Σχεδόν παντού στον κόσμο, η παράσταση που δίνουμε στα social media είναι θετική. Βασισμένη στη λογική, «θα ήθελα να σας πω πόσο καλά πάνε τα πράγματα. Δείτε πόσο τέλεια περνάω». Σπανίως λέγεται η αλήθεια: «Φοβάμαι. Παλεύω. Δεν ξέρω».
Όλοι έχουμε μια αδύναμη πλευρά, η οποία δεν είναι ακριβώς κακόβουλη, αλλά τελικά θέλει πάντα να προσελκύει τη μεγαλύτερη δυνατή δημόσια αναγνώριση και προσοχή με τη λιγότερη δυνατή δουλειά.
Είναι σαν να θεωρούμε ότι η σιωπή είναι σημάδι αδυναμίας. Ότι το να μας αγνοούν είναι ταυτόσημο με τον θάνατο (και για το Εγώ αυτό είναι αλήθεια). Γι’ αυτό λοιπόν μιλάμε, μιλάμε, μιλάμε, λες και η ζωή μας εξαρτάται από αυτό.
Στην πραγματικότητα, η σιωπή είναι δύναμη – ειδικά στην αρχή ενός ταξιδιού. Όπως είχε προειδοποιήσει ο φιλόσοφος (και, όπως προκύπτει, εχθρός των εφημερίδων και της φλυαρίας τους) Σαίρεν Κίρκεγκωρ: “Η απλή φλυαρία προκαταλαμβάνει την πραγματική συζήτηση, και η έκφραση του περιεχομένου του νου αδυνατίζει τη δράση παρακωλύοντάς την”.
Και αυτό ακριβώς είναι το ύπουλο στη συζήτηση. Ο καθένας μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του. Ακόμα κι ένα παιδί ξέρει να κάνει ψιλοκουβέντα και να φλυαρεί. Οι περισσότεροι άνθρωποι τα πηγαίνουν σχετικά καλά στην προώθηση και στις πωλήσεις. Τι είναι λοιπόν αυτό που σπανίζει; Η σιωπή. Η ικανότητα να κρατάς συνειδητά τον εαυτό σου εκτός συζήτησης και να υπάρχεις χωρίς την επιβεβαίωσή της. Η σιωπή είναι η ανάπαυλα των δυνατών και σίγουρων για τον εαυτό τους ανθρώπων, ενώ η νοερή απεικόνιση του στόχου μας είναι σημαντική, από ένα σημείο και μετά το μυαλό μας αρχίζει να τη συγχέει με την πραγματική επίτευξη. Το ίδιο ισχύει για τη λεκτικοποίηση των προσδοκιών και των στόχων μας. Ακόμα και το να μιλάμε δυνατά στον εαυτό μας τη στιγμή που προσπαθούμε να λύσουμε δύσκολα προβλήματα έχει αποδειχθεί ότι μειώνει σημαντικά τη διορατικότητα και την ευρηματικότητά μας.
Όσο πιο δύσκολο είναι ένα έργο, τόσο πιο αβέβαιο γίνεται για μας το αποτέλεσμα, τόσο πιο πολύ μας κοστίζει το να συζητάμε για αυτό, και τόσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την ανάληψη της ευθύνης για την επίτευξή ίου. Έχει απομυζήσει την ενέργεια που χρειαζόμαστε απελπισμένα για να κατακτήσουμε αυτό που ο Στίβεν Πρέσσφιλντ αποκαλεί «Αντίσταση» – το εμπόδιο που στέκεται ανάμεσα σ’ εμάς και στη δημιουργική έκφραση. Η επιτυχία απαιτεί το 100% των προσπαθειών μας, και η συζήτηση διασπαθίζει μέρος αυτής της προσπάθειας προτού προλάβουμε να τη χρησιμοποιήσουμε.
Πολλοί από εμάς υποκύπτουμε στον πειρασμό αυτό, κυρίως όταν νιώθουμε πνιγμένοι, πιεσμένοι ή όταν έχουμε πολλή δουλειά. Στη φάση της «οικοδόμησης» η αντίσταση αποτελεί μια διαρκή πηγή δυσφορίας. Το να μιλάμε -να ακούμε τον εαυτό μας να μιλά, να δίνει παράσταση για ένα κοινό- είναι σχεδόν θεραπευτικό. Μόλις πέρασα τέσσερις ώρες συζητώντας για το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό δεν μετράει καθόλου; Η απάντηση είναι όχι.
Η εξαιρετική δουλειά προϋποθέτει μεγάλο αγώνα. Είναι μια διαδικασία που σε στραγγίζει, σου ρίχνει το ηθικό, σε τρομάζει – όχι πάντα, αλλά μπορεί να το νιώσεις όταν βρεθείς στη μέση της διαδρομής. Έτσι μιλάμε για να γεμίσουμε το κενό και την αβεβαιότητα. «Το κενό», είχε πει κάποτε ο Μάρλον Μπράντο -ένας λιγομίλητος ηθοποιός, αν υπάρχει αυτό το είδος- «είναι τρομακτικό για τους περισσότερους ανθρώπους». Είναι σαν να δεχόμαστε επίθεση ή σαν να προκαλούμαστε από τη σιωπή, κυρίως αν έχουμε επιτρέψει στο Εγώ μας να μας λέει ψέματα τα προηγούμενα χρόνια. Κι αυτό είναι καταστροφικό για έναν λόγο: επειδή η εξαιρετική δουλειά και η ανώτερη τέχνη είναι προϊόντα της πάλης μας με το κενό, προκύπτουν όταν αντιμετωπίζουμε το κενό, κι όχι όταν προσπαθούμε να το αποδιώξουμε. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ιδιαίτερη πρόκληση – είτε πρόκειται για έρευνα σε ένα νέο πεδίο, για την έναρξη μιας νέας επιχείρησης , για την παραγωγή μιας ταινίας, για την ενίσχυση ενός σημαντικού σκοπού: Επιδιώκουμε την αναβολή μέσα από τη συζήτηση ή ριχνόμαστε άμεσα στη μάχη;
Οι δυνατοί δουλεύουν ήσυχα στη γωνία. Μετατρέπουν την εσωτερική τους αναταραχή σε προϊόν – και σταδιακά σε ηρεμία. Αγνοούν την παρόρμηση για αναγνώριση προτού κάνουν κάτι. Δεν μιλούν πολύ. Δεν τους πειράζει που κάποιοι άλλοι, οι οποίοι βρίσκονται στο επίκεντρο της δημοσιότητας, μπορεί να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος. (Δεν την παίρνουν.) Είναι πολύ απασχολημένοι με τη δουλειά τους για να πράξουν οτιδήποτε άλλο. Και όταν μιλούν – το έχουν κερδίσει.
Η μοναδική σχέση ανάμεσα στη δουλειά και στη φλυαρία είναι ότι η μια σκοτώνει την άλλη.
Αφήστε τους υπόλοιπους να αλληλοχτυπιούνται φιλικά στην πλάτη και γυρίστε στο εργαστήριο, στο γυμναστήριο, στον δρόμο σας.
Όλοι έχουμε μια αδύναμη πλευρά, η οποία δεν είναι ακριβώς κακόβουλη, αλλά τελικά θέλει πάντα να προσελκύει τη μεγαλύτερη δυνατή δημόσια αναγνώριση και προσοχή με τη λιγότερη δυνατή δουλειά.
Είναι σαν να θεωρούμε ότι η σιωπή είναι σημάδι αδυναμίας. Ότι το να μας αγνοούν είναι ταυτόσημο με τον θάνατο (και για το Εγώ αυτό είναι αλήθεια). Γι’ αυτό λοιπόν μιλάμε, μιλάμε, μιλάμε, λες και η ζωή μας εξαρτάται από αυτό.
Στην πραγματικότητα, η σιωπή είναι δύναμη – ειδικά στην αρχή ενός ταξιδιού. Όπως είχε προειδοποιήσει ο φιλόσοφος (και, όπως προκύπτει, εχθρός των εφημερίδων και της φλυαρίας τους) Σαίρεν Κίρκεγκωρ: “Η απλή φλυαρία προκαταλαμβάνει την πραγματική συζήτηση, και η έκφραση του περιεχομένου του νου αδυνατίζει τη δράση παρακωλύοντάς την”.
Και αυτό ακριβώς είναι το ύπουλο στη συζήτηση. Ο καθένας μπορεί να μιλήσει για τον εαυτό του. Ακόμα κι ένα παιδί ξέρει να κάνει ψιλοκουβέντα και να φλυαρεί. Οι περισσότεροι άνθρωποι τα πηγαίνουν σχετικά καλά στην προώθηση και στις πωλήσεις. Τι είναι λοιπόν αυτό που σπανίζει; Η σιωπή. Η ικανότητα να κρατάς συνειδητά τον εαυτό σου εκτός συζήτησης και να υπάρχεις χωρίς την επιβεβαίωσή της. Η σιωπή είναι η ανάπαυλα των δυνατών και σίγουρων για τον εαυτό τους ανθρώπων, ενώ η νοερή απεικόνιση του στόχου μας είναι σημαντική, από ένα σημείο και μετά το μυαλό μας αρχίζει να τη συγχέει με την πραγματική επίτευξη. Το ίδιο ισχύει για τη λεκτικοποίηση των προσδοκιών και των στόχων μας. Ακόμα και το να μιλάμε δυνατά στον εαυτό μας τη στιγμή που προσπαθούμε να λύσουμε δύσκολα προβλήματα έχει αποδειχθεί ότι μειώνει σημαντικά τη διορατικότητα και την ευρηματικότητά μας.
Όσο πιο δύσκολο είναι ένα έργο, τόσο πιο αβέβαιο γίνεται για μας το αποτέλεσμα, τόσο πιο πολύ μας κοστίζει το να συζητάμε για αυτό, και τόσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από την ανάληψη της ευθύνης για την επίτευξή ίου. Έχει απομυζήσει την ενέργεια που χρειαζόμαστε απελπισμένα για να κατακτήσουμε αυτό που ο Στίβεν Πρέσσφιλντ αποκαλεί «Αντίσταση» – το εμπόδιο που στέκεται ανάμεσα σ’ εμάς και στη δημιουργική έκφραση. Η επιτυχία απαιτεί το 100% των προσπαθειών μας, και η συζήτηση διασπαθίζει μέρος αυτής της προσπάθειας προτού προλάβουμε να τη χρησιμοποιήσουμε.
Πολλοί από εμάς υποκύπτουμε στον πειρασμό αυτό, κυρίως όταν νιώθουμε πνιγμένοι, πιεσμένοι ή όταν έχουμε πολλή δουλειά. Στη φάση της «οικοδόμησης» η αντίσταση αποτελεί μια διαρκή πηγή δυσφορίας. Το να μιλάμε -να ακούμε τον εαυτό μας να μιλά, να δίνει παράσταση για ένα κοινό- είναι σχεδόν θεραπευτικό. Μόλις πέρασα τέσσερις ώρες συζητώντας για το συγκεκριμένο θέμα. Αυτό δεν μετράει καθόλου; Η απάντηση είναι όχι.
Η εξαιρετική δουλειά προϋποθέτει μεγάλο αγώνα. Είναι μια διαδικασία που σε στραγγίζει, σου ρίχνει το ηθικό, σε τρομάζει – όχι πάντα, αλλά μπορεί να το νιώσεις όταν βρεθείς στη μέση της διαδρομής. Έτσι μιλάμε για να γεμίσουμε το κενό και την αβεβαιότητα. «Το κενό», είχε πει κάποτε ο Μάρλον Μπράντο -ένας λιγομίλητος ηθοποιός, αν υπάρχει αυτό το είδος- «είναι τρομακτικό για τους περισσότερους ανθρώπους». Είναι σαν να δεχόμαστε επίθεση ή σαν να προκαλούμαστε από τη σιωπή, κυρίως αν έχουμε επιτρέψει στο Εγώ μας να μας λέει ψέματα τα προηγούμενα χρόνια. Κι αυτό είναι καταστροφικό για έναν λόγο: επειδή η εξαιρετική δουλειά και η ανώτερη τέχνη είναι προϊόντα της πάλης μας με το κενό, προκύπτουν όταν αντιμετωπίζουμε το κενό, κι όχι όταν προσπαθούμε να το αποδιώξουμε. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ιδιαίτερη πρόκληση – είτε πρόκειται για έρευνα σε ένα νέο πεδίο, για την έναρξη μιας νέας επιχείρησης , για την παραγωγή μιας ταινίας, για την ενίσχυση ενός σημαντικού σκοπού: Επιδιώκουμε την αναβολή μέσα από τη συζήτηση ή ριχνόμαστε άμεσα στη μάχη;
Οι δυνατοί δουλεύουν ήσυχα στη γωνία. Μετατρέπουν την εσωτερική τους αναταραχή σε προϊόν – και σταδιακά σε ηρεμία. Αγνοούν την παρόρμηση για αναγνώριση προτού κάνουν κάτι. Δεν μιλούν πολύ. Δεν τους πειράζει που κάποιοι άλλοι, οι οποίοι βρίσκονται στο επίκεντρο της δημοσιότητας, μπορεί να παίρνουν τη μερίδα του λέοντος. (Δεν την παίρνουν.) Είναι πολύ απασχολημένοι με τη δουλειά τους για να πράξουν οτιδήποτε άλλο. Και όταν μιλούν – το έχουν κερδίσει.
Η μοναδική σχέση ανάμεσα στη δουλειά και στη φλυαρία είναι ότι η μια σκοτώνει την άλλη.
Αφήστε τους υπόλοιπους να αλληλοχτυπιούνται φιλικά στην πλάτη και γυρίστε στο εργαστήριο, στο γυμναστήριο, στον δρόμο σας.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου