε, και να ντροπιαστείς
καθώς θα σε τραβολογούν τα παλικάρια;
Αυτά θα πάθεις· μη, λοιπόν, ζητάς τα αταίριαστα.
Μανούλα αγαπημένη, δώσε μου
το γλυκό σου το χέρι κι άσε ν᾽ ακουμπήσω
410 το μάγουλο στο μάγουλό σου,
αφού ποτέ πια δεν θα ξαναδώ
του ήλιου το φως. Ακούς
τα τελευταία μου λόγια.
Ω μητέρα, ω εσύ που με γέννησες,
για τον Άδη πορεύομαι.
λύπη πρόσεστιν. εἰ δὲ δεῖ τῷ Πηλέως
χάριν γενέσθαι παιδὶ καὶ ψόγον φυγεῖν
385 ὑμᾶς, Ὀδυσσεῦ, τήνδε μὲν μὴ κτείνετε,
ἡμᾶς δ᾽ ἄγοντες πρὸς πυρὰν Ἀχιλλέως
κεντεῖτε, μὴ φείδεσθ᾽· ἐγὼ ᾽τεκον Πάριν,
ὃς παῖδα Θέτιδος ὤλεσεν τόξοις βαλών.
ΟΔ. οὐ σ᾽, ὦ γεραιά, κατθανεῖν Ἀχιλλέως
390 φάντασμ᾽ Ἀχαιοὺς ἀλλὰ τήνδ᾽ ᾐτήσατο.
ΕΚ. ὑμεῖς δέ μ᾽ ἀλλὰ θυγατρὶ συμφονεύσατε,
καὶ δὶς τόσον πῶμ᾽ αἵματος γενήσεται
γαίᾳ νεκρῷ τε τῷ τάδ᾽ ἐξαιτουμένῳ.
ΟΔ. ἅλις κόρης σῆς θάνατος, οὐ προσοιστέος
395 ἄλλος πρὸς ἄλλῳ· μηδὲ τόνδ᾽ ὠφείλομεν.
ΕΚ. πολλή γ᾽ ἀνάγκη θυγατρὶ συνθανεῖν ἐμέ.
ΟΔ. πῶς; οὐ γὰρ οἶδα δεσπότας κεκτημένος.
ΕΚ. ὁποῖα κισσὸς δρυὸς ὅπως τῆσδ᾽ ἕξομαι.
ΟΔ. οὔκ, ἤν γε πείθῃ τοῖσι σοῦ σοφωτέροις.
400 ΕΚ. ὡς τῆσδ᾽ ἑκοῦσα παιδὸς οὐ μεθήσομαι.
ΟΔ. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἐγὼ μὴν τήνδ᾽ ἄπειμ᾽ αὐτοῦ λιπών.
ΠΟ. μῆτερ, πιθοῦ μοι· καὶ σύ, παῖ Λαερτίου,
χάλα τοκεῦσιν εἰκότως θυμουμένοις,
σύ τ᾽, ὦ τάλαινα, τοῖς κρατοῦσι μὴ μάχου.
405 βούλῃ πεσεῖν πρὸς οὖδας ἑλκῶσαί τε σὸν
γέροντα χρῶτα πρὸς βίαν ὠθουμένη,
ἀσχημονῆσαί τ᾽ ἐκ νέου βραχίονος
σπασθεῖσ᾽, ἃ πείσῃ; μὴ σύ γ᾽· οὐ γὰρ ἄξιον.
ἀλλ᾽, ὦ φίλη μοι μῆτερ, ἡδίστην χέρα
410 δὸς καὶ παρειὰν προσβαλεῖν παρηίδι·
ὡς οὔποτ᾽ αὖθις ἀλλὰ νῦν πανύστατον
ἀκτῖνα κύκλον θ᾽ ἡλίου προσόψομαι.
τέλος δέχῃ δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμάτων.
ὦ μῆτερ, ὦ τεκοῦσ᾽, ἄπειμι δὴ κάτω.
***
ΕΚΑΒΗ
Όμορφα μίλησες, κόρη μου, όμως υπάρχει πόνος
σ᾽ αυτή την ομορφιά. Κι αν είν᾽ ανάγκη,
Οδυσσέα, να πληρώσετε τη χάρη
στον γιο του Πηλέα για να λείψουν κι από σας
οι κατηγόριες, μη μου τη σκοτώσετε.
Εμένα σύρτε στον τάφο του Αχιλλέα
και, δίχως λύπηση, σφάχτε με.
Εγώ είμ᾽ εκείνη που έφερα στον κόσμο
τον Πάρι,
αυτόν που αφάνισε με σαϊτιές τον γιο της Θέτιδας.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Δεν γύρεψε απ᾽ τους Αχαιούς ο ίσκιος του Αχιλλέα
τον δικό σου τον θάνατο, κυρά μου,
390 την κοπέλα ζητάει για σφαχτάρι.
ΕΚΑΒΗ
Τότε σκοτώστε με μαζί με την κόρη μου.
Διπλό θα γίνει το αίμα που θα πιει
κι η γη κι ο νεκρός που το γύρεψε.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Αρκετός είν᾽ ο θάνατος της κόρης.
Δεν θα προσθέσουμε κι άλλον. Μακάρι
ούτε αυτόν να χρωστούσαμε.
ΕΚΑΒΗ
Κι όμως,
σου λέω πως πρέπει να πεθάνω με την κόρη.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Τί λες; Δεν το ᾽ξερα πως έχω κι αφεντάδες.
ΕΚΑΒΗ
Θα την κρατώ σαν ο κισσός που περιπλέκει
το άγριο το δρυ.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ
Κι εγώ σου λέω ν᾽ ακούσεις
εκείνους που είναι φρονιμότεροι από σένα.
ΕΚΑΒΗ
Μάθε πως με τη θέλησή μου δεν θα την αφήσω
400 την κόρη μου.
ΠΟΛΥΞΕΝΗ
Άκουσε, μάνα μου· κι εσύ, γιε του Λαέρτη,
συμπάθα τους γονιούς που με το δίκιο τους
φουντώνουν.
Και συ, δυστυχισμένη, μην εναντιώνεσαι
στους δυνατούς. Θα σ᾽ άρεσε
κατάχαμα να πέσεις και το γέρικο
κορμί σου να λαβώσεις όταν με τη βία
θα σε σπρώχνουνε, και να ντροπιαστείς
καθώς θα σε τραβολογούν τα παλικάρια;
Αυτά θα πάθεις· μη, λοιπόν, ζητάς τα αταίριαστα.
Μανούλα αγαπημένη, δώσε μου
το γλυκό σου το χέρι κι άσε ν᾽ ακουμπήσω
410 το μάγουλο στο μάγουλό σου,
αφού ποτέ πια δεν θα ξαναδώ
του ήλιου το φως. Ακούς
τα τελευταία μου λόγια.
Ω μητέρα, ω εσύ που με γέννησες,
για τον Άδη πορεύομαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου