Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1377b-1378a)

ΒΙΒΛΙΟ Β'

Εισαγωγή: κεφ. 1

[1377b] [I] Ἐκ τίνων μὲν οὖν δεῖ καὶ προτρέπειν καὶ ἀποτρέπειν, καὶ ἐπαινεῖν καὶ ψέγειν, καὶ κατηγορεῖν καὶ ἀπολογεῖσθαι, καὶ ποῖαι δόξαι καὶ προτάσεις χρήσιμοι πρὸς τὰς τούτων πίστεις, ταῦτ᾽ ἐστίν· περὶ γὰρ τούτων καὶ ἐκ τούτων τὰ ἐνθυμήματα, ὡς περὶ ἕκαστον εἰπεῖν ἰδίᾳ τὸ γένος τῶν λόγων.

Ἐπεὶ δὲ ἕνεκα κρίσεώς ἐστιν ἡ ῥητορική (καὶ γὰρ τὰς συμβουλὰς κρίνουσι καὶ ἡ δίκη κρίσις ἐστίν), ἀνάγκη μὴ μόνον πρὸς τὸν λόγον ὁρᾶν, ὅπως ἀποδεικτικὸς ἔσται καὶ πιστός, ἀλλὰ καὶ αὑτὸν ποιόν τινα καὶ τὸν κριτὴν κατασκευάζειν· πολὺ γὰρ διαφέρει πρὸς πίστιν, μάλιστα μὲν ἐν ταῖς συμβουλαῖς, εἶτα καὶ ἐν ταῖς δίκαις, τό τε ποιόν τινα φαίνεσθαι τὸν λέγοντα καὶ τὸ πρὸς αὑτοὺς ὑπολαμβάνειν πως διακεῖσθαι αὐτόν, πρὸς δὲ τούτοις ἐὰν καὶ αὐτοὶ διακείμενοί πως τυγχάνωσιν. τὸ μὲν οὖν ποιόν τινα φαίνεσθαι τὸν λέγοντα χρησιμώτερον εἰς τὰς συμβουλάς ἐστιν, τὸ δὲ διακεῖσθαί πως τὸν ἀκροατὴν εἰς τὰς δίκας· οὐ γὰρ ταὐτὰ φαίνεται φιλοῦσι καὶ μισοῦσιν, οὐδ᾽ ὀργιζομένοις καὶ πράως ἔχουσιν, ἀλλ᾽ ἢ τὸ παράπαν ἕτερα ἢ

[1378a] κατὰ μέγεθος ἕτερα· τῷ μὲν γὰρ φιλοῦντι περὶ οὗ ποιεῖται τὴν κρίσιν ἢ οὐκ ἀδικεῖν ἢ μικρὰ δοκεῖ ἀδικεῖν, τῷ δὲ μισοῦντι τοὐναντίον· καὶ τῷ μὲν ἐπιθυμοῦντι καὶ εὐέλπιδι ὄντι, ἐὰν ᾖ τὸ ἐσόμενον ἡδύ, καὶ ἔσεσθαι καὶ ἀγαθὸν ἔσεσθαι φαίνεται, τῷ δ᾽ ἀπαθεῖ καὶ δυσχεραίνοντι τουναντίον.

Τοῦ μὲν οὖν αὐτοὺς εἶναι πιστοὺς τοὺς λέγοντας τρία ἐστὶ τὰ αἴτια· τοσαῦτα γάρ ἐστι δι᾽ ἃ πιστεύομεν ἔξω τῶν ἀποδείξεων. ἔστι δὲ ταῦτα φρόνησις καὶ ἀρετὴ καὶ εὔνοια· διαψεύδονται γὰρ περὶ ὧν λέγουσιν ἢ συμβουλεύουσιν ἢ δι᾽ ἅπαντα ταῦτα ἢ διὰ τούτων τι· ἢ γὰρ δι᾽ ἀφροσύνην οὐκ ὀρθῶς δοξάζουσιν, ἢ δοξάζοντες ὀρθῶς διὰ μοχθηρίαν οὐ τὰ δοκοῦντα λέγουσιν, ἢ φρόνιμοι μὲν καὶ ἐπιεικεῖς εἰσιν ἀλλ᾽ οὐκ εὖνοι, διόπερ ἐνδέχεται μὴ τὰ βέλτιστα συμβουλεύειν γιγνώσκοντας, καὶ παρὰ ταῦτα οὐδέν. ἀνάγκη ἄρα τὸν ἅπαντα δοκοῦντα ταῦτ᾽ ἔχειν εἶναι τοῖς ἀκροωμένοις πιστόν. ὅθεν μὲν οὖν φρόνιμοι καὶ σπουδαῖοι φανεῖεν ἄν, ἐκ τῶν περὶ τὰς ἀρετὰς διῃρημένων ληπτέον· ἐκ γὰρ τῶν αὐτῶν κἂν ἕτερόν τις κἂν ἑαυτὸν κατασκευάσειε τοιοῦτον· περὶ δ᾽ εὐνοίας καὶ φιλίας ἐν τοῖς περὶ τὰ πάθη λεκτέον. ἔστι δὲ τὰ πάθη δι᾽ ὅσα μεταβάλλοντες διαφέρουσι πρὸς τὰς κρίσεις οἷς ἕπεται λύπη καὶ ἡδονή, οἷον ὀργὴ ἔλεος φόβος καὶ ὅσα ἄλλα τοιαῦτα, καὶ τὰ τούτοις ἐναντία. δεῖ δὲ διαιρεῖν περὶ ἕκαστον εἰς τρία, λέγω δ᾽ οἷον περὶ ὀργῆς πῶς τε διακείμενοι ὀργίλοι εἰσί, καὶ τίσιν εἰώθασιν ὀργίζεσθαι, καὶ ἐπὶ ποίοις· εἰ γὰρ τὸ μὲν ἓν ἢ τὰ δύο ἔχοιμεν τούτων, ἅπαντα δὲ μή, ἀδύνατον ἂν εἴη τὴν ὀργὴν ἐμποιεῖν· ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. ὥσπερ οὖν καὶ ἐπὶ τῶν προειρημένων διεγράψαμεν τὰς προτάσεις, οὕτω καὶ περὶ τούτων ποιήσωμεν καὶ διέλωμεν τὸν εἰρημένον τρόπον.

***
[1377b] [1] Αυτές λοιπόν είναι οι πηγές από τις οποίες πρέπει να αντλούνται τα επιχειρήματα για τις προτροπές και τις αποτροπές, για τους επαίνους και για τους ψόγους, για τις κατηγορίες και τις απολογίες, και αυτές είναι οι γνώμες και οι προτάσεις που μπορούν να χρησιμοποιούνται για τις σχετικές αποδείξεις. Με αυτά, πράγματι, τα θέματα έχουν να κάνουν και από εδώ αντλούνται τα ενθυμήματα — ξεχωριστά (για να το πούμε έτσι) για το καθένα από τα είδη του ρητορικού λόγου.

Δεδομένου ότι το αντικείμενο της ρητορικής είναι πάντοτε μια κρίση (ο κόσμος κρίνει, πράγματι, όσα λέγονται από τους συμβουλευτικούς ρήτορες και η απόφαση ενός δικαστηρίου είναι, και αυτή επίσης, μια κρίση), είναι ανάγκη να μη στρέφουμε την προσοχή μας μόνο στο πώς θα γίνει αποδεικτικός και πειστικός ο λόγος, αλλά και στο πώς ο ομιλητής α) θα παρουσιάσει τον εαυτό του να έχει κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες και β) θα φέρει το ακροατήριό του σε μια συγκεκριμένη ψυχική κατάσταση· γιατί έχει, βέβαια, μεγάλη σημασία για την πειθώ (κατά κύριο λόγο στις συνελεύσεις του λαού και κατά δεύτερο λόγο στις δίκες) αφενός ο ρήτορας να φαίνεται ότι έχει κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες και αφετέρου οι ακροατές του να σκέφτονται πως ο ρήτοράς τους είναι διατεθειμένος με έναν ορισμένο τρόπο απέναντι τους — επιπρόσθετα, βέβαια, και το αν συμβαίνει και οι ίδιοι οι ακροατές να είναι διατεθειμένοι με έναν ορισμένο τρόπο απέναντι του. Το να φαίνεται λοιπόν ο ρήτορας ότι έχει κάποιες συγκεκριμένες ιδιότητες είναι σε μεγαλύτερο βαθμό χρήσιμο στους συμβουλευτικούς λόγους, ενώ το να είναι διατεθειμένοι με έναν ορισμένο τρόπο οι ακροατές είναι χρησιμότερο στις δίκες. Ο λόγος είναι ότι τα πράγματα δεν φαίνονται τα ίδια σ᾽ αυτούς που είναι φιλικά και σ᾽ αυτούς που είναι εχθρικά διατεθειμένοι, στους θυμωμένους και στους μειλίχιους, αλλά ή ολωσδιόλου διαφορετικά ή [

1378a] διαφορετικά ως προς τη βαρύτητά τους: ο φιλικά διατεθειμένος θεωρεί ότι αυτός για τον οποίο θα διατυπώσει την κρίση του ή δεν έχει διαπράξει αδικία ή έχει διαπράξει μια μικρή αδικία· ο εχθρικά διατεθειμένος κάνει το αντίθετο· και πάλι, αυτός που επιθυμεί και αισιοδοξεί, αν αυτό που θα συμβεί είναι ευχάριστο, λέει ότι θα γίνει και ότι θα είναι και καλό, ενώ ο ψυχρός και αδιάφορος, καθώς και αυτός που δυσανασχετεί λέει το αντίθετο.

Τρία είναι τα πράγματα που κάνουν πειστικούς τους ρήτορες — τόσα, άλλωστε, είναι αυτά που, πέρα από τις αποδείξεις, μας κάνουν να χαρίζουμε την εμπιστοσύνη μας. Αυτά είναι η φρόνηση, η αρετή και η καλή διάθεση: αν οι ρήτορες πέφτουν έξω και δεν πετυχαίνουν την αλήθεια σ᾽ αυτά που λένε ή συμβουλεύουν, είναι γιατί τους λείπουν είτε όλα αυτά ή ένα από αυτά· αυτό θα πει πως είτε από έλλειψη φρόνησης δεν διαμορφώνουν μέσα τους σωστές γνώμες, είτε, ενώ έχουν διαμορφωμένες μέσα τους σωστές γνώμες, δεν λένε «από κακία» αυτά που σκέφτονται, είτε, ενώ έχουν και φρόνηση και αρετή, δεν έχουν καλή διάθεση, πράγμα που κάνει πιθανό να μη συμβουλεύουν τα καλύτερα, και ας τα ξέρουν. Πέρα από τα τρία αυτά δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Κατανάγκην λοιπόν ο ρήτορας που θεωρείται ότι τα έχει όλα αυτά εμπνέει εμπιστοσύνη στους ακροατές του. Τα μέσα με τα οποία οι ρήτορες θα μπορούσαν να εμφανισθούν ως φρόνιμοι και ηθικά αξιόλογοι άνθρωποι μπορούμε να τα πάρουμε από όσα είπαμε παραπάνω αναλυτικά για τις αρετές (γιατί είναι ίδια τα μέσα με τα οποία μπορεί κανείς να παρουσιάσει είτε τους άλλους είτε τον εαυτό του με αυτές τις ιδιότητες)· όσο για τη φιλία και την καλή διάθεση, θα κάνουμε λόγο μιλώντας για τα πάθη.

Πάθη είναι όλα αυτά που, προκαλώντας μεταβολές στη γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων, τους κάνουν να παρουσιάζουν διαφορές στις κρίσεις τους· συνοδεύονται από δυσαρέσκεια ή ευχαρίστηση. Πάθη είναι π.χ. η οργή, ο οίκτος, ο φόβος και όλα τα παρόμοια, καθώς και τα αντίθετά τους.

Μιλώντας για το καθένα από αυτά θα πρέπει να κάνουμε ξεχωριστό λόγο για τρία πράγματα. Θέλω να πω: μιλώντας π.χ. για την οργή είμαστε υποχρεωμένοι να εξετάσουμε αναλυτικά,

α) τη γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων που κατέχονται από οργή,

β) εναντίον τίνων συνήθως οργίζονται,

γ) για τί είδους λόγους οργίζονται.

Πραγματικά, αν γνωρίζουμε ένα ή δύο από αυτά, όχι όμως και τα τρία, είναι, θα έλεγα, αδύνατο να βάλουμε μέσα στην ψυχή κάποιου την οργή. Το ίδιο και στην περίπτωση των άλλων παθών. Όπως λοιπόν περιγράψαμε με κάθε λεπτομέρεια τις προτάσεις τις σχετικές με τα θέματα για τα οποία κάναμε λόγο παραπάνω, ας κάνουμε το ίδιο και για τα πάθη και ας προχωρήσουμε στις αναλύσεις μας με την ίδια μέθοδο.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου