Πότε αθέατοι, πότε ολοφάνεροι. Μισοί κρυμμένοι στην ασφάλεια των τεσσάρων τοίχων του σπιτιού, μισοί μπροστάρηδες στην πίστα της ζωής. Γεμίζουμε από ερεθίσματα που στέλνουν άλλοι δέκτες. Φορτιζόμαστε συναισθηματικά κι έπειτα εκτονωνόμαστε με χίλιους δυο τρόπους, όχι πάντοτε ωφέλιμους για εμάς.
Αδειάζουμε κι εξαφανιζόμαστε για να φανούμε ξανά. Κυκλοθυμικοί φοράμε τις διαθέσεις σαν τα ζιβάγκο, που ζεσταίνουν το κορμί, αλλάζουμε το ύφος και αθετούμε όλες μας τις υποσχέσεις. Είμαστε οι άνθρωποι σαν τις όψεις του φεγγαριού.
Ερχόμαστε και φεύγουμε από τις ζωές των άλλων αφήνοντας ίχνη στην ψυχή που αιμορραγούν κυρίως στις πανσελήνους. Χνάρια που γίνονται θηρία και τρώνε τις σάρκες μας, τα γιατί και τα πώς.
Εκείνες τις βραδιές που το φεγγάρι φωτίζει τα πάντα, προκαλεί το ατομικό μας σκοτάδι να ορμήσει έξω και να δείξει όλα του τα πρόσωπα: μελαγχολία, φόβο, οργή, ανησυχία, κενότητα και τόσα άλλα.
Αγριεύουμε τότε, ξυπνάμε από το λήθαργο της ρουτίνας, επαναστατούμε, θέλουμε επανασύνδεση με τον εσώτερο εαυτό μας, θέλουμε την ένωση με τον άνθρωπό μας. Θέλουμε να δείξουμε τα σπλάχνα μας σε όποιον έχει τη δύναμη να τα κοιτάξει και ν’ ανταποκριθεί.
Θέλουμε κι οι άλλοι να κάνουν το ίδιο, ν’ αποκαλύψουν την αλήθεια τους και ας κόβει σαν το νυστέρι. Ας τρέξει λίγο παραπάνω αίμα, ας βρει διαφυγή, όχι πια εντός μας αλλά στην επαφή με τους άλλους, να κοκκινίσει η επικοινωνία μας, να μαλακώσει τ’ άκαμπτα μέλη μας, να ξεμπλοκάρει τη σιωπή μας.
Είμαστε οι άνθρωποι σαν τις όψεις του φεγγαριού. Πότε λίγοι απέναντι σε όσους μας χρειάστηκαν, αδύναμοι να διαχειριστούμε τον πλούτο της νόησης και της ενσυναίσθησης μας, πότε απόντες λόγω του αυτάρεσκου εγωισμού μας, που μας καταπίνει.
Πότε παρόντες με μισή καρδιά στις κοινωνικές συναναστροφές, λακωνικοί, σφιγμένοι και άτολμοι. Σε αυτές τις φάσεις φοβόμαστε να κατακτήσουμε τον εαυτό μας κυριαρχώντας στα πάθη μας, τρέμουμε να κατακτηθούμε από τους άλλους χάνοντας τον απόλυτο έλεγχο του χρόνου και του εγώ μας.
Είναι κι οι άλλες φάσεις που ολόκληροι λάμποντας αναδυόμαστε από τα βάθη της ύπαρξής μας γυμνοί από προκαταλήψεις και στερεότυπα, έτοιμοι να ενωθούμε με τον συνάνθρωπο υλικά και απόλυτα συνειδητά.
Ξεπροβάλλουμε μέσα από το σκοτάδι που απλώνεται γύρω μας, το σκοτάδι που εμείς προκαλέσαμε να εξωτερικευτεί για να το αντιμετωπίσουμε και να το νικήσουμε. Εκείνες τις στιγμές που αγκαλιάζουμε την πιο βαθιά μας νύχτα, που αιωρούμαστε μεταξύ της γης και του απείρου, εκπέμπουμε το φως της σωτηρίας και της αγάπης.
Εκπέμπουμε το κάλεσμα του φεγγαριού, που χωρίς αναστολές ενώνεται με το σύμπαν, έλκοντας τις ανθρώπινες ψυχές να πάρουν τα μάτια τους από το χώμα που πατούν και να κοιτάξουν ψηλά. Λίγο πιο ψηλά εκεί που συμβαίνουν τα θαύματα.
Αδειάζουμε κι εξαφανιζόμαστε για να φανούμε ξανά. Κυκλοθυμικοί φοράμε τις διαθέσεις σαν τα ζιβάγκο, που ζεσταίνουν το κορμί, αλλάζουμε το ύφος και αθετούμε όλες μας τις υποσχέσεις. Είμαστε οι άνθρωποι σαν τις όψεις του φεγγαριού.
Ερχόμαστε και φεύγουμε από τις ζωές των άλλων αφήνοντας ίχνη στην ψυχή που αιμορραγούν κυρίως στις πανσελήνους. Χνάρια που γίνονται θηρία και τρώνε τις σάρκες μας, τα γιατί και τα πώς.
Εκείνες τις βραδιές που το φεγγάρι φωτίζει τα πάντα, προκαλεί το ατομικό μας σκοτάδι να ορμήσει έξω και να δείξει όλα του τα πρόσωπα: μελαγχολία, φόβο, οργή, ανησυχία, κενότητα και τόσα άλλα.
Αγριεύουμε τότε, ξυπνάμε από το λήθαργο της ρουτίνας, επαναστατούμε, θέλουμε επανασύνδεση με τον εσώτερο εαυτό μας, θέλουμε την ένωση με τον άνθρωπό μας. Θέλουμε να δείξουμε τα σπλάχνα μας σε όποιον έχει τη δύναμη να τα κοιτάξει και ν’ ανταποκριθεί.
Θέλουμε κι οι άλλοι να κάνουν το ίδιο, ν’ αποκαλύψουν την αλήθεια τους και ας κόβει σαν το νυστέρι. Ας τρέξει λίγο παραπάνω αίμα, ας βρει διαφυγή, όχι πια εντός μας αλλά στην επαφή με τους άλλους, να κοκκινίσει η επικοινωνία μας, να μαλακώσει τ’ άκαμπτα μέλη μας, να ξεμπλοκάρει τη σιωπή μας.
Είμαστε οι άνθρωποι σαν τις όψεις του φεγγαριού. Πότε λίγοι απέναντι σε όσους μας χρειάστηκαν, αδύναμοι να διαχειριστούμε τον πλούτο της νόησης και της ενσυναίσθησης μας, πότε απόντες λόγω του αυτάρεσκου εγωισμού μας, που μας καταπίνει.
Πότε παρόντες με μισή καρδιά στις κοινωνικές συναναστροφές, λακωνικοί, σφιγμένοι και άτολμοι. Σε αυτές τις φάσεις φοβόμαστε να κατακτήσουμε τον εαυτό μας κυριαρχώντας στα πάθη μας, τρέμουμε να κατακτηθούμε από τους άλλους χάνοντας τον απόλυτο έλεγχο του χρόνου και του εγώ μας.
Είναι κι οι άλλες φάσεις που ολόκληροι λάμποντας αναδυόμαστε από τα βάθη της ύπαρξής μας γυμνοί από προκαταλήψεις και στερεότυπα, έτοιμοι να ενωθούμε με τον συνάνθρωπο υλικά και απόλυτα συνειδητά.
Ξεπροβάλλουμε μέσα από το σκοτάδι που απλώνεται γύρω μας, το σκοτάδι που εμείς προκαλέσαμε να εξωτερικευτεί για να το αντιμετωπίσουμε και να το νικήσουμε. Εκείνες τις στιγμές που αγκαλιάζουμε την πιο βαθιά μας νύχτα, που αιωρούμαστε μεταξύ της γης και του απείρου, εκπέμπουμε το φως της σωτηρίας και της αγάπης.
Εκπέμπουμε το κάλεσμα του φεγγαριού, που χωρίς αναστολές ενώνεται με το σύμπαν, έλκοντας τις ανθρώπινες ψυχές να πάρουν τα μάτια τους από το χώμα που πατούν και να κοιτάξουν ψηλά. Λίγο πιο ψηλά εκεί που συμβαίνουν τα θαύματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου