Για να συλλάβουμε την τρέχουσα ανθρώπινη κατάσταση είναι αναγκαίο να προσθέσουμε την εξελικτική ιστορία του είδους και τις περιστάσεις που οδήγησαν στην προϊστορία του. Αυτή η προσπάθεια κατανόησης της ανθρωπότητας είναι εξαιρετικά σημαντική και πολύ απαιτητική για να την αφήσουμε αποκλειστικά στις ανθρωπιστικές σπουδές.
Οι πολλοί κλάδοι τους, από τη φιλοσοφία και το δίκαιο μέχρι την ιστορία και την τέχνη, έχουν περιγράφει τις ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης φύσης παλινδρομώντας σε ατελείωτες παραλλαγές, αν και με τρόπο ιδιοφυή και με εξαιρετική λεπτομέρεια.
Ωστόσο, δεν έχουν εξηγήσει γιατί διαθέτουμε την ιδιαίτερη αυτή φύση μας και όχι κάποια άλλη από τον τεράστιο αριθμό φύσεων που μπορούμε να σκεφτούμε. Υπό αυτή την έννοια, οι ανθρωπιστικές σπουδές ούτε επέτυχαν ούτε και θα επιτύχουν ποτέ να φθάσουν σε πλήρη κατανόηση του νοήματος της ύπαρξης του είδους μας.
Έτσι, ας απαντήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε τι ακριβώς είμαστε; Το κλειδί του σπουδαίου αυτού αινίγματος βρίσκεται στις περιστάσεις και στις διεργασίες που δημιούργησαν το είδος μας. Η ανθρώπινη κατάσταση είναι προϊόν της ιστορίας —όχι μόνο των έξι χιλιετιών πολιτισμού αλλά πολύ βαθύτερα στον χρόνο— εκατοντάδων χιλιάδων ετών. Η βιολογική και η πολιτισμική εξέλιξη πρέπει να διερευνηθούν με ενιαίο τρόπο, για να δοθεί πλήρης απάντηση στο μυστήριο. Όταν ιδωθεί στην ολότητά της, η ιστορία της ανθρωπότητας γίνεται επίσης και το κλειδί για να μάθουμε πώς και γιατί εμφανίστηκε και επιβίωσε το είδος μας.
Η πλειονότητα των ανθρώπων προτιμά να ερμηνεύει την ιστορία ως ξεδίπλωμα κάποιου υπερφυσικού σχεδίου, στον σχεδιαστή του οποίου οφείλουμε υπακοή. Η παρηγορητική αυτή ερμηνεία, όμως, υποστηρίζεται όλο και λιγότερο όσο αυξάνεται η γνώση μας για τον πραγματικό κόσμο. Η επιστημονική γνώση συγκεκριμένα, μετρημένη βάσει του αριθμού των επιστημόνων και των επιστημονικών περιοδικών, διπλασιάζεται κάθε δέκα έως είκοσι χρόνια, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Στις παραδοσιακές εξηγήσεις του παρελθόντος, οι θρησκευτικές αφηγήσεις περί Δημιουργίας έχουν αναμιχθεί με τις ανθρωπιστικές σπουδές προκειμένου να δώσουν νόημα στην ύπαρξη του είδους μας.
Έχει φθάσει πλέον ο καιρός να εξετάσουμε τι θα μπορούσε να προσφέρει η επιστήμη στις ανθρωπιστικές σπουδές και τι οι ανθρωπιστικές σπουδές στην επιστήμη, σε κοινή αναζήτηση μιας πιο στερεά θεμελιωμένης απάντησης στο μεγάλο αίνιγμα της ύπαρξής μας.
Κατ’ αρχάς, οι βιολόγοι έχουν βρει ότι η βιολογική προέλευση της προηγμένης κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων ήταν παρόμοια με εκείνη άλλων μελών του ζωικού βασιλείου. Χρησιμοποιώντας συγκριτικές μελέτες χιλιάδων ειδών ζώων, από έντομα μέχρι θηλαστικά, έχουμε συμπεράνει ότι οι περισσότερες σύνθετες κοινωνίες εμφανίστηκαν διαμέσου της ευκοινωνικότητας (eusociality) —που είναι, χονδρικά, η «αληθινή» κοινωνική κατάσταση. Εξ ορισμού, τα μέλη μιας ευκοινωνικής ομάδας ανατρέφουν από κοινού τα μικρά περισσότερων από μίας γενεών. Επιμερίζουν επίσης την εργασία μέσω της εγκατάλειψης από ορισμένα μέλη της ενός μέρους τουλάχιστον της ατομικής αναπαραγωγής τους, με τρόπο που να αυξάνει την «αναπαραγωγική επιτυχία» (τη συνολική αναπαραγωγή σε όλη τη διάρκεια της ζωής) άλλων μελών.
Η ευκοινωνικότητα φαντάζει παράδοξη από πολλές σκοπιές. Μία από αυτές, ότι είναι εξαιρετικά σπάνια. Στις εκατοντάδες χιλιάδες εξελισσόμενες γενεαλογικές γραμμές των ζώων της ξηράς κατά τα τελευταία 400 εκατομμύρια χρόνια, η εν λόγω κατάσταση, εξ όσων μπορούμε να διαπιστώσουμε, έχει εμφανιστεί μόνο δεκαεννέα φορές, διάσπαρτες σε έντομα, θαλάσσια καρκινοειδή και τρωκτικά που ζουν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο αριθμός γίνεται είκοσι αν συμπεριλάβουμε και τους ανθρώπους. Πιθανότατα πρόκειται για υποεκτίμηση, ίσως και χονδροειδή, εξαιτίας δειγματοληπτικού σφάλματος. Εντούτοις, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο αριθμός των φορών που εμφανίστηκε ευκοινωνικότητα ήταν σχετικά πολύ μικρός.
Επιπλέον, τα γνωστά ευκοινωνικά είδη εμφανίστηκαν πολύ αργά στην ιστορία της ζωής. Φαίνεται πως δεν εμφανίστηκαν καθόλου κατά τη μεγάλη διαφοροποίηση των εντόμων στο Παλαιοζωικό, από τα 350 μέχρι τα 250 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα, όταν η ποικιλία τους προσέγγισε τη σημερινή. Ούτε και υπάρχουν ενδείξεις ότι ζούσαν ευκοινωνικά είδη κατά το Μεσοζωικό, μέχρι και την εμφάνιση των πρώτων τερμιτών και μυρμηγκιών, μεταξύ 200 και 150 εκατομμυρίων ετών πριν από σήμερα. Οι άνθρωποι του επιπέδου Homo δεν εμφανίστηκαν παρά πολύ πρόσφατα, έπειτα από δεκάδες εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης των πρωτευόντων του Παλαιού Κόσμου.
Από τη στιγμή που επιτεύχθηκε, η προηγμένη κοινωνική συμπεριφορά στην ευκοινωνική βαθμίδα είχε τεράστια οικολογική επιτυχία. Από τις δεκαεννέα γνωστές ανεξάρτητες γενεαλογικές γραμμές των ζώων, δύο μόλις, που ανήκουν στα έντομα —τα μυρμήγκια και οι τερμίτες—, είναι παγκοσμίως τα κυρίαρχα ασπόνδυλα στην ξηρά. Αν και περιλαμβάνουν λιγότερα από 20.000 είδη εντόμων (από τα ι εκατομμύριο γνωστά είδη εντόμων που ζουν σήμερα), τα μυρμήγκια και οι τερμίτες συνιστούν περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου σωματικού βάρους των εντόμων.
Η ιστορία της ευκοινωνικότητας εγείρει ένα ερώτημα: Με δεδομένο το τεράστιο πλεονέκτημα που προσφέρει, γιατί αυτή η προηγμένη μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς είναι τόσο σπάνια και εμφανίστηκε τόσο αργά; Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στην ιδιαίτερη αλληλουχία των πρωταρχικών εξελικτικών αλλαγών που πρέπει να συμβούν πριν μπορέσει να γίνει το τελικό βήμα προς την ευκοινωνικότητα.
Σε όλα τα ευκοινωνικά είδη που έχουν μελετηθεί μέχρι σήμερα, το τελικό βήμα πριν από την ευκοινωνικότητα είναι η κατασκευή προστατευμένης φωλιάς, από την οποία ξεκινούν οι εξορμήσεις προς αναζήτηση τροφής και μέσα στην οποία ανατρέφονται τα μικρά μέχρι να ωριμάσουν. Οι πρώτοι κατασκευαστές των φωλιών μπορεί να είναι ένα μοναχικό θηλυκό, ένα ζευγάρι ή μια μικρή και ασθενώς οργανωμένη ομάδα. Όταν επιτευχθεί το τελευταίο αυτό προκαταρκτικό βήμα, το μόνο που χρειάζεται για να δημιουργηθεί μια ευκοινωνική αποικία είναι να μένουν οι γονείς και οι απόγονοι στη φωλιά και να συνεργάζονται για την ανατροφή περισσότερων γενεών. Οι πρωτόγονες αυτές συναθροίσεις εύκολα υποδιαιρούνται σε ριψοκίνδυνους αναζητητές τροφής και σε επιφυλακτικούς γονείς και τροφούς.
Τι έφερε ένα και μόνο πρωτεύον στο σπάνιο επίπεδο της ευκοινωνικότητας; Οι παλαιοντολόγοι έχουν βρει ότι οι συνθήκες ήταν ταπεινές. Πριν από 2 περίπου εκατομμύρια χρόνια στην Αφρική, ένα είδος των χορτοφάγων, κατά κύριο λόγο, αυστραλοπιθήκων φαίνεται πως άρχισε να αλλάζει διατροφικές συνήθειες και να βασίζεται πολύ περισσότερο στο κρέας. Για να συλλέξει την τόσο πλούσια σε ενέργεια αλλά πολύ διάσπαρτη τροφή μια ομάδα, δεν βοηθούσε να περιφέρεται ως χαλαρά οργανωμένη αγέλη ενήλικων και νεαρών ατόμων, όπως κάνουν οι σημερινοί χιμπαντζήδες και μπονόμπο. Ήταν πολύ πιο αποδοτικό να στήνουν έναν καταυλισμό (οπότε, να η φωλιά) και να στέλνουν κυνηγούς για να φέρουν κρέας, από ζώα που είτε θα τα έχουν σκοτώσει είτε θα τα έχουν βρει νεκρά, και να το μοιραστούν με τους άλλους. Ως αντάλλαγμα, οι κυνηγοί απολάμβαναν την προστασία του καταυλισμού, όπως και τα παιδιά τους που έμεναν εκεί.
Μελετώντας σύγχρονους ανθρώπους —μεταξύ αυτών και κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, η ζωή των οποίων μας προσφέρει πολλές πληροφορίες για την προέλευση του ανθρώπου—, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν συναγάγει τη νοητική ανάπτυξη που ξεκίνησε με το κυνήγι και τους καταυλισμούς. Οι προσωπικές σχέσεις που σχετίζονταν με τον ανταγωνισμό και τη συνεργασία μεταξύ των μελών του καταυλισμού είχαν πρωτεύουσα σημασία. Η όλη διαδικασία ήταν ακατάπαυστα δυναμική και απαιτητική. Ξεπερνούσε κατά πολύ σε ένταση οτιδήποτε παρόμοιο βίωναν οι περιπλανώμενες, χαλαρά οργανωμένες αγέλες των περισσότερων ζωικών κοινωνιών. Απαιτούσε μνήμη αρκετά καλή, ώστε κάθε μέλος της ομάδας να εκτιμά τις προθέσεις των άλλων μελών και να προβλέπει τις αντιδράσεις τους από τη μία στιγμή στην άλλη· επίσης, κάτι αποφασιστικής σημασίας, την ικανότητα να επινοούνται και να δοκιμάζονται νοητικά διαφορετικά σενάρια μελλοντικών αλληλεπιδράσεων.
Η κοινωνική ευφυΐα των προανθρώπων που ζούσαν σε καταυλισμούς εξελίχθηκε σαν ένα είδος ατέλειωτης παρτίδας σκάκι. Σήμερα, στο τέρμα της εξελικτικής αυτής διαδικασίας, οι τεράστιες τράπεζες μνήμης μας ενεργοποιούνται με ομαλό τρόπο συνδέοντας παρελθόν, παρόν και μέλλον. Μας επιτρέπουν να αξιολογούμε τις προοπτικές και τις συνέπειες συμμαχιών, δεσμών, σεξουαλικών επαφών, αντιπαλοτήτων, κυριαρχίας, εξαπάτησης, πίστης και προδοσίας. Απολαμβάνουμε ενστικτωδώς την αφήγηση αμέτρητων ιστοριών για άλλους, οι οποίοι λειτουργούν ως ηθοποιοί στην προσωπική μας εσωτερική σκηνή. Οι καλύτερες από αυτές εκφράζονται στην τέχνη, στην πολιτική θεωρία και σε άλλες δραστηριότητες υψηλού επιπέδου τις οποίες σήμερα περιλαμβάνουμε στις ανθρωπιστικές σπουδές.
Το καθοριστικό μέρος της μακράς ιστορίας της Δημιουργίας προφανώς ξεκίνησε με τον πρωτόγονο Homo habilis (ή ένα είδος στενά συγγενικό του), 2 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Πριν από τους ανθρώπους εκείνους, οι προάνθρωποι ήταν απλώς ζώα. Εν πολλοίς χορτοφάγα, είχαν ανθρωπόμορφα σώματα, αλλά η κρανιακή τους χωρητικότητα παρέμενε στα επίπεδα του χιμπαντζή —το πολύ μέχρι 600 κυβικά εκατοστόμετρα (cm3). Από την περίοδο εκείνη, η χωρητικότητα αυξήθηκε ταχύτατα —στα 680 cm3 στον Homo habilis, στα 900 cm3 στον Homo erectus και περίπου στα 1.400 cm3 στον Homo sapiens. Η διόγκωση του ανθρώπινου εγκεφάλου ήταν ένα από τα ταχύτερα επεισόδια εξέλιξης πολύπλοκου ιστού στην ιστορία της ζωής.
Εντούτοις, η διαπίστωση της σπάνιας συγκέντρωσης συνεργαζόμενων πρωτευόντων δεν επαρκεί για να εξηγήσει όλες τις δυνατότητες των σύγχρονων ανθρώπων που προσφέρει η μεγάλη κρανιακή χωρητικότητα. Οι εξελικτικοί βιολόγοι έχουν αναζητήσει επίσης τον «μέγα μάγιστρο» της προηγμένης κοινωνικής εξέλιξης, τον συνδυασμό δυνάμεων και περιβαλλοντικών συνθηκών που προσέφερε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και πιο επιτυχημένη αναπαραγωγή σε όσους διέθεταν υψηλή κοινωνική ευφυΐα.
Έχουν διατυπωθεί δύο αντίπαλες θεωρίες όσον αφορά την κυρίαρχη δύναμη.
Σύμφωνα με την πρώτη, ήταν η επιλογή συγγενών, τα άτομα ευνοούν τους στενούς συγγενείς τους (πέρα από τα παιδιά τους), διευκολύνοντας έτσι την εξέλιξη του αλτρουισμού μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας. Η πολύπλοκη κοινωνική συμπεριφορά μπορεί να εξελιχθεί όταν καθένα από τα μέλη της ομάδας αποκομίζει περισσότερα οφέλη ως προς τον αριθμό των γονιδίων που περνούν στην επόμενη γενιά απ’ ό,τι απώλειες εξαιτίας του αλτρουισμού —οφέλη μεσοτιμημένα διά της συμπεριφοράς προς όλα τα μέλη της ομάδας. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα στην επιβίωση και στην αναπαραγωγή του ατόμου ονομάζεται εγκλείουσα αρμοστικότητα (inclusive fitness), και η εξήγηση της εξέλιξης μέσω αυτής «θεωρία της εγκλείουσας αρμοστικότητας».
Σύμφωνα με τη δεύτερη και πιο πρόσφατα διατυπωμένη θεωρία (πλήρης διαφάνεια: περιλαμβάνομαι σε εκείνους που διατύπωσαν τη σύγχρονη εκδοχή της), ο «μέγας μάγιστρος» είναι η πολυεπίπεδη επιλογή. Η διατύπωση αυτή αναγνωρίζει δύο επίπεδα στα οποία λειτουργεί η φυσική επιλογή: την ατομική επιλογή, η οποία βασίζεται στον ανταγωνισμό και στη συνεργασία μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας, και την επιλογή ομάδων, η οποία προκύπτει από τον ανταγωνισμό και τη συνεργασία μεταξύ ομάδων.
Η επιλογή ομάδων μπορεί να εκδηλωθεί μέσω βίαιων συγκρούσεων ή και ανταγωνισμού ανάμεσα στις ομάδες για την ανεύρεση και συγκομιδή νέων πόρων. Η πολυεπίπεδη επιλογή κερδίζει την εύνοια των εξελικτικών βιολόγων χάρις στις πρόσφατες μαθηματικές αποδείξεις ότι η επιλογή συγγενών είναι δυνατόν να λειτουργήσει μόνο υπό ειδικές συνθήκες που σπανίως, αν ποτέ, συναντώνται. Επίσης, η πολυεπίπεδη επιλογή ταιριάζει εύκολα σε όλες τις γνωστές πραγματικές περιπτώσεις ευκοινωνικής εξέλιξης στα ζώα, ενώ η επιλογή συγγενών, ακόμη και όταν είναι εύλογη στη θεωρία, μπορεί να εφαρμοστεί λιγότερο καλά ή και καθόλου στην πράξη.
Οι ρόλοι τόσο της ατομικής επιλογής όσο και της επιλογής ομάδων είναι ξεκάθαροι στις λεπτομέρειες της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Οι άνθρωποι δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τις μικρολεπτομέρειες της συμπεριφοράς όσων βρίσκονται γύρω τους. Το κουτσομπολιό συνιστά την κυρίαρχη μορφή συζήτησης παντού, από τους καταυλισμούς των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μέχρι τις βασιλικές αυλές. Ο νους είναι ένας καλειδοσκοπικός χάρτης των άλλων μελών της ομάδας, αλλά και μερικών έξω από αυτήν, καθένα από τα οποία αξιολογείται συναισθηματικά σε αποχρώσεις εμπιστοσύνης, αγάπης, μίσους, καχυποψίας, θαυμασμού, ζήλιας και κοινωνικότητας.
Καθοδηγούμαστε από την παρόρμηση να ανήκουμε σε ομάδες ή και να τις δημιουργούμε κατά το δοκούν, και οι οποίες μπορεί να είναι εγκιβωτισμένες, επικαλυπτόμενες ή διακριτές και να εκτείνονται από πολύ μεγάλες μέχρι πολύ μικρές. Όλες σχεδόν οι ομάδες ανταγωνίζονται με εκείνες του ίδιου τύπου, κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Όσο ευγενικά και μεγαλόψυχα και αν εκφραζόμαστε στη συζήτηση, τείνουμε να θεωρούμε τις δικές μας ομάδες ανώτερες και προσδιορίζουμε την προσωπική μας ταυτότητα ως μέλη τους. Η ύπαρξη ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών συγκρούσεων, έχει υπάρξει χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοινωνιών μας από την προϊστορία, όπως μπορούν να βεβαιώσουν τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Στην πορεία του χρόνου, τα κύρια χαρακτηριστικά της βιολογικής προέλευσης του Homo sapiens αποσαφηνίζονται όλο και καλύτερα, κάτι που τονίζει τη δυνατότητα μιας παραγωγικότερης συνάντησης μεταξύ επιστήμης και ανθρωπιστικών σπουδών. Η σύγκλιση των δύο αυτών σπουδαίων κλάδων μάθησης θα έχει τεράστια επίδραση όταν αρκετοί άνθρωποι θα έχουν επεξεργαστεί τη δυνατότητα αυτή. Από τη μεριά της επιστήμης, η γενετική και οι επιστήμες του εγκεφάλου, η εξελικτική βιολογία και η παλαιοντολογία, όλες θα ιδωθούν υπό διαφορετικό πρίσμα. Οι φοιτητές θα διδάσκονται τόσο την προϊστορία όσο και τη συμβατική ιστορία, και το σύνολό τους θα παρουσιάζεται σωστά ως το σπουδαιότερο έπος του έμβιου κόσμου.
Με την υπερηφάνεια και την ταπεινοφροσύνη σε καλύτερη ισορροπία, θα δούμε επίσης με μεγαλύτερη σοβαρότητα τη θέση μας στη Φύση. Μεγάλη είναι η δόξα μας, καθώς αποτελούμε αναμφίβολα τον νου της βιόσφαιρας, με το πνεύμα μας να τα καταφέρνει μοναδικά σε εκπληκτικά άλματα φαντασίας. Αλλά συνεχίζουμε να αποτελούμε μέρος της πανίδας και της χλωρίδας της Γης, δεμένοι σε αυτή με τα συναισθήματα, τη φυσιολογία και, κάτι όχι λιγότερο σημαντικό, τη βαθιά ιστορία μας. Είναι ανόητο να θεωρούμε τον πλανήτη μας ως προσωρινό σταθμό προς έναν καλύτερο κόσμο. Αντιστοίχως, η Γη δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί αν τη μετατρέπαμε κυριολεκτικά σε διαστημόπλοιο σχεδιασμένο για τον άνθρωπο.
Η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να είναι απλούστερη από όσο πιστεύαμε. Δεν υπάρχει προκαθορισμός- ούτε κάποιο απύθμενο μυστήριο της ζωής. Δαίμονες και θεοί δεν διεκδικούν την αφοσίωσή μας. Αντιθέτως, είμαστε αυτοδημιούργητοι, ανεξάρτητοι, μόνοι και εύθραυστοι- ένα βιολογικό είδος προσαρμοσμένο να ζει σε έναν βιολογικό κόσμο. Αυτό που έχει σημασία για τη μακροχρόνια επιβίωσή μας είναι η ευφυής αυτεπίγνωση, βασισμένη σε μεγαλύτερη ανεξαρτησία σκέψης από όση γίνεται ανεκτή σήμερα ακόμη και στις πιο προηγμένες δημοκρατικές κοινωνίες μας.
E.O Wilson, Το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης
Οι πολλοί κλάδοι τους, από τη φιλοσοφία και το δίκαιο μέχρι την ιστορία και την τέχνη, έχουν περιγράφει τις ιδιαιτερότητες της ανθρώπινης φύσης παλινδρομώντας σε ατελείωτες παραλλαγές, αν και με τρόπο ιδιοφυή και με εξαιρετική λεπτομέρεια.
Ωστόσο, δεν έχουν εξηγήσει γιατί διαθέτουμε την ιδιαίτερη αυτή φύση μας και όχι κάποια άλλη από τον τεράστιο αριθμό φύσεων που μπορούμε να σκεφτούμε. Υπό αυτή την έννοια, οι ανθρωπιστικές σπουδές ούτε επέτυχαν ούτε και θα επιτύχουν ποτέ να φθάσουν σε πλήρη κατανόηση του νοήματος της ύπαρξης του είδους μας.
Έτσι, ας απαντήσουμε όσο καλύτερα μπορούμε τι ακριβώς είμαστε; Το κλειδί του σπουδαίου αυτού αινίγματος βρίσκεται στις περιστάσεις και στις διεργασίες που δημιούργησαν το είδος μας. Η ανθρώπινη κατάσταση είναι προϊόν της ιστορίας —όχι μόνο των έξι χιλιετιών πολιτισμού αλλά πολύ βαθύτερα στον χρόνο— εκατοντάδων χιλιάδων ετών. Η βιολογική και η πολιτισμική εξέλιξη πρέπει να διερευνηθούν με ενιαίο τρόπο, για να δοθεί πλήρης απάντηση στο μυστήριο. Όταν ιδωθεί στην ολότητά της, η ιστορία της ανθρωπότητας γίνεται επίσης και το κλειδί για να μάθουμε πώς και γιατί εμφανίστηκε και επιβίωσε το είδος μας.
Η πλειονότητα των ανθρώπων προτιμά να ερμηνεύει την ιστορία ως ξεδίπλωμα κάποιου υπερφυσικού σχεδίου, στον σχεδιαστή του οποίου οφείλουμε υπακοή. Η παρηγορητική αυτή ερμηνεία, όμως, υποστηρίζεται όλο και λιγότερο όσο αυξάνεται η γνώση μας για τον πραγματικό κόσμο. Η επιστημονική γνώση συγκεκριμένα, μετρημένη βάσει του αριθμού των επιστημόνων και των επιστημονικών περιοδικών, διπλασιάζεται κάθε δέκα έως είκοσι χρόνια, εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα. Στις παραδοσιακές εξηγήσεις του παρελθόντος, οι θρησκευτικές αφηγήσεις περί Δημιουργίας έχουν αναμιχθεί με τις ανθρωπιστικές σπουδές προκειμένου να δώσουν νόημα στην ύπαρξη του είδους μας.
Έχει φθάσει πλέον ο καιρός να εξετάσουμε τι θα μπορούσε να προσφέρει η επιστήμη στις ανθρωπιστικές σπουδές και τι οι ανθρωπιστικές σπουδές στην επιστήμη, σε κοινή αναζήτηση μιας πιο στερεά θεμελιωμένης απάντησης στο μεγάλο αίνιγμα της ύπαρξής μας.
Κατ’ αρχάς, οι βιολόγοι έχουν βρει ότι η βιολογική προέλευση της προηγμένης κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων ήταν παρόμοια με εκείνη άλλων μελών του ζωικού βασιλείου. Χρησιμοποιώντας συγκριτικές μελέτες χιλιάδων ειδών ζώων, από έντομα μέχρι θηλαστικά, έχουμε συμπεράνει ότι οι περισσότερες σύνθετες κοινωνίες εμφανίστηκαν διαμέσου της ευκοινωνικότητας (eusociality) —που είναι, χονδρικά, η «αληθινή» κοινωνική κατάσταση. Εξ ορισμού, τα μέλη μιας ευκοινωνικής ομάδας ανατρέφουν από κοινού τα μικρά περισσότερων από μίας γενεών. Επιμερίζουν επίσης την εργασία μέσω της εγκατάλειψης από ορισμένα μέλη της ενός μέρους τουλάχιστον της ατομικής αναπαραγωγής τους, με τρόπο που να αυξάνει την «αναπαραγωγική επιτυχία» (τη συνολική αναπαραγωγή σε όλη τη διάρκεια της ζωής) άλλων μελών.
Η ευκοινωνικότητα φαντάζει παράδοξη από πολλές σκοπιές. Μία από αυτές, ότι είναι εξαιρετικά σπάνια. Στις εκατοντάδες χιλιάδες εξελισσόμενες γενεαλογικές γραμμές των ζώων της ξηράς κατά τα τελευταία 400 εκατομμύρια χρόνια, η εν λόγω κατάσταση, εξ όσων μπορούμε να διαπιστώσουμε, έχει εμφανιστεί μόνο δεκαεννέα φορές, διάσπαρτες σε έντομα, θαλάσσια καρκινοειδή και τρωκτικά που ζουν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ο αριθμός γίνεται είκοσι αν συμπεριλάβουμε και τους ανθρώπους. Πιθανότατα πρόκειται για υποεκτίμηση, ίσως και χονδροειδή, εξαιτίας δειγματοληπτικού σφάλματος. Εντούτοις, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ο αριθμός των φορών που εμφανίστηκε ευκοινωνικότητα ήταν σχετικά πολύ μικρός.
Επιπλέον, τα γνωστά ευκοινωνικά είδη εμφανίστηκαν πολύ αργά στην ιστορία της ζωής. Φαίνεται πως δεν εμφανίστηκαν καθόλου κατά τη μεγάλη διαφοροποίηση των εντόμων στο Παλαιοζωικό, από τα 350 μέχρι τα 250 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα, όταν η ποικιλία τους προσέγγισε τη σημερινή. Ούτε και υπάρχουν ενδείξεις ότι ζούσαν ευκοινωνικά είδη κατά το Μεσοζωικό, μέχρι και την εμφάνιση των πρώτων τερμιτών και μυρμηγκιών, μεταξύ 200 και 150 εκατομμυρίων ετών πριν από σήμερα. Οι άνθρωποι του επιπέδου Homo δεν εμφανίστηκαν παρά πολύ πρόσφατα, έπειτα από δεκάδες εκατομμύρια χρόνια εξέλιξης των πρωτευόντων του Παλαιού Κόσμου.
Από τη στιγμή που επιτεύχθηκε, η προηγμένη κοινωνική συμπεριφορά στην ευκοινωνική βαθμίδα είχε τεράστια οικολογική επιτυχία. Από τις δεκαεννέα γνωστές ανεξάρτητες γενεαλογικές γραμμές των ζώων, δύο μόλις, που ανήκουν στα έντομα —τα μυρμήγκια και οι τερμίτες—, είναι παγκοσμίως τα κυρίαρχα ασπόνδυλα στην ξηρά. Αν και περιλαμβάνουν λιγότερα από 20.000 είδη εντόμων (από τα ι εκατομμύριο γνωστά είδη εντόμων που ζουν σήμερα), τα μυρμήγκια και οι τερμίτες συνιστούν περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου σωματικού βάρους των εντόμων.
Η ιστορία της ευκοινωνικότητας εγείρει ένα ερώτημα: Με δεδομένο το τεράστιο πλεονέκτημα που προσφέρει, γιατί αυτή η προηγμένη μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς είναι τόσο σπάνια και εμφανίστηκε τόσο αργά; Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στην ιδιαίτερη αλληλουχία των πρωταρχικών εξελικτικών αλλαγών που πρέπει να συμβούν πριν μπορέσει να γίνει το τελικό βήμα προς την ευκοινωνικότητα.
Σε όλα τα ευκοινωνικά είδη που έχουν μελετηθεί μέχρι σήμερα, το τελικό βήμα πριν από την ευκοινωνικότητα είναι η κατασκευή προστατευμένης φωλιάς, από την οποία ξεκινούν οι εξορμήσεις προς αναζήτηση τροφής και μέσα στην οποία ανατρέφονται τα μικρά μέχρι να ωριμάσουν. Οι πρώτοι κατασκευαστές των φωλιών μπορεί να είναι ένα μοναχικό θηλυκό, ένα ζευγάρι ή μια μικρή και ασθενώς οργανωμένη ομάδα. Όταν επιτευχθεί το τελευταίο αυτό προκαταρκτικό βήμα, το μόνο που χρειάζεται για να δημιουργηθεί μια ευκοινωνική αποικία είναι να μένουν οι γονείς και οι απόγονοι στη φωλιά και να συνεργάζονται για την ανατροφή περισσότερων γενεών. Οι πρωτόγονες αυτές συναθροίσεις εύκολα υποδιαιρούνται σε ριψοκίνδυνους αναζητητές τροφής και σε επιφυλακτικούς γονείς και τροφούς.
Τι έφερε ένα και μόνο πρωτεύον στο σπάνιο επίπεδο της ευκοινωνικότητας; Οι παλαιοντολόγοι έχουν βρει ότι οι συνθήκες ήταν ταπεινές. Πριν από 2 περίπου εκατομμύρια χρόνια στην Αφρική, ένα είδος των χορτοφάγων, κατά κύριο λόγο, αυστραλοπιθήκων φαίνεται πως άρχισε να αλλάζει διατροφικές συνήθειες και να βασίζεται πολύ περισσότερο στο κρέας. Για να συλλέξει την τόσο πλούσια σε ενέργεια αλλά πολύ διάσπαρτη τροφή μια ομάδα, δεν βοηθούσε να περιφέρεται ως χαλαρά οργανωμένη αγέλη ενήλικων και νεαρών ατόμων, όπως κάνουν οι σημερινοί χιμπαντζήδες και μπονόμπο. Ήταν πολύ πιο αποδοτικό να στήνουν έναν καταυλισμό (οπότε, να η φωλιά) και να στέλνουν κυνηγούς για να φέρουν κρέας, από ζώα που είτε θα τα έχουν σκοτώσει είτε θα τα έχουν βρει νεκρά, και να το μοιραστούν με τους άλλους. Ως αντάλλαγμα, οι κυνηγοί απολάμβαναν την προστασία του καταυλισμού, όπως και τα παιδιά τους που έμεναν εκεί.
Μελετώντας σύγχρονους ανθρώπους —μεταξύ αυτών και κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, η ζωή των οποίων μας προσφέρει πολλές πληροφορίες για την προέλευση του ανθρώπου—, οι κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν συναγάγει τη νοητική ανάπτυξη που ξεκίνησε με το κυνήγι και τους καταυλισμούς. Οι προσωπικές σχέσεις που σχετίζονταν με τον ανταγωνισμό και τη συνεργασία μεταξύ των μελών του καταυλισμού είχαν πρωτεύουσα σημασία. Η όλη διαδικασία ήταν ακατάπαυστα δυναμική και απαιτητική. Ξεπερνούσε κατά πολύ σε ένταση οτιδήποτε παρόμοιο βίωναν οι περιπλανώμενες, χαλαρά οργανωμένες αγέλες των περισσότερων ζωικών κοινωνιών. Απαιτούσε μνήμη αρκετά καλή, ώστε κάθε μέλος της ομάδας να εκτιμά τις προθέσεις των άλλων μελών και να προβλέπει τις αντιδράσεις τους από τη μία στιγμή στην άλλη· επίσης, κάτι αποφασιστικής σημασίας, την ικανότητα να επινοούνται και να δοκιμάζονται νοητικά διαφορετικά σενάρια μελλοντικών αλληλεπιδράσεων.
Η κοινωνική ευφυΐα των προανθρώπων που ζούσαν σε καταυλισμούς εξελίχθηκε σαν ένα είδος ατέλειωτης παρτίδας σκάκι. Σήμερα, στο τέρμα της εξελικτικής αυτής διαδικασίας, οι τεράστιες τράπεζες μνήμης μας ενεργοποιούνται με ομαλό τρόπο συνδέοντας παρελθόν, παρόν και μέλλον. Μας επιτρέπουν να αξιολογούμε τις προοπτικές και τις συνέπειες συμμαχιών, δεσμών, σεξουαλικών επαφών, αντιπαλοτήτων, κυριαρχίας, εξαπάτησης, πίστης και προδοσίας. Απολαμβάνουμε ενστικτωδώς την αφήγηση αμέτρητων ιστοριών για άλλους, οι οποίοι λειτουργούν ως ηθοποιοί στην προσωπική μας εσωτερική σκηνή. Οι καλύτερες από αυτές εκφράζονται στην τέχνη, στην πολιτική θεωρία και σε άλλες δραστηριότητες υψηλού επιπέδου τις οποίες σήμερα περιλαμβάνουμε στις ανθρωπιστικές σπουδές.
Το καθοριστικό μέρος της μακράς ιστορίας της Δημιουργίας προφανώς ξεκίνησε με τον πρωτόγονο Homo habilis (ή ένα είδος στενά συγγενικό του), 2 εκατομμύρια χρόνια πριν από σήμερα. Πριν από τους ανθρώπους εκείνους, οι προάνθρωποι ήταν απλώς ζώα. Εν πολλοίς χορτοφάγα, είχαν ανθρωπόμορφα σώματα, αλλά η κρανιακή τους χωρητικότητα παρέμενε στα επίπεδα του χιμπαντζή —το πολύ μέχρι 600 κυβικά εκατοστόμετρα (cm3). Από την περίοδο εκείνη, η χωρητικότητα αυξήθηκε ταχύτατα —στα 680 cm3 στον Homo habilis, στα 900 cm3 στον Homo erectus και περίπου στα 1.400 cm3 στον Homo sapiens. Η διόγκωση του ανθρώπινου εγκεφάλου ήταν ένα από τα ταχύτερα επεισόδια εξέλιξης πολύπλοκου ιστού στην ιστορία της ζωής.
Εντούτοις, η διαπίστωση της σπάνιας συγκέντρωσης συνεργαζόμενων πρωτευόντων δεν επαρκεί για να εξηγήσει όλες τις δυνατότητες των σύγχρονων ανθρώπων που προσφέρει η μεγάλη κρανιακή χωρητικότητα. Οι εξελικτικοί βιολόγοι έχουν αναζητήσει επίσης τον «μέγα μάγιστρο» της προηγμένης κοινωνικής εξέλιξης, τον συνδυασμό δυνάμεων και περιβαλλοντικών συνθηκών που προσέφερε μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και πιο επιτυχημένη αναπαραγωγή σε όσους διέθεταν υψηλή κοινωνική ευφυΐα.
Έχουν διατυπωθεί δύο αντίπαλες θεωρίες όσον αφορά την κυρίαρχη δύναμη.
Σύμφωνα με την πρώτη, ήταν η επιλογή συγγενών, τα άτομα ευνοούν τους στενούς συγγενείς τους (πέρα από τα παιδιά τους), διευκολύνοντας έτσι την εξέλιξη του αλτρουισμού μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας. Η πολύπλοκη κοινωνική συμπεριφορά μπορεί να εξελιχθεί όταν καθένα από τα μέλη της ομάδας αποκομίζει περισσότερα οφέλη ως προς τον αριθμό των γονιδίων που περνούν στην επόμενη γενιά απ’ ό,τι απώλειες εξαιτίας του αλτρουισμού —οφέλη μεσοτιμημένα διά της συμπεριφοράς προς όλα τα μέλη της ομάδας. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα στην επιβίωση και στην αναπαραγωγή του ατόμου ονομάζεται εγκλείουσα αρμοστικότητα (inclusive fitness), και η εξήγηση της εξέλιξης μέσω αυτής «θεωρία της εγκλείουσας αρμοστικότητας».
Σύμφωνα με τη δεύτερη και πιο πρόσφατα διατυπωμένη θεωρία (πλήρης διαφάνεια: περιλαμβάνομαι σε εκείνους που διατύπωσαν τη σύγχρονη εκδοχή της), ο «μέγας μάγιστρος» είναι η πολυεπίπεδη επιλογή. Η διατύπωση αυτή αναγνωρίζει δύο επίπεδα στα οποία λειτουργεί η φυσική επιλογή: την ατομική επιλογή, η οποία βασίζεται στον ανταγωνισμό και στη συνεργασία μεταξύ των μελών της ίδιας ομάδας, και την επιλογή ομάδων, η οποία προκύπτει από τον ανταγωνισμό και τη συνεργασία μεταξύ ομάδων.
Η επιλογή ομάδων μπορεί να εκδηλωθεί μέσω βίαιων συγκρούσεων ή και ανταγωνισμού ανάμεσα στις ομάδες για την ανεύρεση και συγκομιδή νέων πόρων. Η πολυεπίπεδη επιλογή κερδίζει την εύνοια των εξελικτικών βιολόγων χάρις στις πρόσφατες μαθηματικές αποδείξεις ότι η επιλογή συγγενών είναι δυνατόν να λειτουργήσει μόνο υπό ειδικές συνθήκες που σπανίως, αν ποτέ, συναντώνται. Επίσης, η πολυεπίπεδη επιλογή ταιριάζει εύκολα σε όλες τις γνωστές πραγματικές περιπτώσεις ευκοινωνικής εξέλιξης στα ζώα, ενώ η επιλογή συγγενών, ακόμη και όταν είναι εύλογη στη θεωρία, μπορεί να εφαρμοστεί λιγότερο καλά ή και καθόλου στην πράξη.
Οι ρόλοι τόσο της ατομικής επιλογής όσο και της επιλογής ομάδων είναι ξεκάθαροι στις λεπτομέρειες της κοινωνικής συμπεριφοράς των ανθρώπων. Οι άνθρωποι δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για τις μικρολεπτομέρειες της συμπεριφοράς όσων βρίσκονται γύρω τους. Το κουτσομπολιό συνιστά την κυρίαρχη μορφή συζήτησης παντού, από τους καταυλισμούς των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μέχρι τις βασιλικές αυλές. Ο νους είναι ένας καλειδοσκοπικός χάρτης των άλλων μελών της ομάδας, αλλά και μερικών έξω από αυτήν, καθένα από τα οποία αξιολογείται συναισθηματικά σε αποχρώσεις εμπιστοσύνης, αγάπης, μίσους, καχυποψίας, θαυμασμού, ζήλιας και κοινωνικότητας.
Καθοδηγούμαστε από την παρόρμηση να ανήκουμε σε ομάδες ή και να τις δημιουργούμε κατά το δοκούν, και οι οποίες μπορεί να είναι εγκιβωτισμένες, επικαλυπτόμενες ή διακριτές και να εκτείνονται από πολύ μεγάλες μέχρι πολύ μικρές. Όλες σχεδόν οι ομάδες ανταγωνίζονται με εκείνες του ίδιου τύπου, κατά τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Όσο ευγενικά και μεγαλόψυχα και αν εκφραζόμαστε στη συζήτηση, τείνουμε να θεωρούμε τις δικές μας ομάδες ανώτερες και προσδιορίζουμε την προσωπική μας ταυτότητα ως μέλη τους. Η ύπαρξη ανταγωνισμού, συμπεριλαμβανομένων των πολεμικών συγκρούσεων, έχει υπάρξει χαρακτηριστικό γνώρισμα των κοινωνιών μας από την προϊστορία, όπως μπορούν να βεβαιώσουν τα αρχαιολογικά ευρήματα.
Στην πορεία του χρόνου, τα κύρια χαρακτηριστικά της βιολογικής προέλευσης του Homo sapiens αποσαφηνίζονται όλο και καλύτερα, κάτι που τονίζει τη δυνατότητα μιας παραγωγικότερης συνάντησης μεταξύ επιστήμης και ανθρωπιστικών σπουδών. Η σύγκλιση των δύο αυτών σπουδαίων κλάδων μάθησης θα έχει τεράστια επίδραση όταν αρκετοί άνθρωποι θα έχουν επεξεργαστεί τη δυνατότητα αυτή. Από τη μεριά της επιστήμης, η γενετική και οι επιστήμες του εγκεφάλου, η εξελικτική βιολογία και η παλαιοντολογία, όλες θα ιδωθούν υπό διαφορετικό πρίσμα. Οι φοιτητές θα διδάσκονται τόσο την προϊστορία όσο και τη συμβατική ιστορία, και το σύνολό τους θα παρουσιάζεται σωστά ως το σπουδαιότερο έπος του έμβιου κόσμου.
Με την υπερηφάνεια και την ταπεινοφροσύνη σε καλύτερη ισορροπία, θα δούμε επίσης με μεγαλύτερη σοβαρότητα τη θέση μας στη Φύση. Μεγάλη είναι η δόξα μας, καθώς αποτελούμε αναμφίβολα τον νου της βιόσφαιρας, με το πνεύμα μας να τα καταφέρνει μοναδικά σε εκπληκτικά άλματα φαντασίας. Αλλά συνεχίζουμε να αποτελούμε μέρος της πανίδας και της χλωρίδας της Γης, δεμένοι σε αυτή με τα συναισθήματα, τη φυσιολογία και, κάτι όχι λιγότερο σημαντικό, τη βαθιά ιστορία μας. Είναι ανόητο να θεωρούμε τον πλανήτη μας ως προσωρινό σταθμό προς έναν καλύτερο κόσμο. Αντιστοίχως, η Γη δεν θα μπορούσε να διατηρηθεί αν τη μετατρέπαμε κυριολεκτικά σε διαστημόπλοιο σχεδιασμένο για τον άνθρωπο.
Η ανθρώπινη ύπαρξη μπορεί να είναι απλούστερη από όσο πιστεύαμε. Δεν υπάρχει προκαθορισμός- ούτε κάποιο απύθμενο μυστήριο της ζωής. Δαίμονες και θεοί δεν διεκδικούν την αφοσίωσή μας. Αντιθέτως, είμαστε αυτοδημιούργητοι, ανεξάρτητοι, μόνοι και εύθραυστοι- ένα βιολογικό είδος προσαρμοσμένο να ζει σε έναν βιολογικό κόσμο. Αυτό που έχει σημασία για τη μακροχρόνια επιβίωσή μας είναι η ευφυής αυτεπίγνωση, βασισμένη σε μεγαλύτερη ανεξαρτησία σκέψης από όση γίνεται ανεκτή σήμερα ακόμη και στις πιο προηγμένες δημοκρατικές κοινωνίες μας.
E.O Wilson, Το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου