Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἀνδρομάχη (1009-1046)

ΧΟ. ὦ Φοῖβε πυρ- [στρ. α]
1010 γώσας τὸν ἐν Ἰλίῳ εὐ-
τειχῆ πάγον
καὶ πόντιε κυανέαις
ἵπποις διφρεύ-
ων ἅλιον πέλαγος, τίνος οὕνεκ᾽ ἄτιμον ὄργα-
1015νον χέρα τεκτοσύνας Ἐνυ-
αλίῳ δοριμήστορι προσθέντες τάλαιναν
τάλαιναν μεθεῖτε Τροίαν;

πλείστους δ᾽ ἐπ᾽ ἀκ- [ἀντ. α]
ταῖσιν Σιμοεντίσιν εὐ-
ίππους ὄχους
1020 ἐζεύξατε καὶ φονίους
ἀνδρῶν ἁμίλ-
λας ἔθετ᾽ ἀστεφάνους· ἀπὸ δὲ φθίμενοι βεβᾶσιν
Ἰλιάδαι βασιλῆες, οὐδ᾽
1025 ἔτι πῦρ ἐπιβώμιον ἐν Τροίᾳ θεοῖσιν
λέλαμπεν καπνῷ θυώδει.

βέβακε δ᾽ Ἀτρείδας ἀλόχου παλάμαις, [στρ. β]
αὐτά τ᾽ ἐναλλάξασα φόνον θανάτῳ
1030 πρὸς τέκνων ἀπηύρα·
θεοῦ θεοῦ νιν κέλευμ᾽ ἐπεστράφη
μαντόσυνον, ὅτε νιν Ἄργος ἐμ-
πορευθεὶς Ἀγαμεμνόνιος κέλωρ
ἀδύτων ἐπιβὰς
1035 ἔκτανεν ματρὸς φονεύς.
ὦ δαῖμον, ὦ Φοῖβε, πῶς πείθομαι;

πολλαὶ δ᾽ ἀν᾽ Ἑλλάνων ἀγόρους στοναχὰς [ἀντ. β]
1040 μέλποντο δυστάνων τεκέων· ἄλοχοι δ᾽
ἐξέλειπον οἴκους
πρὸς ἄλλον εὐνάτορ᾽. οὐχὶ σοὶ μόνᾳ
δύσφρονες ἐπέπεσον, οὐ φίλοι-
σι, λῦπαι· νόσον Ἑλλὰς ἔτλα, νόσον·
διέβα δὲ Φρυγῶν
1045 καὶ πρὸς εὐκάρπους γύας
σκηπτὸς σταλάσσων Δαναΐδαις φόνον.

***
ΧΟΡΟΣ
Ω Απόλλωνα, που πύργωσες [στρ. 1]
1010 το δυνατό το κάστρο
απάνω στου Ιλίου τη ράχη,
κι εσύ θαλασσινέ θεέ,
που ανεβασμένος στο άρμα σου
περνάς τα πελάγη
με τα μαύρα σου τ᾽ άλογα,
γιατί, καταφρονώντας το έργο σας,
το αφήσατε ν᾽ αφανιστεί
από τον Άρη, του κονταριού τον τεχνίτη,
γιατί παρατήσατε τη δύστυχη Τροία;

Πλήθος άλογα ζέψατε [αντ. 1]
στις όχθες του Σιμόεντα
1020 και στήσατε θανατερούς αγώνες
ηρώων που εστερήθηκαν
το στεφάνι της νίκης.
Κι οι βασιλιάδες που κρατούσαν
από του Ίλου τη γενιά
πάνε, σκοτώθηκαν
και ούτε φεγγοβολάει πια η φωτιά
στους βωμούς των θεών, στην Τροία,
και δεν ανεβαίνει στα ύψη ο καπνός
ο ευωδιαστός των θυμάτων.

Από το χέρι της γυναίκας του [στρ. 2]
πάει κι ο Ατρείδης,
μα πλήρωσε κι αυτή τον φόνο του με θάνατο,
1030 που απ᾽ τα παιδιά της τον βρήκε.
Ήτανε πρόσταγμα θεού μαντικό
όταν ο γιος του Αγαμέμνονα,
ο μητροκτόνος,
από τ᾽ άδυτα πήγε στο Άργος
και την εσκότωσε. Ω Φοίβε, ω θεέ μου,
τί πράγματα απίστευτα.

Κι ήτανε πλήθος οι Ελληνίδες που μοιρολογούσαν, [αντ. 2]
με στεναγμούς, το δύστυχο το ταίρι τους.
1040 Άλλες που παρατήσανε το σπίτι τους
γυρεύοντας ξένο κρεβάτι. Δεν έπεσαν
σ᾽ εσένα μοναχά και στους δικούς σου
οι συμφορές που την καρδιά φαρμακώνουν.
Υπόφερε η Ελλάδα, υπόφερε.
Μα κι απ᾽ την καρπερή τη χώρα των Φρυγών
εδιάβη ο κεραυνός
σταλάζοντας το αίμα του θανάτου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου