Ο Φρόυντ κάποτε είπε πως ο πολιτισμός ξεκίνησε την πρώτη φορά που ο άνθρωπος απάντησε με μία προσβολή και όχι πετώντας μία πέτρα. Άραγε, πόσο πολιτισμένος είναι ο σύγχρονος άνθρωπος;
Για να απαντήσουμε με όσον το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε πως διαχωρίζονται αυτές οι δύο πράξεις και τι συμβολίζουν έτσι ώστε να ορίσουμε την έννοια του πολιτισμού, αλλά και άρα να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι αυτό που διαχωρίζει τον πολιτισμένο από τον απολίτιστο άνθρωπο. Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για ένα βαθιά υπαρξιακό ερώτημα το οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε από πολλές πλευρές. Θα προσπαθήσω να εξετάσω το ζήτημα από την ψυχολογική του πλευρά και όσο απλούστερα γίνεται μέσα από το πρίσμα της ψυχανάλυσης.
Τα ένστικτα ως έννοια αποτελούν βασικό και θεμέλιο λίθο τόσο στην ψυχαναλυτική θεωρία όσο και στην πρακτική εφαρμογή της και χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: Τα Ένστικτα της Ζωής και τα Ένστικτα του Θανάτου. Το κατά πόσο αυτή η κατηγοριοποίηση είναι ακριβής είναι ένα ακόμα σημαντικό ερώτημα που χρήζει περισσότερης μελέτης και ανάλυσης, αλλά δεν είναι του παρόντος. Στο πλαίσιο όμως της εξερεύνησή της έννοιας του πολιτισμού είναι απαραίτητο να αναφέρουμε πώς αυτά εκφράζονται και τι ρόλο παίζουν στην συμπεριφορά μας.
Η ψυχανάλυση και ο Φρόυντ σίγουρα δεν ήταν η πρώτη απόπειρα του ανθρώπου να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά και ειδικότερα η πρώτη φορά που η ψυχή μας παρουσιάστηκε ως ένα σύνολο τριών μερών, αναπόσπαστα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ο Πλάτωνας είχε ονομάσει αυτά τα μέρη Λογιστικόν, Επιθυμιτικόν και Θυμοειδές και ελάχιστα διαφέρουν ως έννοιες από αυτό που στην σύγχρονη εποχή αντίστοιχα ονομάζουμε Εγώ, Αυτό και Υπερεγώ. Ίσως, εύλογα, να πρέπει να αναρωτηθούμε όμως ποια η σχέση όλων αυτών με τα ένστικτα και τον πολιτισμό, αλλά η απάντηση είναι κρυμμένη σε αυτό που αυτές οι έννοιες συμβολίζουν.
Πιο συγκεκριμένα, το Εγώ αποτελεί το υπολογιστικό μέρος της ψυχής. Είναι αυτό που είναι υπευθυνο για τον έλεγχο της πραγματικότητας. Το Υπερεγώ αποτελεί την ηθική πυξίδα μας. Είναι η φωνή που θα μας μιλήσει πριν οποιαδήποτε απόφαση και θα μας πει αν είναι σωστό ή όχι να κάνουμε κάτι. Τέλος, το Αυτό είναι η έκφραση των ενστίκτων, των εσωτερικών ορμών του ανθρώπου, που σε γενικές γραμμές είναι είτε καταστροφικά (θυμός, επιθετικότητα), είτε δημιουργικά (αγάπη, αυτοσυντήρηση). Με τα ένστικτα γεννιόμαστε, ενώ το υπερεγώ είναι κάτι που μετέπειτα δημιουργείται μέσω της αλληλεπίδρασής μας με τον εξωτερικό κόσμο. Το εγώ είναι επίσης επίκτητο, σχηματίζεται από την εξισορρόπηση των λοιπών δυο μερών και αποτελεί το κομμάτι της ψυχής που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το ποιοι είμαστε.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως δεν υπάρχει τίποτα το στατικό σε αυτήν την εξίσωση. Αντιθέτως, εγώ, αυτό και υπερεγώ βρίσκονται σε μια συνεχή και δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Σε μια συνεχή μάχη εξουσίας αν θέλετε, μια μάχη της οποίας το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ δεδομένο, αλλά που προκύπτει από το πώς και κυρίως κατά πόσο αυτά τα κομμάτια θα έρθουν σε ισορροπία μεταξύ τους. Το εγώ είναι ο κρίκος που μας συνδέει με την πραγματικότητα και αποσκοπεί στην επίτευξη μακροπρόθεσμων στόχων, σε αντίθεση με το αυτό το οποίο αποσκοπεί στην άμεση επίτευξη και εν τέλει απόλαυση. Το υπερεγώ είναι ο κανόνας, ο ηθικός φραγμός, που θα οριοθετήσει το παιχνίδι μεταξύ των άλλων δυο.
«Θέλω να φάω σοκολάτα» θα πει το Αυτό. «Πρέπει να φας πρώτα το φαγητό σου», θα πει το Υπερεγώ. «Μα θέλω σοκολάτα τώρα!». «Αν φας όλο το φαγητό σου πρώτα, θα σου δώσω δυο σοκολάτες μετά. Μπορείς αν θες να φας την σοκολάτα τώρα και το φαγητό σου αργότερα, αλλά μετά δεν θα έχεις δεύτερη σοκολάτα». Μπορεί αρκετοί από εμάς να ταυτιστούμε με το ρομαντικό παράδειγμα της σοκολάτας, αλλά τι συμβαίνει άραγε όταν το ένστικτο είναι καταστροφικής και όχι δημιουργικής φύσης; Τι συμβαίνει στην περίπτωση του έντονου θυμού; Τι συμβαίνει στην περίπτωση που μας κυριεύει οργή γιατί πιστεύουμε πως κάποιος μας αδίκησε ή γιατί μας τραυμάτισε σωματικά ή ψυχικά σε τέτοιο βαθμό που η μόνη δίκαιη αντίδραση φαίνεται να είναι η βία; Τι συμβαίνει στην περίπτωση που ποθούμε κάτι που δεν μπορούμε να έχουμε;
Τα λεγόμενα καταστροφικά ένστικτα έχουν έναν και μόνο σκοπό: να καταστρέψουν, να εκμηδενίσουν, να πάψουν την ύπαρξη. Δεν ενδιαφέρονται για κάτι άλλο. Στο πλαίσιο αυτού που σήμερα εξετάζουμε, του πολιτισμού, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Και γι αυτόν τον λόγο έχουμε τους νόμους και τους κανόνες κάθε πολιτείας, οι οποίοι φροντίζουν ως προς τον έλεγχο τέτοιων πιθανοτήτων με ποινές ανάλογες (θεωρητικά έστω) του αποτελέσματος της αδυναμίας μας να ελέγξουμε αυτά τα ένστικτά μας. Διαφορετική ποινή επιφέρει η εξύβριση, διαφορετική η χειροδικία, διαφορετική η κλοπή, διαφορετική ο βιασμός, διαφορετική ο φόνος. Μπορεί σε αυτό το σημείο δίκαια να αναρωτιέται κάποιος μήπως και προσομοιώνουμε την εξύβριση με τον φόνο. Φυσικά και δεν το κάνουμε. Αντιθέτως, το πόσο διαφορετικά είναι αυτά τα παραδείγματα φανερώνει εν τέλει το ότι απλά υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα εξισορρόπησης, ελέγχου και έκφρασης των ορμών και των ενστίκτων. Το γεγονός ότι έχουμε νομοθετήσει για όλα αυτά φαίνεται μάλλον να επιβεβαιώνει το εγγενές του χαρακτήρα τους.
Επιστρέφοντας λοιπόν στο δεύτερό μας ερώτημα, τι φαίνεται να είναι ο πολιτισμός για την ψυχανάλυση; Πολιτισμό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την καταπίεση των ορμών και των ενστίκτων, δημιουργικών ή καταστροφικών. Στο παράδειγμα της αρχής του άρθρου, το ότι θα βρίσουμε είναι πιο πολιτισμένο από το να πετάξουμε μια πέτρα, και το να μιλήσουμε ήρεμα είναι κατά αυτήν την έννοια πιο πολιτισμένο από το να βρίσουμε. Το ότι κάποιος ποθήσει μια γυναίκα δεν σημαίνει πως επειδή ίσως μπορεί είναι ελεύθερος να ικανοποιήσει αυτήν του την ορμή. Το ότι κάποιος έχει οργή επειδή ο γείτονάς του δεν του επιτρέπει να κοιμηθεί τα βράδια δεν σημαίνει πως μπορεί να τον σκοτώσει έτσι ώστε να απαλλαγεί από την φασαρία. Τέτοιες συμπεριφορές δεν έχουν θέση σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Τέτοιες συμπεριφορές δεν αρμόζουν σε έναν πολιτισμένο άνθρωπο και πολλοί θα τις χαρακτήριζαν ίσως και βάρβαρες. Τέτοιες συμπεριφορές φανερώνουν έναν άνθρωπο, θα λέγαμε, έρμαιο των ενστίκτων και όχι κύριο της λογικής σκέψης.
Ας αναλογιστούμε τώρα και το πρώτο ερώτημα που θέσαμε: Πόσο πολιτισμένος είναι ο σύγχρονος άνθρωπος; Και λέω να αναλογιστούμε γιατί δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω εδώ κάτι τόσο σύνθετο, αλλά εν τέλει και τόσο προσωπικό πιστεύοντας πως μπορώ να καλύψω με την απάντηση μου όλους. Πιστεύω πως μια τέτοιου απάντηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων το πολιτισμικό περιβάλλον και η ηθική του καθενός από εμάς. Επακολούθως, το μόνο που θα μπορούσα να προσφέρω είναι μια πολύ προσωπική απάντηση.
Ελπίζω όμως να αφήσω στον αναγνώστη δύο πράγματα: το πρώτο είναι συνειδητοποίηση του πόσο σημαντική είναι η αναζήτηση της εσωτερικής ισορροπίας και εσωτερική ισορροπία δεν σημαίνει η άρνηση της αλήθειας, όσο άβολη και αν είναι, αλλά η επαφή με τον εαυτό μας. Δεν είμαστε μόνο λογική. Δεν είμαστε μόνο ένστικτα. Δεν είμαστε μόνο «πρέπει» και κανόνες. Είμαστε όλα αυτά μαζί και εδώ έγκειται η τεράστια συνεισφορά της ψυχανάλυσης, του Φρόυντ, του Καντ, του Νίτσε, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και πολλών άλλων στοχαστών: μπορεί να μην κατάφεραν, ίσως, να ανακαλύψουν την μία και μοναδική αλήθεια, ή να εξηγήσουν επαρκώς τα ερωτήματα που βασανίζουν αιώνες τώρα την ανθρωπότητα, αλλά μας έδειξαν την σημαντικότητα του διαλόγου, εσωτερικού ή εξωτερικού. Το δεύτερο και κυριότερο που ελπίζω να αφήσω στους αναγνώστες; το ότι να θέτουμε το ερώτημα είναι, αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό με το να βρίσκουμε την απάντηση.
Ολοκληρώνοντας λοιπόν, εδώ βρίσκεται και η τόσο προσωπική μου απάντηση και αλήθεια: Θα συνεχίσουμε να είμαστε πολιτισμένοι όσο συνεχίζουμε να θέτουμε ερωτήματα τόσο στον εαυτό μας, όσο και στους άλλους. Θα συνεχίσουμε να είμαστε πολιτισμένοι για όσο αναζητούμε απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα. Θα συνεχίσουμε να είμαστε πολιτισμένοι για όσο δεν πιστεύουμε, αλλά αναρωτιόμαστε. Πολιτισμός=Διάλογος.
Για να απαντήσουμε με όσον το δυνατόν περισσότερη ακρίβεια είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε πως διαχωρίζονται αυτές οι δύο πράξεις και τι συμβολίζουν έτσι ώστε να ορίσουμε την έννοια του πολιτισμού, αλλά και άρα να καταλάβουμε τι ακριβώς είναι αυτό που διαχωρίζει τον πολιτισμένο από τον απολίτιστο άνθρωπο. Είναι βέβαιο ότι πρόκειται για ένα βαθιά υπαρξιακό ερώτημα το οποίο μπορούμε να προσεγγίσουμε από πολλές πλευρές. Θα προσπαθήσω να εξετάσω το ζήτημα από την ψυχολογική του πλευρά και όσο απλούστερα γίνεται μέσα από το πρίσμα της ψυχανάλυσης.
Τα ένστικτα ως έννοια αποτελούν βασικό και θεμέλιο λίθο τόσο στην ψυχαναλυτική θεωρία όσο και στην πρακτική εφαρμογή της και χωρίζονται σε δύο βασικές κατηγορίες: Τα Ένστικτα της Ζωής και τα Ένστικτα του Θανάτου. Το κατά πόσο αυτή η κατηγοριοποίηση είναι ακριβής είναι ένα ακόμα σημαντικό ερώτημα που χρήζει περισσότερης μελέτης και ανάλυσης, αλλά δεν είναι του παρόντος. Στο πλαίσιο όμως της εξερεύνησή της έννοιας του πολιτισμού είναι απαραίτητο να αναφέρουμε πώς αυτά εκφράζονται και τι ρόλο παίζουν στην συμπεριφορά μας.
Η ψυχανάλυση και ο Φρόυντ σίγουρα δεν ήταν η πρώτη απόπειρα του ανθρώπου να κατανοήσει την ανθρώπινη συμπεριφορά και ειδικότερα η πρώτη φορά που η ψυχή μας παρουσιάστηκε ως ένα σύνολο τριών μερών, αναπόσπαστα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Ο Πλάτωνας είχε ονομάσει αυτά τα μέρη Λογιστικόν, Επιθυμιτικόν και Θυμοειδές και ελάχιστα διαφέρουν ως έννοιες από αυτό που στην σύγχρονη εποχή αντίστοιχα ονομάζουμε Εγώ, Αυτό και Υπερεγώ. Ίσως, εύλογα, να πρέπει να αναρωτηθούμε όμως ποια η σχέση όλων αυτών με τα ένστικτα και τον πολιτισμό, αλλά η απάντηση είναι κρυμμένη σε αυτό που αυτές οι έννοιες συμβολίζουν.
Πιο συγκεκριμένα, το Εγώ αποτελεί το υπολογιστικό μέρος της ψυχής. Είναι αυτό που είναι υπευθυνο για τον έλεγχο της πραγματικότητας. Το Υπερεγώ αποτελεί την ηθική πυξίδα μας. Είναι η φωνή που θα μας μιλήσει πριν οποιαδήποτε απόφαση και θα μας πει αν είναι σωστό ή όχι να κάνουμε κάτι. Τέλος, το Αυτό είναι η έκφραση των ενστίκτων, των εσωτερικών ορμών του ανθρώπου, που σε γενικές γραμμές είναι είτε καταστροφικά (θυμός, επιθετικότητα), είτε δημιουργικά (αγάπη, αυτοσυντήρηση). Με τα ένστικτα γεννιόμαστε, ενώ το υπερεγώ είναι κάτι που μετέπειτα δημιουργείται μέσω της αλληλεπίδρασής μας με τον εξωτερικό κόσμο. Το εγώ είναι επίσης επίκτητο, σχηματίζεται από την εξισορρόπηση των λοιπών δυο μερών και αποτελεί το κομμάτι της ψυχής που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό το ποιοι είμαστε.
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως δεν υπάρχει τίποτα το στατικό σε αυτήν την εξίσωση. Αντιθέτως, εγώ, αυτό και υπερεγώ βρίσκονται σε μια συνεχή και δυναμική αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Σε μια συνεχή μάχη εξουσίας αν θέλετε, μια μάχη της οποίας το αποτέλεσμα δεν είναι ποτέ δεδομένο, αλλά που προκύπτει από το πώς και κυρίως κατά πόσο αυτά τα κομμάτια θα έρθουν σε ισορροπία μεταξύ τους. Το εγώ είναι ο κρίκος που μας συνδέει με την πραγματικότητα και αποσκοπεί στην επίτευξη μακροπρόθεσμων στόχων, σε αντίθεση με το αυτό το οποίο αποσκοπεί στην άμεση επίτευξη και εν τέλει απόλαυση. Το υπερεγώ είναι ο κανόνας, ο ηθικός φραγμός, που θα οριοθετήσει το παιχνίδι μεταξύ των άλλων δυο.
«Θέλω να φάω σοκολάτα» θα πει το Αυτό. «Πρέπει να φας πρώτα το φαγητό σου», θα πει το Υπερεγώ. «Μα θέλω σοκολάτα τώρα!». «Αν φας όλο το φαγητό σου πρώτα, θα σου δώσω δυο σοκολάτες μετά. Μπορείς αν θες να φας την σοκολάτα τώρα και το φαγητό σου αργότερα, αλλά μετά δεν θα έχεις δεύτερη σοκολάτα». Μπορεί αρκετοί από εμάς να ταυτιστούμε με το ρομαντικό παράδειγμα της σοκολάτας, αλλά τι συμβαίνει άραγε όταν το ένστικτο είναι καταστροφικής και όχι δημιουργικής φύσης; Τι συμβαίνει στην περίπτωση του έντονου θυμού; Τι συμβαίνει στην περίπτωση που μας κυριεύει οργή γιατί πιστεύουμε πως κάποιος μας αδίκησε ή γιατί μας τραυμάτισε σωματικά ή ψυχικά σε τέτοιο βαθμό που η μόνη δίκαιη αντίδραση φαίνεται να είναι η βία; Τι συμβαίνει στην περίπτωση που ποθούμε κάτι που δεν μπορούμε να έχουμε;
Τα λεγόμενα καταστροφικά ένστικτα έχουν έναν και μόνο σκοπό: να καταστρέψουν, να εκμηδενίσουν, να πάψουν την ύπαρξη. Δεν ενδιαφέρονται για κάτι άλλο. Στο πλαίσιο αυτού που σήμερα εξετάζουμε, του πολιτισμού, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Και γι αυτόν τον λόγο έχουμε τους νόμους και τους κανόνες κάθε πολιτείας, οι οποίοι φροντίζουν ως προς τον έλεγχο τέτοιων πιθανοτήτων με ποινές ανάλογες (θεωρητικά έστω) του αποτελέσματος της αδυναμίας μας να ελέγξουμε αυτά τα ένστικτά μας. Διαφορετική ποινή επιφέρει η εξύβριση, διαφορετική η χειροδικία, διαφορετική η κλοπή, διαφορετική ο βιασμός, διαφορετική ο φόνος. Μπορεί σε αυτό το σημείο δίκαια να αναρωτιέται κάποιος μήπως και προσομοιώνουμε την εξύβριση με τον φόνο. Φυσικά και δεν το κάνουμε. Αντιθέτως, το πόσο διαφορετικά είναι αυτά τα παραδείγματα φανερώνει εν τέλει το ότι απλά υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα εξισορρόπησης, ελέγχου και έκφρασης των ορμών και των ενστίκτων. Το γεγονός ότι έχουμε νομοθετήσει για όλα αυτά φαίνεται μάλλον να επιβεβαιώνει το εγγενές του χαρακτήρα τους.
Επιστρέφοντας λοιπόν στο δεύτερό μας ερώτημα, τι φαίνεται να είναι ο πολιτισμός για την ψυχανάλυση; Πολιτισμό θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την καταπίεση των ορμών και των ενστίκτων, δημιουργικών ή καταστροφικών. Στο παράδειγμα της αρχής του άρθρου, το ότι θα βρίσουμε είναι πιο πολιτισμένο από το να πετάξουμε μια πέτρα, και το να μιλήσουμε ήρεμα είναι κατά αυτήν την έννοια πιο πολιτισμένο από το να βρίσουμε. Το ότι κάποιος ποθήσει μια γυναίκα δεν σημαίνει πως επειδή ίσως μπορεί είναι ελεύθερος να ικανοποιήσει αυτήν του την ορμή. Το ότι κάποιος έχει οργή επειδή ο γείτονάς του δεν του επιτρέπει να κοιμηθεί τα βράδια δεν σημαίνει πως μπορεί να τον σκοτώσει έτσι ώστε να απαλλαγεί από την φασαρία. Τέτοιες συμπεριφορές δεν έχουν θέση σε μια πολιτισμένη κοινωνία. Τέτοιες συμπεριφορές δεν αρμόζουν σε έναν πολιτισμένο άνθρωπο και πολλοί θα τις χαρακτήριζαν ίσως και βάρβαρες. Τέτοιες συμπεριφορές φανερώνουν έναν άνθρωπο, θα λέγαμε, έρμαιο των ενστίκτων και όχι κύριο της λογικής σκέψης.
Ας αναλογιστούμε τώρα και το πρώτο ερώτημα που θέσαμε: Πόσο πολιτισμένος είναι ο σύγχρονος άνθρωπος; Και λέω να αναλογιστούμε γιατί δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω εδώ κάτι τόσο σύνθετο, αλλά εν τέλει και τόσο προσωπικό πιστεύοντας πως μπορώ να καλύψω με την απάντηση μου όλους. Πιστεύω πως μια τέτοιου απάντηση εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ των οποίων το πολιτισμικό περιβάλλον και η ηθική του καθενός από εμάς. Επακολούθως, το μόνο που θα μπορούσα να προσφέρω είναι μια πολύ προσωπική απάντηση.
Ελπίζω όμως να αφήσω στον αναγνώστη δύο πράγματα: το πρώτο είναι συνειδητοποίηση του πόσο σημαντική είναι η αναζήτηση της εσωτερικής ισορροπίας και εσωτερική ισορροπία δεν σημαίνει η άρνηση της αλήθειας, όσο άβολη και αν είναι, αλλά η επαφή με τον εαυτό μας. Δεν είμαστε μόνο λογική. Δεν είμαστε μόνο ένστικτα. Δεν είμαστε μόνο «πρέπει» και κανόνες. Είμαστε όλα αυτά μαζί και εδώ έγκειται η τεράστια συνεισφορά της ψυχανάλυσης, του Φρόυντ, του Καντ, του Νίτσε, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και πολλών άλλων στοχαστών: μπορεί να μην κατάφεραν, ίσως, να ανακαλύψουν την μία και μοναδική αλήθεια, ή να εξηγήσουν επαρκώς τα ερωτήματα που βασανίζουν αιώνες τώρα την ανθρωπότητα, αλλά μας έδειξαν την σημαντικότητα του διαλόγου, εσωτερικού ή εξωτερικού. Το δεύτερο και κυριότερο που ελπίζω να αφήσω στους αναγνώστες; το ότι να θέτουμε το ερώτημα είναι, αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον το ίδιο σημαντικό με το να βρίσκουμε την απάντηση.
Ολοκληρώνοντας λοιπόν, εδώ βρίσκεται και η τόσο προσωπική μου απάντηση και αλήθεια: Θα συνεχίσουμε να είμαστε πολιτισμένοι όσο συνεχίζουμε να θέτουμε ερωτήματα τόσο στον εαυτό μας, όσο και στους άλλους. Θα συνεχίσουμε να είμαστε πολιτισμένοι για όσο αναζητούμε απαντήσεις σε αναπάντητα ερωτήματα. Θα συνεχίσουμε να είμαστε πολιτισμένοι για όσο δεν πιστεύουμε, αλλά αναρωτιόμαστε. Πολιτισμός=Διάλογος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου