Ο αρχαίος Σκεπτικισμός ως κατάφαση της ζωής
§1
Ι. Αρχαίος σκεπτικισμός: Ευδοκίμησε κατά την Ελληνιστική εποχή, σε μια περίοδο δηλαδή, όπου η φιλοσοφία αναπροσδιορίζεται, όσο ποτέ άλλοτε, ως οδηγητής της ζωής και ως πηγή αταραξίας. Η φιλοσοφία εν γένει συμβαίνει πάντοτε να αποτελεί τη φωνή μιας ανώτερης τάξης και αλλαγής, ανταποκρινόμενη στα αιτήματα των καιρών. Έτσι και οι υπό συζήτηση εδώ νέες φιλοσοφικές ιδέες επιχειρούν να εκφράσουν ένα είδος πρακτικής φιλοσοφίας, μια εφαρμοσμένη φιλοσοφία της ζωής, προσιτή στον κοινό θνητό και ικανή να καθιδρύει ανθεκτικές συμπεριφορές των ανθρώπων. Και οι μεγάλες φιλοσοφικές σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που προηγήθηκαν χρονικά και εξακολουθούν να υπάρχουν με τη μια ή την άλλη μορφή κι αυτή την εποχή, είχαν πολλά να πουν για το πώς πρέπει να διάγει κανείς το βίο του, αλλά με έναν τρόπο μάλλον πιο επιστημονικό και διανοητικό, που αντικειμενικά δεν μπορούσε να αγκαλιάσει τις πλατιές μάζες. Εξάλλου, ένας μακρινός απόηχος των φιλοσοφικών απόψεων και συμπεριφορών του Σωκράτη για τη ζωή αναζητεί τους «Σωκρατικούς συνεχιστές» του σε ορισμένες φιλοσοφικές κινήσεις, από τις οποίες θα ξεπηδήσουν τρία μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα της ελληνιστικής εποχής: ο σκεπτικισμός, ο στωικισμός και ο επικουρισμός. Καθένα από αυτά τα κινήματα δεν αποτελεί συνέχεια του άλλου, αλλά έχει μια αυτόνομη παρουσία, ενώ όχι σπάνια αλληλο-αντιτίθενται ή αλληλο-διαφοροποιούνται.
ΙΙ. Ανάμεσα στα κοινά τους χαρακτηριστικά καίριο και κύριο είναι η αντιμετώπιση του ανθρώπινου ατόμου ως εκείνης της αυθύπαρκτης ατομικής [=αδιαίρετης–άτμητης] μονάδας, που πρέπει να αναζητεί και να βρίσκει την ταυτότητά/ενότητά της στην άμεση πραγματικότητα με το ακόλουθο νόημα περίπου: όχι να υποτάσσεται σε αυτή, αλλά να απελευθερώνεται από οποιαδήποτε μορφή παροντικού καταναγκασμού ή αλλοτριωτικής περικύκλωσης, σχεδιάζοντας μια ιδεώδη, αλλά με πρακτικό αντίκρισμα, οργάνωση του ατομικού βίου, ώστε να μένει ανεπηρέαστος/ασκλάβωτος, στο δυνατό βαθμό, από τη μια ή τη άλλη κατάσταση δουλείας του παρόντος. Μια τέτοια οργάνωση περιλαμβάνει δραστηριότητα με υπομονή και επιμονή, καθορισμένη θεωρητική στάση, συνέπεια λόγου και πράξης, χάραξη μιας καθημερινής πρακτικής αποστασιοποίησης από τις κακοτράχαλες πτυχές του εξωτερικού κόσμου. Ποιος όμως είναι σε θέση να αποτολμήσει μια τέτοια αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, προκειμένου να ζήσει ευδαιμονικά τη ζωή του. Πρώτα-πρώτα, ο ίδιος ο σκεπτικός σοφός, που έχει φτάσει να φιλοσοφήσει και να υπερβεί τα είδωλα μιας ψευδούς ελευθερίαςˑ που έχει αποφασίσει να αρνηθεί τον κόσμο των δουλικών συνειδήσεων, χωρίς να αποκόπτεται από τη σφριγηλότητα της ζωής Αυτός ο σοφός δεν παρουσιαζόταν ως «σωτήρας» του κόσμου, όπως συμβαίνει με πολλούς ματαιόδοξους της θεωρητικής και πολιτικής ανοησίας του σήμερα, αλλά σχεδίαζε συγκεκριμένα βήματα απαλλαγής των ανθρώπων από τέτοια σύνδρομα ματαιοδοξίας και αλλοφροσύνης.
§2
Ι. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ο σκεπτικισμός διαφοροποιείται εν τω μεταξύ από τον στωικισμό και τον επικουρισμό, κατά το ότι δεν προβάλλει νέα συστήματα γνώσης, αλλά ἐποχήν, δηλαδή αποχή από κάθε πρόταγμα θετικής, συστηματικής γνώσης. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος, όπου ο Χέγκελ συζητεί για τον αρχαίο σκεπτικισμό, χαρακτηρίζει αυτή τη γραμμή ως «δρόμο απελπισίας, απόγνωσης της συνείδησης». Απελπισία και απόγνωση όχι με το νόημα της οντολογικής ασάφειας και ενός αντίστοιχου μηδενισμού –αυτά τα αφήνει για τους άξεστους του πολιτικού status– αλλά ως προχώρηση πέρα από το «σύνηθες», το «φυσιολογικό», το θεοποιημένο είδωλοˑ πέρα από τη θεωρία του: «καλά είναι και έτσι».
ΙΙ. Ο αρχαίος Σκεπτικισμός συνήθως αναπτύχθηκε σύμφωνα με τις παρακάτω σχολές: ο πρώιμος Πυρρωνισμός με εμβληματική μορφή τον Πύρρωνα από την Ηλεία (περίπου 360-270). Εδώ εντάσσεται και ένας από τους γνωστούς μαθητές του: ο Τίμων ο Φιλόλαος (περίπου 320-230). Ο Πύρρων συνειδητά δεν άφησε κανένα γραπτό, κατά το πρότυπο του Σωκράτη. Το έργο του είχε κυρίως πρακτικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και δεν άφησε γραπτά κείμενα. Επιζητούσε δια λόγου και πρακτικής στάσης ζωής του ιδίου να δείξει στους συνανθρώπους του τον δρόμο της ψυχικής γαλήνης και εσωτερικής ισορροπίας. Προς τούτο συνιστούσε ἐποχήν [=αποχή] από κάθε είδους κρίσεις και τεκμηρίωνε τούτο με τη θέση του περί αδιαφορίας, ήτοι ισοσθένειας [=ίσης αξίας, ίδιας εγκυρότητας, ισοδυναμίας] των αλληλο-αντίθετων κρίσεων. Οφείλει κανείς, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, να βγαίνει έξω, να κρατιέται μακριά από τις αντίδικες γνώμες περί δικαίου και αδίκου και να περιορίζει τις βλέψεις του, τις επιδιώξεις του στο κατά φύση αναγκαίο. Μια τέτοια αποχή από κρίσεις και γνώμες μας οδηγεί στην Αταραξία, στην εσωτερική ελευθερία, στη μη εξάρτηση από τους άλλους.
ΙΙΙ. Ο Σκεπτικισμός στην Ακαδημία: εδώ έχουμε τη λεγόμενη Μέση και Νεώτερη Ακαδημία, τον Ακαδημεικό Σκεπτικισμό, με κύριους εκπροσώπους τον Αρκεσίλαο (περίπου 315-240), ιδρυτή της Μέσης ή της Δεύτερης Ακαδημίας, και τον Καρνεάδη (περίπου 214-128), ιδρυτή της Νεώτερης Ακαδημίας. Μαθητές του ήταν ο Κλειτόμαχος και ο Φίλων ο Λαρισαίος. Ο Αρκεσίαλος ασκήθηκε στη διαλεκτική και υιοθέτησε την επιχειρηματολογία των σχολών των Μεγάρων και της Ερέτριας, που επηρεάστηκαν από την ελεατική Λογική. Η σκέψη του κατηύθυνε τα βέλη της ενάντια στη λογική των Στωικών και στη θεωρία για το κριτήριο της αλήθειας. Αυτή την πολεμική συνέχισε με επιτυχία ο Καρνεάδης, αφού πρώτα είχε μελετήσει καλά τα κείμενα των Στωικών.
ΙV. O Νεοπυρρωνισμός, με κύριο εκπρόσωπο τον Αινησίδημο και ο ύστερος Πυρρωνισμός με εκπρόσωπο τον Σέξτο τον Εμπειρικό (2ος αι. μ.Χρ.) Ο Αινησίδημος πρέσβευε τη θεωρία πως δεν μπορούμε τίποτα να γνωρίσουμε με βεβαιότητα είτε με τις αισθήσεις είτε με τη νόηση. Δεν μπορεί επομένως κανένας να γνωρίσει την αλήθεια των πραγμάτων. Η φιλοσοφική του προσπάθεια αναγνωρίζει τη μεγάλη σημασία του φιλοσοφείν με τον τρόπο του Πύρρωνος. Ο Πυρρωνισμός θα φτάσει στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής του με τον Σέξτο τον Εμπειρικό. Βασικό μοτίβο της σκέψης του, σε σχέση με την αναβίωση του Πυρρωνισμού, είναι τούτο: η εξέταση ενός πράγματος συνάπτεται με τρεις πιθανές εκδοχές. Είτε να νομίσει κανείς ότι ανακάλυψε την αλήθεια, είτε να πιστέψει στην αδυνατότητα ανακάλυψής της ή να συνεχίσει την αναζήτησή της. Αναλυτικά για αυτό το ιδιοφυές πνευματικό κίνημα θα μιλήσουμε σε επόμενες συναρτήσεις. Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει καταληκτικά ότι η Σκεπτικιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων θραύει τον σκοταδισμό που συσκοτίζει τα πάντα σε κρίσιμες εποχές, σαν τη δική μας τη σημερινή, καθώς αποδομεί την απόλυτη ανοησία όλων των βεβαιοτήτων [πολιτικών, επιστημονικών κ.λπ.] και αποδυναμώνει πλήρως τις καρικατούρες της «οντολογικής ασάφειας».
§1
Ι. Αρχαίος σκεπτικισμός: Ευδοκίμησε κατά την Ελληνιστική εποχή, σε μια περίοδο δηλαδή, όπου η φιλοσοφία αναπροσδιορίζεται, όσο ποτέ άλλοτε, ως οδηγητής της ζωής και ως πηγή αταραξίας. Η φιλοσοφία εν γένει συμβαίνει πάντοτε να αποτελεί τη φωνή μιας ανώτερης τάξης και αλλαγής, ανταποκρινόμενη στα αιτήματα των καιρών. Έτσι και οι υπό συζήτηση εδώ νέες φιλοσοφικές ιδέες επιχειρούν να εκφράσουν ένα είδος πρακτικής φιλοσοφίας, μια εφαρμοσμένη φιλοσοφία της ζωής, προσιτή στον κοινό θνητό και ικανή να καθιδρύει ανθεκτικές συμπεριφορές των ανθρώπων. Και οι μεγάλες φιλοσοφικές σχολές του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, που προηγήθηκαν χρονικά και εξακολουθούν να υπάρχουν με τη μια ή την άλλη μορφή κι αυτή την εποχή, είχαν πολλά να πουν για το πώς πρέπει να διάγει κανείς το βίο του, αλλά με έναν τρόπο μάλλον πιο επιστημονικό και διανοητικό, που αντικειμενικά δεν μπορούσε να αγκαλιάσει τις πλατιές μάζες. Εξάλλου, ένας μακρινός απόηχος των φιλοσοφικών απόψεων και συμπεριφορών του Σωκράτη για τη ζωή αναζητεί τους «Σωκρατικούς συνεχιστές» του σε ορισμένες φιλοσοφικές κινήσεις, από τις οποίες θα ξεπηδήσουν τρία μεγάλα φιλοσοφικά ρεύματα της ελληνιστικής εποχής: ο σκεπτικισμός, ο στωικισμός και ο επικουρισμός. Καθένα από αυτά τα κινήματα δεν αποτελεί συνέχεια του άλλου, αλλά έχει μια αυτόνομη παρουσία, ενώ όχι σπάνια αλληλο-αντιτίθενται ή αλληλο-διαφοροποιούνται.
ΙΙ. Ανάμεσα στα κοινά τους χαρακτηριστικά καίριο και κύριο είναι η αντιμετώπιση του ανθρώπινου ατόμου ως εκείνης της αυθύπαρκτης ατομικής [=αδιαίρετης–άτμητης] μονάδας, που πρέπει να αναζητεί και να βρίσκει την ταυτότητά/ενότητά της στην άμεση πραγματικότητα με το ακόλουθο νόημα περίπου: όχι να υποτάσσεται σε αυτή, αλλά να απελευθερώνεται από οποιαδήποτε μορφή παροντικού καταναγκασμού ή αλλοτριωτικής περικύκλωσης, σχεδιάζοντας μια ιδεώδη, αλλά με πρακτικό αντίκρισμα, οργάνωση του ατομικού βίου, ώστε να μένει ανεπηρέαστος/ασκλάβωτος, στο δυνατό βαθμό, από τη μια ή τη άλλη κατάσταση δουλείας του παρόντος. Μια τέτοια οργάνωση περιλαμβάνει δραστηριότητα με υπομονή και επιμονή, καθορισμένη θεωρητική στάση, συνέπεια λόγου και πράξης, χάραξη μιας καθημερινής πρακτικής αποστασιοποίησης από τις κακοτράχαλες πτυχές του εξωτερικού κόσμου. Ποιος όμως είναι σε θέση να αποτολμήσει μια τέτοια αντιπαράθεση με την πραγματικότητα, προκειμένου να ζήσει ευδαιμονικά τη ζωή του. Πρώτα-πρώτα, ο ίδιος ο σκεπτικός σοφός, που έχει φτάσει να φιλοσοφήσει και να υπερβεί τα είδωλα μιας ψευδούς ελευθερίαςˑ που έχει αποφασίσει να αρνηθεί τον κόσμο των δουλικών συνειδήσεων, χωρίς να αποκόπτεται από τη σφριγηλότητα της ζωής Αυτός ο σοφός δεν παρουσιαζόταν ως «σωτήρας» του κόσμου, όπως συμβαίνει με πολλούς ματαιόδοξους της θεωρητικής και πολιτικής ανοησίας του σήμερα, αλλά σχεδίαζε συγκεκριμένα βήματα απαλλαγής των ανθρώπων από τέτοια σύνδρομα ματαιοδοξίας και αλλοφροσύνης.
§2
Ι. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ο σκεπτικισμός διαφοροποιείται εν τω μεταξύ από τον στωικισμό και τον επικουρισμό, κατά το ότι δεν προβάλλει νέα συστήματα γνώσης, αλλά ἐποχήν, δηλαδή αποχή από κάθε πρόταγμα θετικής, συστηματικής γνώσης. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος, όπου ο Χέγκελ συζητεί για τον αρχαίο σκεπτικισμό, χαρακτηρίζει αυτή τη γραμμή ως «δρόμο απελπισίας, απόγνωσης της συνείδησης». Απελπισία και απόγνωση όχι με το νόημα της οντολογικής ασάφειας και ενός αντίστοιχου μηδενισμού –αυτά τα αφήνει για τους άξεστους του πολιτικού status– αλλά ως προχώρηση πέρα από το «σύνηθες», το «φυσιολογικό», το θεοποιημένο είδωλοˑ πέρα από τη θεωρία του: «καλά είναι και έτσι».
ΙΙ. Ο αρχαίος Σκεπτικισμός συνήθως αναπτύχθηκε σύμφωνα με τις παρακάτω σχολές: ο πρώιμος Πυρρωνισμός με εμβληματική μορφή τον Πύρρωνα από την Ηλεία (περίπου 360-270). Εδώ εντάσσεται και ένας από τους γνωστούς μαθητές του: ο Τίμων ο Φιλόλαος (περίπου 320-230). Ο Πύρρων συνειδητά δεν άφησε κανένα γραπτό, κατά το πρότυπο του Σωκράτη. Το έργο του είχε κυρίως πρακτικό χαρακτήρα. Γι’ αυτό και δεν άφησε γραπτά κείμενα. Επιζητούσε δια λόγου και πρακτικής στάσης ζωής του ιδίου να δείξει στους συνανθρώπους του τον δρόμο της ψυχικής γαλήνης και εσωτερικής ισορροπίας. Προς τούτο συνιστούσε ἐποχήν [=αποχή] από κάθε είδους κρίσεις και τεκμηρίωνε τούτο με τη θέση του περί αδιαφορίας, ήτοι ισοσθένειας [=ίσης αξίας, ίδιας εγκυρότητας, ισοδυναμίας] των αλληλο-αντίθετων κρίσεων. Οφείλει κανείς, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, να βγαίνει έξω, να κρατιέται μακριά από τις αντίδικες γνώμες περί δικαίου και αδίκου και να περιορίζει τις βλέψεις του, τις επιδιώξεις του στο κατά φύση αναγκαίο. Μια τέτοια αποχή από κρίσεις και γνώμες μας οδηγεί στην Αταραξία, στην εσωτερική ελευθερία, στη μη εξάρτηση από τους άλλους.
ΙΙΙ. Ο Σκεπτικισμός στην Ακαδημία: εδώ έχουμε τη λεγόμενη Μέση και Νεώτερη Ακαδημία, τον Ακαδημεικό Σκεπτικισμό, με κύριους εκπροσώπους τον Αρκεσίλαο (περίπου 315-240), ιδρυτή της Μέσης ή της Δεύτερης Ακαδημίας, και τον Καρνεάδη (περίπου 214-128), ιδρυτή της Νεώτερης Ακαδημίας. Μαθητές του ήταν ο Κλειτόμαχος και ο Φίλων ο Λαρισαίος. Ο Αρκεσίαλος ασκήθηκε στη διαλεκτική και υιοθέτησε την επιχειρηματολογία των σχολών των Μεγάρων και της Ερέτριας, που επηρεάστηκαν από την ελεατική Λογική. Η σκέψη του κατηύθυνε τα βέλη της ενάντια στη λογική των Στωικών και στη θεωρία για το κριτήριο της αλήθειας. Αυτή την πολεμική συνέχισε με επιτυχία ο Καρνεάδης, αφού πρώτα είχε μελετήσει καλά τα κείμενα των Στωικών.
ΙV. O Νεοπυρρωνισμός, με κύριο εκπρόσωπο τον Αινησίδημο και ο ύστερος Πυρρωνισμός με εκπρόσωπο τον Σέξτο τον Εμπειρικό (2ος αι. μ.Χρ.) Ο Αινησίδημος πρέσβευε τη θεωρία πως δεν μπορούμε τίποτα να γνωρίσουμε με βεβαιότητα είτε με τις αισθήσεις είτε με τη νόηση. Δεν μπορεί επομένως κανένας να γνωρίσει την αλήθεια των πραγμάτων. Η φιλοσοφική του προσπάθεια αναγνωρίζει τη μεγάλη σημασία του φιλοσοφείν με τον τρόπο του Πύρρωνος. Ο Πυρρωνισμός θα φτάσει στο αποκορύφωμα της ανάπτυξής του με τον Σέξτο τον Εμπειρικό. Βασικό μοτίβο της σκέψης του, σε σχέση με την αναβίωση του Πυρρωνισμού, είναι τούτο: η εξέταση ενός πράγματος συνάπτεται με τρεις πιθανές εκδοχές. Είτε να νομίσει κανείς ότι ανακάλυψε την αλήθεια, είτε να πιστέψει στην αδυνατότητα ανακάλυψής της ή να συνεχίσει την αναζήτησή της. Αναλυτικά για αυτό το ιδιοφυές πνευματικό κίνημα θα μιλήσουμε σε επόμενες συναρτήσεις. Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει καταληκτικά ότι η Σκεπτικιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων θραύει τον σκοταδισμό που συσκοτίζει τα πάντα σε κρίσιμες εποχές, σαν τη δική μας τη σημερινή, καθώς αποδομεί την απόλυτη ανοησία όλων των βεβαιοτήτων [πολιτικών, επιστημονικών κ.λπ.] και αποδυναμώνει πλήρως τις καρικατούρες της «οντολογικής ασάφειας».
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου