Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

Nietzsche: Αγών είναι η Ομορφιά της Ζωής

Φρίντριχ Νίτσε: 1844-1900

Ο ΑΓΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ: να ερωτεύεσαι το πεπρωμένο σου

§1

     Στα έργα του ο Νίτσε δεν φείδεται να χρησιμοποιεί φράσεις και εκφράσεις, ιστορικά καταξιωμένες και ως εκ τούτου ικανές να απελευθερώνουν νοήματα της σκέψης του με ακατάλυτη ισχύ. Μια απ’ αυτές είναι και η φράση: amor fati. Tην έχει δανειστεί από τον ρωμαϊκό στωικισμό και κυριολεκτικά σημαίνει: έρως/αγάπη του πεπρωμένου/της μοίρας. Με τούτη τη φράση καταφάσκει το άνοιγμα στη ζωή: τουτέστι θέλει να δηλώσει τη συναίνεση, το μεγάλο ναι, ως γενική στάση έναντι της πραγματικότητας. Ουσιαστικά ενεργοποιεί τη δυνατότητα να εκφράσει μια συναισθηματική και όχι γνωσιολογική σχέση με το πεπρωμένο, με τη μοίρα. Κατ’ αυτήν τη σχέση δεν πρόκειται για παραίτηση σε ό,τι μας επιτάσσει το πεπρωμένο, για παθητική υποταγή στην αναπόφευκτη μοίρα αλλά για τη χαρούμενη αποδοχή της· μια αποδοχή, που μας επιτρέπει να βιώνουμε την αναγκαιότητα ως μια μορφή της ομορφιάς. Γράφει σχετικά:

«Σήμερα ο καθένας επιτρέπει στον εαυτό του να εκφράζει την επιθυμία του και την πιο προσφιλή του σκέψη· γι’ αυτό κι εγώ θα πω τι επιθυμώ από τον εαυτό μου σήμερα και ποια πρώτη σκέψη πέρασε από την καρδιά μου αυτό τον χρόνο ‒ ποια σκέψη πρέπει να γίνει για μένα βάση, εγγύηση και γλυκύτητα της ζωής μου από δω και πέρα! Θέλω να μαθαίνω όλο και περισσότερο να βλέπω ως ωραίο αυτό που είναι αναγκαίο στα πράγματα ‒ έτσι θα γίνω ένας από κείνους που κάνουν ωραία τα πράγματα. Amor fati: ας είναι αυτή η αγάπη μου από δω και πέρα! Δεν θέλω να κηρύξω πόλεμο εναντίον αυτού που είναι άσχημο. Δεν θέλω να κατηγορώ· δεν θέλω να κατηγορώ ούτε εκείνους που κατηγορούν. Να στρέφω αλλού το βλέμμα μου: αυτή ας είναι η μόνη μου άρνηση! Και, με δυο λόγια: θέλω να γίνω από μια στιγμή και μετά ένας άνθρωπος που λέει μόνο Ναι!» (Η χαρούμενη επιστήμη, § 276).

§2

     Amor fati: το να αγαπάμε το πεπρωμένο μας σημαίνει, για τον Νίτσε, να προσηλώνουμε το βλέμμα μας στη ρεαλιστική πραγματικότητα και μόνο σ’ αυτή· να μην αρνούμαστε, δηλ. να μην φοβόμαστε να αναμετρηθούμε με αυτό «που μας βρίσκει, μας συντυχαίνει και μας αλλάζει» (Heidegger) αλλά να το αντιμετωπίζουμε με ενεργητική βούληση και με έναν τέτοιο δυναμισμό, ώστε να εκμηδενίζουμε τη δυσθυμία, την πλήξη, τη θλίψη, την απελπισία, την απόγνωση και κάθε φυγή ή πτήση προς ένα ιδεαλιστικό επέκεινα. Άμα εισχωρήσει στη ζωή μας ένα τέτοιο επέκεινα ως παραμυθία από την τραγικότητα του υπαρκτικού μας Είναι, παραλύει τη βούλησή μας για κατάφαση της ζωής και καλλιεργεί μια ροπή να αρνούμαστε αυτή την κατάφαση, υπό τη μορφή καταδίκης των οδυνηρών και τραγικών πτυχών της ζωής. Τέτοιες πτυχές, που είναι σύμφυτες με την ενεργό πραγματικότητά μας, δεν τις καταδικάζουμε αρνούμενοι αυτή την πραγματικότητα, αλλά τις αντιπαλεύουμε, τις πολεμάμε. Η αγάπη, επομένως, του πεπρωμένου μας υποδηλώνει την αγάπη του πολέμου στη ζωή υπέρ της ζωής. Να γιατί ο Νίτσε ανήγαγε σε εμβληματική αρχή και μορφή της σκέψης του την ηρακλείτεια ρήση: «πόλεμος πατήρ πάντων». Η μόνη άρνηση, ως εκ τούτου, απέναντι στην κατάφαση της ζωής είναι η άρνηση του ιδεαλισμού, που ως επέκεινα μας κραδαίνει διαρκώς τον κίνδυνο της ήττας μας κατά την αναμέτρησή μας με τις οδυνηρές και τραγικές πλευρές της ζωής.

§3

     Με την αγάπη της μοίρας, του πεπρωμένου, φαίνεται πως ο Νίτσε αναγνωρίζει την αναγκαιότητα των πραγμάτων, της πραγματικότητας, και μάλιστα την αναγνωρίζει ως το ωραίο. Αυτή η αναγκαιότητα του δημιουργεί την επιθυμία να μαθαίνει όλο και περισσότερο να βλέπει τα πράγματα στην κατ’ αναγκαιότητα ομορφιά τους και να είναι έτσι εκείνος που τα ομορφαίνει και ομορφαίνει και ο ίδιος. Η αγάπη της μοίρας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται πλέον ως υπαγωγή της ζωτικής μας δραστηριότητας στο τυχαίο, ως παθητική αποδοχή αυτού που μας συμβαίνει ή ως άνευ όρων παράδοση σε αυτό που δεν ελέγχουμε, αλλά ως αυτή τούτη η αγάπη που μας εμπνέει, ως η αγάπη της ζωής μας ή ως η αγάπη στη ζωή μας. Όπως λέει ο Νίτσε και στο πιο πάνω απόσπασμα (§1) δεν επιθυμεί να ασχοληθεί με το άσχημο, να το καταπολεμήσει, να κατηγορήσει κ.λπ., γενικώς να ακολουθήσει μια ατέρμονη γραμμή εμπλοκής του στο άσχημο, ήτοι, να αναλώσει τη ζωτική του δραστηριότητα σε ό,τι ποδοπατάει την ομορφιά της ζωής, αλλά να κρατήσει το βλέμμα του μακριά από την ασχήμια και να καταστήσει τον εαυτό του δύναμη αποκλειστικά κατάφασης της ομορφιάς της ζωής. Κατ’ αυτό τον τρόπο κατορθώνει, με πολλή προσοχή και ακρίβεια, να συνδυάσει την ελευθερία του ανθρώπου με την αναγκαιότητα του πεπρωμένου του. Όσο μαθαίνει να βλέπει την αναγκαιότητα των πραγμάτων ως το ωραίο, τόσο πιο πολύ επιθυμεί να αγαπά τη μοίρα του. Και η ελευθερία του; Σε τι έγκειται; Έγκειται στο να βλέπει, να μαθαίνει, να επιθυμεί, να αποφασίζει, να ομορφαίνει και να αγαπά τα πάντα στη ζωή, να αναγνωρίζει την αναγκαιότητά τους και να ενεργεί κινητοποιώντας όλες τις εσωτερικές του δυνάμεις υπό ένα εύρυθμο συνδυασμό ενστίκτων, αισθημάτων, λογισμού και υποσυνείδητου. Για μια τέτοια κινητοποίηση χρειάζεται να αίρεται κανείς πάνω από τις καθημερινές αντιλήψεις που διχοτομούν, θραύουν, συντρίβουν, κατακομματιάζουν την ενότητα αναγκαιότητας και ελευθερίας.

§4

     Το Amor fati αποτελεί για τον Νίτσε ένα από τα καθοριστικά θέματα της σκέψης του. Το να αγαπάει κανείς το πεπρωμένο σημαίνει, γι’ αυτόν τον γεμάτο φως φιλόσοφο, να αγαπάει την αισθητή πραγματικότητα, τον αισθητό κόσμο, όπου ζει, και να εναντιώνεται στην καταδίκη αυτού του κόσμου, στην οποία προχωρεί, με τον δικό του τρόπο, ο μεταφυσικός/θεολογικός ιδεαλισμός, με το να τοποθετεί την ευτυχία του ανθρώπου σε έναν υπεραισθητό, αμετάβλητο κόσμο. Η εν λόγω στάση της καταδίκης της αισθητής πραγματικότητας ανάγει τις ρίζες της στη μνησικακία και στην επιθυμία για εκδίκηση προς τη ζωή. Αυτή τη στάση την εντοπίζει ο Νίτσε στην κλασική μεταφυσική, που έχει για χαρακτηριστικό της έμβλημα ή σήμα την ερμηνευτική δημιουργία του κόσμου του Είναι ‒π.χ. την ερμηνευτική πράξη της δημιουργίας του κόσμου από τον θεό‒ δηλ. ενός κόσμου αμετάβλητου, αιώνια ίδιου με τον εαυτό του. Πρόκειται για τον κόσμο, που κατά τη θεολογική μεταφυσική δεν γνωρίζει το γίγνεσθαι, τη γένεση και τη φθορά και στέκεται πάνω και πέρα από τις αντιφάσεις της ζωής, οι οποίες συνιστούν πηγή ανυπόφορων πόνων. Η ελευθερία του ανθρώπου όμως, όπως τονίζει με έμφαση ο Νίτσε, δεν ενδημεί σε μια τέτοια φυγή από την πραγματικότητα αλλά στα ελεύθερα πνεύματα, που πρωτίστως είναι σωματικά όντα με τις ρίζες τους μέσα στην κοινωνία και την ιστορία. Υπό την οπτική της εντιμότητας, της μη-δολιότητας και του θάρρους αυτών των όντων, δηλ. υπό την οπτική της ικανότητας ημών των ανθρώπων να σκεπτόμαστε την πραγματικότητα στο σύνολό της και της ικανότητάς μας να αντιμετωπίζουμε μέσα σε τούτη καθετί συνταρακτικό, τρομερό, το amor fati ταυτίζεται για τον Νίτσε με μια από τις διαστάσεις του Διονυσιακού και γίνεται το χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπινου μεγαλείου:

«Ο κανόνας μου για το μεγαλείο του ανθρώπου είναι amor fati: να μη θέλει κανείς τίποτε άλλο, μπροστά τίποτε, πίσω τίποτε, στους αιώνες των αιώνων τίποτε. Το αναγκαίο [=το κατ’ αναγκαιότητα] όχι μόνο να το υποφέρεις, πολύ λιγότερο να το αποκρύβεις ‒ολόκληρος ο ιδεαλισμός δεν είναι παρά ψευδολογία, παραπλάνηση, ως προς το αναγκαίο‒ αλλά να το αγαπάς» (Ecce homo, Warum ich so klug bin §10, KSA6, σ. 297).  

§5

     Το ερώτημα, στη συνάφεια τούτη, επανέρχεται και πάλι στην έννοια του πεπρωμένου. Ο Νίτσε χρησιμοποιεί για τούτη την έννοια τη λατινική λέξη Fatum και όχι τη γερμανική Schicksal, γιατί η εν λόγω λατινική λέξη δεν σημαίνει μόνο μοίρα, πεπρωμένο αλλά και θάνατο. Όλοι οι άνθρωποι, ως ιστορικο-κοινωνικά όντα, φέρουν μέσα τους αυτό το Fatum ως την αναγκαία οριοθέτηση της ζωής τους, ως τον βιολογικό τους περιορισμό. Το amor fati, συνακόλουθα, υποδηλώνει πως η μοίρα του ανθρώπου περιλαμβάνει τέτοιους παράγοντες, όπως γέννηση, διάρκεια ζωής, θνητότητα ‒που περικλείει χρονικότητα και σωματικότητα‒ θάνατο, διάφορες άλλες περιστάσεις, τόσο σε επίπεδο φυσικού κόσμου, όσο και σε εκείνο του ιστορικού και κοινωνικού κόσμου. Εδώ εντάσσεται και η καλή όπως και η κακή τύχη, η καλοτυχία και κακοτυχία. Στο βαθμό που συνειδητοποιούμε αυτό το πολύπλοκο πλέγμα των ως άνω παραγόντων ζωής και το ερμηνεύουμε, δηλ. το εσωτερικεύουμε, στην αλήθεια του, συνάπτουμε τη μοίρα μας με την ελευθερία και με τον Αγώνα για την ελευθερία, πέρα από κάθε πτήση έξω από την αισθητή πραγματικότητα. Ο Νίτσε, κατ’ αυτό τον τρόπο, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στο θάνατο, αποδοκιμάζοντας όλες τις θεϊστικές πεποιθήσεις και τις σκιές, που αφήνουν να απλώνονται πάνω στον κόσμο και οι οποίες θέλουν να μας κάνουν να πιστεύουμε ότι ο κόσμος είναι ρυθμισμένος και αρμονικός έξω από τη βούληση του ανθρώπου. Το amor fati αποβλέπει στην απομάκρυνση όλων αυτών των σκιών και κατ’ επέκταση δείχνει πως ένας κόσμος του Αγώνος για ζωή, που περιλαμβάνει και την περίσταση του θανάτου αλλά πάντοτε στηρίζεται στη βούληση του ανθρώπου για δύναμη είναι ένας όμορφος κόσμος. Είναι όμορφος, γιατί η εν λόγω βούληση για δύναμη, όταν κατανοείται σωστά από τους ίδιους τους ανθρώπους, επιτρέπει να βρίσκονται στο προσκήνιο ως ενεργά όντα οι δυνατοί, όπως λέει ο Νίτσε, δυνατοί δηλ. τόσο από τη σκοπιά της πνευματικότητας, όπως π.χ. ήταν και ο ίδιος ο φιλόσοφος, όσο και από εκείνη της εξωτερικότητας, δηλ. της μη καθυπόταξης των πραγματικά ικανών-των άξιων ανθρώπων, των υπέρ-ανθρώπων, στην εξουσία του συρφετού των ανίκανων, των αδύναμων και ανάξιων, οι οποίοι κρύβονται συνήθως πίσω από ιδεολογίες και ποικίλα άλλα προσωπεία πολιτικής, κομματικής, πολιτισμικής, αξιωματικής ή και «επιστημονικής» υφής:

«Όλα τα προβλήματα της πολιτικής, της κοινωνικής τάξης, της αγωγής … είναι ως τα βάθη της ουσίας τους παραχαραγμένα, κατά τρόπο που ο κόσμος να εκλάβει για μεγάλους τους πιο ολέθριους ανθρώπους …Αυτοί είναι για μένα τα απορρίμματα της ανθρωπότητας, τα εκτρώματα της αρρώστιας και των εκδικητικών ενστίκτων: είναι οι ανίατοι στην ουσία απ-άνθρωποι, που παίρνουν εκδίκηση από τη ζωή» (Ecce homo, Warum ich so klug bin §10, KSA6, σ. 296).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου