Ο όχλος, παραπλανημένος από απατηλά οφέλη, επιζητεί, συχνά, την καταστροφή του και συγκινείται, εύκολα, από λαμπρές ελπίδες και απερίσκεπτες υποσχέσεις
Όταν κατελήφθη η πόλη Βει, ο λαός θεώρησε ότι η Ρώμη θα ωφελείτο, αν οι μισοί κάτοικοί της μετακόμιζαν στο Βει. Επειδή το Βει βρισκόταν σε πλούσια περιοχή, διέθετε πληθώρα κτισμάτων και ήταν κοντά στη Ρώμη, και όχι τόσο κοντά ώστε οι κάτοικοί του να παρεμβαίνουν στις πολιτικές διαδικασίες της, θεωρήθηκε, λοιπόν, ότι όλοι αυτοί θα ευημερούσαν, αν μετακόμιζαν εκεί. Το εγχείρημα κρίθηκε απ’ τη Σύγκλητο και τους φρονιμότερους Ρωμαίους τόσο μάταιο και, ενδεχομένως, βλαβερό, ώστε διεκήρυξαν, δημόσια, πως θα προτιμούσαν να τους θανατώσουν παρά να συγκατατεθούν. Το αποτέλεσμα ήταν, όταν το θέμα ήλθε προς συζήτηση, να εξαγριωθεί τόσο πολύ ο όχλος κατά της Συγκλήτου, ώστε θα γινόταν ένοπλη σύγκρουση και αιματοχυσία, αν κάποιοι αξιοσέβαστοι, ηλικιωμένοι πολίτες δεν προστάτευαν τη Σύγκλητο και δεν σταματούσαν, χάρις στο κύρος τους, την αυθάδεια του πλήθους.
Δυο πράγματα αξίζει να σημειωθούν εδώ. Ο λαός, πρώτ’ απ’ όλα, παραπλανημένος από απατηλά αγαθά, επιδιώκει πολλές φορές την αυτοκαταστροφή του, προξενώντας ατελεύτητα κινδύνους και καταστροφές στις δημοκρατίες, εκτός εάν κάποιος, τον οποίον εμπιστεύεται, τον καθοδηγήσει, ώστε να αντιληφθεί τι είναι καλό και τι κακό γι’ αυτόν. Όταν πάλι, κατά κακή τύχη, δεν εμπιστεύεται κανέναν, όπως ενίοτε συμβαίνει, επειδή εξαπατήθηκε στο παρελθόν από γεγονότα ή ανθρώπους, τότε αναπόφευκτα σπέρνει τον όλεθρο. Σχετικά μ’ αυτό είπε ο Δάντης, στον λόγο του για τη Μοναρχία,
«ο όχλος συχνά ζητωκραυγάζει για τον θάνατό του και τον θάνατο της ζωής του».
Απ’ αυτή την απροθυμία να εμπιστευθούν οποιονδήποτε, αποτυγχάνουν οι δημοκρατίες να λάβουν σωστές αποφάσεις, όπως σημειώσαμε πιο πάνω για τους Ενετούς, οι οποίοι, όταν δέχθηκαν επίθεση από πολυάριθμους εχθρούς, δεν μπορούσαν να αποφασίσουν κατά πόσον θα αντιμετώπιζαν την κατάσταση επιστρέφοντας όσα είχαν αρπάξει απ’ τούς άλλους -γιατί αυτό είχε προκαλέσει τον πόλεμο και εξαναγκάσει τους άλλους ηγεμόνες να συνασπισθούν εναντίον τους-ώσπου καταστράφηκαν.
Στρεφόμενοι τώρα στο ερώτημα, για ποια πράγματα είναι εύκολο και ποια δύσκολο να πείθεις κάποιον, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι εκείνο για το οποίο πρέπει να τον πείσεις είτε δείχνει, σε πρώτη ματιά, ως σίγουρη ή χαμένη υπόθεση, είτε, πάλι, μπορεί να του φανεί γενναία ή δειλή πράξη. Όταν οι προτάσεις που έχουν τεθεί στην κρίση του λαού δείχνουν να είναι σίγουρες υποθέσεις, μολονότι εμπεριέχουν συγκαλυμμένους κινδύνους, ή δείχνουν τολμηρές, ενώ υποκρύπτουν την καταστροφή της Δημοκρατίας, θα είναι πάντοτε εύκολο να πείσεις τις μάζες να τις υιοθετήσουν. Και, ομοίως, θα είναι πάντοτε δύσκολο να τις πείσεις να υιοθετήσουν μια πορεία που τους φαίνεται άνανδρη ή χωρίς ελπίδα, μολονότι περικλείει ασφάλεια και ηρεμία.
Όσα έχω αναφέρει προκύπτουν από πολυάριθμες περιπτώσεις, ρωμαϊκές και μη, σύγχρονες και παλαιές. Έτσι, π.χ., δεν εξετιμήθη στη Ρώμη ο Φάβιος Μάξιμος, που απέτυχε να τους πείσει ότι η δημοκρατία θα έπραττε φρόνιμα αν έκανε πόλεμο φθοράς εναντίον του Αννίβα, αμυνόμενη, μάλλον, παρά επιτιθέμενη. Διότι ο λαός θεώρησε άνανδρη και χωρίς πλεονεκτήματα μια τέτοια τακτική, ο δε Φάβιος δεν είχε αρκετά επιχειρήματα ώστε να τους πείσει για την άποψή του.
Οι άνθρωποι τυφλώνονται τόσο πολύ, σ’ ό,τι αφορά την ίδια τους την ασφάλεια, ώστε, μολονότι οι Ρωμαίοι διέπραξαν το λάθος να εξουσιοδοτήσουν τον αρχηγό του ιππικού του Φάβιου να επιτεθεί, αντίθετα με την βούληση του τελευταίου, και μολονότι με την επίθεση αυτή θα εξολοθρευόταν ο ρωμαϊκός στρατός -αν δεν τον διέσωζε η προνοητικότητα του Φάβιου-, παρ’ όλα αυτά, ελάχιστα συνήγαγαν οι Ρωμαίοι απ’ αυτήν την εμπειρία, ώστε, εν συνεχεία, εξέλεξαν ως Ύπατο τον Βάρρο, όχι για να επιβραβεύσουν την αξία του, αλλά επειδή τριγύριζε στην πόλη διακηρύσσοντας σε δρόμους και πλατείες ότι θα συνέτριβε τον Αννίβα, φτάνει να του ανέθεταν τη διοίκηση. Με αποτέλεσμα τη μάχη και την ήττα στις Κάννες, από την οποία η Ρώμη σχεδόν καταστράφηκε.
Ας δώσω ένα, ακόμη, παράδειγμα τέτοιας συμπεριφοράς στη Ρώμη. Ο Αννίβας βρισκόταν στην Ιταλία οκτώ ή δέκα χρόνια, σφαγιάζοντας Ρωμαίους καθ’ άπασα την επικράτεια. Τότε παρουσιάσθηκε στη Σύγκλητο ο Μάρκος Σεντένιος Πένουλα, άνθρωπος ταπεινής καταγωγής -μολονότι είχε καταλάβει κάποια αξιώματα στον στρατό-, και προσφέρθηκε, εφ’ όσον τον εξουσιοδοτούσαν, να σχηματίσει ένα στρατό με εθελοντές απ’ όλη την Ιταλία και να τους παραδώσει, συντομότατα, τον Αννίβα, νεκρό ή ζώντα. Η Σύγκλητος βρήκε την απαίτηση αυτού του κατεργάρη παράτολμη, όμως, εν όψει του γεγονότος ότι αν την απέρριπταν και το μάθαινε αυτό ο όχλος, θα ξέσπαγαν ταραχές και η οργή του θα έπεφτε στους συγκλητικούς, τον εξουσιοδότησαν. Προτίμησαν να εκθέσουν σε κίνδυνο όσους θα τον ακολουθούσαν, παρά να ξεσηκώσουν νέα δυσαρέσκεια στο πλήθος, διότι γνώριζαν με πόση προθυμία η μάζα θα καλοδεχόταν μια τέτοια ενέργεια και πόσο δύσκολο θα ήταν να την αποτρέψουν. Αυτός, λοιπόν, ο κατεργάρης, με ένα απείθαρχο και άτακτο μπουλούκι, πήγε να συναντήσει τον Αννίβα, και στην πρώτη επαφή μαζί του, ηττήθηκε και σφαγιάσθηκε μαζί με όλους τους οπαδούς του.
Στην Ελλάδα, στην πόλη των Αθηναίων, ο Νικίας, ένας άνδρας με κύρος και σοφία, εις μάτην προσπάθησε να πείσει τους κατοίκους της πόλης ότι η εισβολή στη Σικελία ήταν παραφροσύνη, με αποτέλεσμα να πάρουν μιαν απόφαση, παρά τη γνώμη όσων γνώριζαν καλύτερα, που οδήγησε στην ολοκληρωτική καταστροφή των Αθηνών.
Όταν ο Σκιπίων έγινε Ύπατος και αδημονούσε να καταλάβει την επαρχία της Αφρικής, υποσχόμενος ότι η Καρχηδών θα καταστρεφόταν πλήρως, η δε Σύγκλητος δεν συμφωνούσε, επειδή αντιτίθετο σ’ αυτό ο Φάβιος Μάξιμος, ο Σκιπίων απείλησε να απευθυνθεί στον λαό, διότι γνώριζε πόσο ευχαριστούσαν τον όχλο τέτοια σχέδια.
Μπορούμε να αναφέρουμε τέτοια συμβάντα και από την πόλη μας. Όταν, π.χ., ο Εκλαμπρότατος Έρκολε Μπεντιβόλιο, διοικητής μαζί με τον Αντώνιο Τζιακομίνι των φλωρεντινών δυνάμεων, αφού κατενίκησαν τον Βαρθολομαίο ντ’ Αλβιάνο στον Αγιο Βικέντιο, πήγαν και πολιόρκησαν την Πίζα. Αυτή η επίθεση αποφασίσθηκε από τον λαό, εν όψει των μεγαλαυχιών του Εκλαμπρότατου Έρκολε, αν και πολλοί φρόνιμοι πολίτες ήσαν αντίθετοι. Και δεν υπήρχε τρόπος να την παρακάμψει κανείς, αφού το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή κατόπιν γενικής επιταγής, που βασίσθηκε στις διαβεβαιώσεις του διοικητού του στρατού.
Ισχυρίζομαι, λοιπόν, ότι ο ευκολότερος τρόπος να καταστραφεί μια δημοκρατία όπου την εξουσία ασκεί ο όχλος, είναι να εμπλακεί σε εγχειρήματα που φαίνονται τολμηρά και γενναία. Διότι αν ο λαός μετράει σε κάτι, τότε πρέπει να τον έχεις μαζί σου, αφού και εκείνοι που έχουν αντίθετη γνώμη δεν θα μπορέσουν να κάνουν κάτι για να τον σταματήσουν.
Αλλά αν αυτό καταστρέφει την πόλη, καταστρέφει ακόμη συχνότερα εκείνους, ειδικότερα, τους πολίτες που τίθενται επικεφαλής τέτοιων εγχειρημάτων. Διότι ο λαός, θεωρώντας δεδομένη τη νίκη, όταν φθάνει η ήττα δεν τα ρίχνει στη μοίρα ή την ανικανότητα, αλλά στην άγνοια και την κακοκεφαλιά του επικεφαλής. Αυτός, λοιπόν, συνήθως σκοτώνεται ή φυλακίζεται ή εξορίζεται, όπως συνέβη σε αναρίθμητους Καρχηδόνιους και Αθηναίους στρατηγούς. Δεν βοηθούν, μάλιστα, κανέναν απ’ αυτούς ούτε οι νίκες που προηγήθηκαν, αφού τις σβήνουν οι τωρινές συμφορές.
NiccoIo Machiavelli, Η χειραγώγηση του όχλου – Οι συνωμοσίες
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου