Η Γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα. Η Γυναίκα στα πλαίσια του οίκου.
Μπορεί εκ των προτέρων να θεωρηθεί αυθαίρετο να προσπεράσουμε τέσσερις αιώνες που ήταν από τους πιο πλούσιους της ιστορίας της ανθρωπότητας και που είδαν το απόγειο του ελληνικού πολιτισμού. Αλλά αν, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, η εκκόλαψη της πόλης έδωσε στη γυναίκα μια θέση στην ελληνική κοινωνία και μια ειδική λειτουργία, η επιμονή εντούτοις ορισμένων δομών που συνδέονται με την οικογένεια και τον οίκο είναι προφανής. Και κανένα κείμενο δεν αποδίδει καλύτερα αυτή την εμμονή από τον Οικονομικό του Ξενοφώντα.
Ο Οικονομικός παρουσιάζεται σαν ένας διάλογος, του οποίου το κεντρικό πρόσωπο είναι ο φιλόσοφος Σωκράτης που έζησε στην Αθήνα το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Αυτός είναι που μεταφέρει μια συζήτηση που είχε μ’ έναν πλούσιο Αθηναίο, τον Κριτόβουλο, ανήσυχο να πληροφορηθεί για τον καλύτερο τρόπο διαχείρισης της περιουσίας του, του οίκου του.
Ο ίδιος ο Σωκράτης όντας φτωχός δεν μπορεί να διαφωτίσει τον Κριτόβουλο σχετικά με την οικονομία, (την καλή διαχείριση του οίκου), παρά δίνοντάς του για παράδειγμα έναν πλούσιο ιδιοκτήτη, τον Ισχόμαχο, με τον οποίο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να συνομιλήσει. Στο δεύτερο θέμα (μέσα στο διάλογο) σχετικά με την καλή διαχείριση του οίκου ο Ισχόμαχος έρχεται να μιλήσει στον Σωκράτη για το ρόλο που επιφυλάσσεται στη σύζυγό του. Στον Σωκράτη που τον ρώτησε αν έμενε κλεισμένος σπίτι του για να διαχειρίζεται τα αγαθά του, ο Ισχόμαχος απάντησε:
«... και σου λέω, πως δεν περνώ τον καιρό μου μες στο σπίτι ποτέ. Γιατί τα οικιακά μου, φυσικά, μπορεί και τα κανονίζει και μοναχή της η γυναίκα μου μια χαρά» (VII, 3).
Κι όμως, αυτή την «επιστήμη», δεν την κατείχε όταν ο Ισχόμαχος την πήρε απ’ τα χέρια του πατέρα της.
«Και πώς μπορούσα να την πάρω έμπειρη, Σωκράτη, που όταν ήρθε σπίτι μου δεν ήταν ακόμα δεκαπέντε χρόνων, και που τον προηγούμενο χρόνο ζούσε με πολλή φροντίδα των δικώνε της, να δει, ν ’ ακούσει και να ρωτήσει κατά το δυνατό λιγότερο; Δεν φθάνει που ήρθε ξέροντας μονάχα να φτιάνει ενδύματα από μαλλιά, που πήρε μαζί της απ' το πατρικό κι έχοντας και μια ιδέα για τον καταμερισμό της υφαντικής δουλειάς στις δούλες τον σπιτιού;» (VII, 5-6).
Λεν υπάρχει τίποτε λοιπόν εδώ εκ των προτέρων που διακρίνει τη γυναίκα του Ισχόμαχου από τις βασίλισσες του έπους. Όπως κι η Πηνελόπη, εγκατέλειψε το σπίτι του πατέρα της για να πάει στο σπίτι του συζύγου της. Κι εκεί το κύριο καθήκον της θα ήταν να γνέθει και να υφαίνει, περιτριγυρισμένη από τις υπηρέτριές της. Αλλά ο Ισχόμαχος σκοπεύει επίσης να την αναδείξει σε μια καλή διαχειρίστρια των αγαθών του.
Πράγματι ο γάμος δεν εγγράφεται πλέον τον 5ο αιώνα στην πρακτική της ανταλλαγής δώρων. Σε έναν κόσμο όπου η οικονομική πραγματικότητα δέχθηκε μια νέα αντίληψη, τα κίνητρα της συμμαχίας άλλαξαν. Αλλά πρόκειται πάντα για μια συμμαχία ανάμεσα σε δύο οικογένειες.
«Γιατί ξέρω, κι αυτό είναι και σε σένα ολοφάνερο», λέει ο Ισχόμαχος στη νεαρή του γυναίκα, "πως ο λόγος που παντρευτήκαμε δεν είναι γιατί είχαμε έλλειψη από πλαγιάσματα' μα γιατί ψάχναμε, εγώ βέβαια για τον εαυτό μου κι οι γονιοί σου για σένα, να βρούμε τον καλύτερο συνεργάτη του σπιτιού και των παιδιών, γι' αυτό εγώ διάλεξα σένα, κι ’ οι γονιοί σου, κατά τις δυνάμεις τους, εμένα" (VII, Π).
Ο στόχος αυτής της συμμαχίας είναι να,
«κοιτάζουν πώς θα κρατήσουν τα υπάρχοντά τους σε πιο καλή, κατά το δυνατό, κατάσταση και πώς θα προσθέσουν κι ’ άλλα, όσο το δυνατό πιο πολλά, με τιμιότητα και δικαιοσύνη» (VII, 15).
Είναι λοιπόν σημαντικό πρώτα να αποκτήσει κανείς απογόνους για να έχει κληρονόμους στους οποίους να κληροδοτήσει την περιουσία, και να εξασφαλίσει στηρίγματα στα γεράματά του ενδιαφέρει έπειτα, να κατανέμει τα καθήκοντα σύμφωνα με τη «φύση» που έδωσαν οι θεοί στον άνδρα και στη γυναίκα. Στον άνδρα οι εξωτερικές δουλειές: «και το ζευγάρι, κι ’ η σπορά και το φύτεμα κι οι βοσκές». Στη γυναίκα, οι εσωτερικές:
«Μέσα στη στέγη θα πρέπει να μεγαλώσουν και τα μικρά, μες στη στέγη θα πρέπει να γίνει κι ’ η δουλειά για την παρασκευή των τροφών απ' τον καρπό. Μες στη στέγη θα πρέπει να γίνει ακόμα κι η δουλειά τ’ αργαλειού» (VII, 20-21).
Θα επανέλθουμε, στα «φυσικά» θεμέλια αυτού του καταμερισμού καθηκόντων, όπως τα ορίζει ο Ξενοφών. Αλλά διαπιστώνουμε κιόλας αρκετά καλά πως οι ιδεολογικές αιτιολογίες καλύπτουν εδώ μια πραγματικότητα που εκφράζει μια διάρκεια: η γυναίκα στην Αθήνα της εποχής του Ξενοφώντα, όπως στα «βασίλεια» του έπους, είναι προσηλωμένη πρώτα στην οικιακή εργασία.
Αλλά, σ’ αυτή την οικιακή δραστηριότητα, η οικοδέσποινα, επειδή πρέπει να διευθύνει την εργασία των υπηρετριών κι ορισμένων υπηρετών, κατέχει μια ορισμένη εξουσία. Και ανάλογα με τον τρόπο που κάνει χρήση αυτής της εξουσίας, διακρίνεται η καλή από την κακή οικοδέσποινα, αυτή που είναι προικισμένη με «βασιλικές» ιδιότητες απ’ αυτήν που είναι στερημένη απ’ αυτές. Δεν είναι τυχαίο αν ο Ξενοφών, με τα λόγια που αποδίδει στον Ισχόμαχο, συγκρίνει τη λειτουργία της γυναίκας στα πλαίσια του οίκου μ’ αυτήν της βασίλισσας στις μέλισσες. Όπως αυτή, η οικοδέσποινα οφείλει:
«...να μένει και μες στο σπίτι, και να στέλνει έξω στη δουλειά τους, όλους τους δούλους που έχουν έξω δουλειά, και να επιτηρεί αυτούς που θα δουλεύουν μέσα και να «παραλαμβάνει» όσα φέρνει ο καθένας, και να μοιράζει απ’ αυτά όσα είναι ανάγκη να ξοδεύει, και να «προϋπολογίζει» όσα θα πρέπει να περισσέψουν, και να προσέχει να μη δαπανηθεί στο μήνα μέσα ό,τι έχει «προυπολογισθεί» για ένα χρόνο» (VII, 35-36).
Η άσκηση αυτής της εξουσίας συνίσταται λοιπόν στο να γνωρίζει πρώτα να διατάζει, να διοικεί έπειτα το σπίτι. Ο καλός αρχηγός είναι πρώτα εκείνος που ξέρει να παίρνει το μέγιστο απ’ αυτούς που διατάζει. Για να είναι λοιπόν καλός αρχηγός η οικοδέσποινα θα πρέπει να γνωρίζει να επιλέγει αυτούς κι αυτές που έχει στην εξάρτησή της και να παίρνει απ’ αυτούς το καλύτερο μέρος:
«... αν πάρεις μια που δεν ξέρει να γνέσει και τη μάθεις, ή αν πάρεις μια που δε νοιώθει τίποτα από διαχείριση σπιτιού και τη μάθεις και την κάμεις έμπιστη και δουλεύτρα κι ’ άξια για το καθετί, ή αν έχεις τις δυνατότητες να αμείβεις τους φρόνιμους κι ωφέλιμους στο σπιτικό σου και να τιμωρείς τους τεμπέληδες...» (VII, 41).
Η επιλογή της οικονόμου είναι ιδιαίτερα σημαντική:
«Οικονόμο πάλι κοιτάξαμε και διαλέξαμε κείνην που φαινότανε πως είναι περισσότερο κρατημένη στο φαί και στο κρασί και στον ύπνο και στις συντροφιές με τους άντρες, και που φαινότανε πως έχει περισσότερο θυμητικό και το νου της να μην τιμωρηθεί για αμέλεια και τη δυνατότητα να καταλαβαίνει τι πρέπει να κάνει για να την αμείψουμε... Τη δασκαλεύαμε ακόμα νάναι πρόθυμη, για να προκόψουμε μαζί το σπιτικό μας, κάνοντάς την ενήμερη της περιουσιακής μας κατάστασης, και κολλήγα της ευτυχίας μας» (IX, 11-12).
Αλλά, για να μπορέσει να ασκήσει αποτελεσματικά αυτή την εξουσία που κατέχει η οικοδέσποινα, άμεσα ή με τη μεσολάβηση της οικονόμου, πρέπει να επικρατεί στο σπίτι μια τάξη ανάλογη με εκείνη που πρέπει να επικρατεί στο πεδίο της μάχης ή στο εσωτερικό ενός καραβιού:
«Κι αν θέλεις να μπορείς να κανονίζεις με ακρίβεια τις δουλειές σου και να χρησιμοποιείς, όποιο πράμα θέλεις στη στιγμή, βρίσκοντας το εύκολα, κι αν θέλεις να μου δίνεις ό,τι πράγμα σου ζητώ με γρηγοράδα, πρέπει να διαλέξουμε το χώρο τον κατάλληλο που θάχει το καθένα' ύστερα, αφού τοποθετήσουμε το καθένα στη θέση του ας δασκαλέψουμε τη δούλα να παίρνει, το καθετί που θα χρειασθεί, από κει που είναι και να το ξαναβάζει πάλι στην ίδια θέση. Έτσι θα ξέρουμε κιόλας τι έχουμε στην αποθήκη μας και τι δεν έχουμε» (VIII, 10).
Ο Ισχόμαχος υπενθυμίζει τότε πως έδειξε στη γυναίκα του κάθε δωμάτιο του σπιτιού και τη χρήση για την οποία προοριζόταν το καθένα. Έτσι, ο θάλαμος, όπως στον Όμηρο, θα κρύβει τα πιο πολύτιμα αγαθά, αίθουσες έχουν προβλεφθεί για την εναποθήκευση του σιταριού και του κρασιού, για την τακτοποίηση των πιατικών, καθημερινών και εκείνων, πιο πολύτιμων, για τις γιορτινές μέρες. Σ’ όλα αυτά τα δωμάτια η οικοδέσποινα θα έχει την εξουσία μιας βασίλισσας, ακόμη κι αν αυτή η βασιλεία εξασκούμενη πάνω σε δούλους και υπηρέτριες δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με κείνη που εξασκεί ένας αρχηγός ή ένας βασιλιάς πάνω σε ελεύθερους ανθρώπους.
Ανάμεσα στη γυναίκα του Ισχόμαχου και στην Πηνελόπη η απόσταση εμφανίζεται λοιπόν μικρή, λες κι οι τέσσερις αιώνες δεν είχαν σε τίποτε μεταβάλει την κατάσταση της γυναίκας, ούτε άλλωστε εκείνη των υπηρετριών στις οποίες ασκούσε την εξουσία της. Όπως την Πηνελόπη, τη γυναίκα του Ισχόμαχου την είχαν παντρέψει οι γονείς της με έναν άνδρα που είχαν επιλέξει οι ίδιοι. Όπως η Πηνελόπη ακόμη, αυτή περνάει τις μέρες της γνέθοντας και υφαίνοντας περιτριγυρισμένη από τις υπηρέτριές της. Τέλος, όπως η Πηνελόπη, έχει το κλειδί του δωματίου όπου είναι κλεισμένα τα πολύτιμα αντικείμενα, κι είναι αυτή που κανονίζει τις εργασίες που οι υπηρέτριες κι οι υπηρέτες εκτελούν καθημερινά.
Αλλά εδώ σταματάει η σύγκριση. Ο Ισχόμαχος δεν είναι ένας ήρωας του έπους, αλλά ένας Αθηναίος πολίτης. Ενδέχεται να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την Αττική για μια πολεμική εκστρατεία. Αλλά, πιο συχνά, αν ζει «εκτός» σπιτιού, αυτό γίνεται για να παίρνει μέρος στις συζητήσεις της αγοράς ή στη συνεδρίαση της Πνύκας όπου αποφασίζονται οι υποθέσεις της πόλης. Δεν δίνει καμιά πληροφορία πάνω στην προσωπική του ζωή.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως απ’ την άποψη του Σωκράτη ο Ισχόμαχος είναι ο κατ’ εξοχήν καλός κάγαθός, ο σωστός άνδρας που ζει σύμφωνα με τις επιταγές του παρελθόντος, σε αντίθεση με τον πρώτο συνομιλητή του φιλοσόφου, τον Κριτόβουλο, ο οποίος αντίθετα κατασπαταλάει την περιουσία του διάγοντας μια κοσμική ζωή. Σε τι συνίστατο όμως αυτή η κοσμική ζωή το γνωρίζουμε από άλλες σύγχρονες πηγές: να οργανώνει συμπόσια, να συντηρεί εταίρες.
Σ’ αυτή τη ζωή, οι νόμιμες σύζυγοι δεν συμμετέχουν. Μια σεβάσμια γυναίκα δεν έπαιρνε μέρος σε ένα συμπόσιο, ακόμη κι αν γινόταν στο ίδιο της το σπίτι. Ακόμη περισσότερο δεν έπρεπε να παίρνει το λόγο δημόσια, πράγμα που έκαναν οι ηρωίδες του Ομήρου. Η πόλη, αυτή η «λέσχη ανδρών», τις είχε κλείσει οριστικά στο γυναικωνίτη.
Μπορεί εκ των προτέρων να θεωρηθεί αυθαίρετο να προσπεράσουμε τέσσερις αιώνες που ήταν από τους πιο πλούσιους της ιστορίας της ανθρωπότητας και που είδαν το απόγειο του ελληνικού πολιτισμού. Αλλά αν, όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, η εκκόλαψη της πόλης έδωσε στη γυναίκα μια θέση στην ελληνική κοινωνία και μια ειδική λειτουργία, η επιμονή εντούτοις ορισμένων δομών που συνδέονται με την οικογένεια και τον οίκο είναι προφανής. Και κανένα κείμενο δεν αποδίδει καλύτερα αυτή την εμμονή από τον Οικονομικό του Ξενοφώντα.
Ο Οικονομικός παρουσιάζεται σαν ένας διάλογος, του οποίου το κεντρικό πρόσωπο είναι ο φιλόσοφος Σωκράτης που έζησε στην Αθήνα το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Αυτός είναι που μεταφέρει μια συζήτηση που είχε μ’ έναν πλούσιο Αθηναίο, τον Κριτόβουλο, ανήσυχο να πληροφορηθεί για τον καλύτερο τρόπο διαχείρισης της περιουσίας του, του οίκου του.
Ο ίδιος ο Σωκράτης όντας φτωχός δεν μπορεί να διαφωτίσει τον Κριτόβουλο σχετικά με την οικονομία, (την καλή διαχείριση του οίκου), παρά δίνοντάς του για παράδειγμα έναν πλούσιο ιδιοκτήτη, τον Ισχόμαχο, με τον οποίο είχε πρόσφατα την ευκαιρία να συνομιλήσει. Στο δεύτερο θέμα (μέσα στο διάλογο) σχετικά με την καλή διαχείριση του οίκου ο Ισχόμαχος έρχεται να μιλήσει στον Σωκράτη για το ρόλο που επιφυλάσσεται στη σύζυγό του. Στον Σωκράτη που τον ρώτησε αν έμενε κλεισμένος σπίτι του για να διαχειρίζεται τα αγαθά του, ο Ισχόμαχος απάντησε:
«... και σου λέω, πως δεν περνώ τον καιρό μου μες στο σπίτι ποτέ. Γιατί τα οικιακά μου, φυσικά, μπορεί και τα κανονίζει και μοναχή της η γυναίκα μου μια χαρά» (VII, 3).
Κι όμως, αυτή την «επιστήμη», δεν την κατείχε όταν ο Ισχόμαχος την πήρε απ’ τα χέρια του πατέρα της.
«Και πώς μπορούσα να την πάρω έμπειρη, Σωκράτη, που όταν ήρθε σπίτι μου δεν ήταν ακόμα δεκαπέντε χρόνων, και που τον προηγούμενο χρόνο ζούσε με πολλή φροντίδα των δικώνε της, να δει, ν ’ ακούσει και να ρωτήσει κατά το δυνατό λιγότερο; Δεν φθάνει που ήρθε ξέροντας μονάχα να φτιάνει ενδύματα από μαλλιά, που πήρε μαζί της απ' το πατρικό κι έχοντας και μια ιδέα για τον καταμερισμό της υφαντικής δουλειάς στις δούλες τον σπιτιού;» (VII, 5-6).
Λεν υπάρχει τίποτε λοιπόν εδώ εκ των προτέρων που διακρίνει τη γυναίκα του Ισχόμαχου από τις βασίλισσες του έπους. Όπως κι η Πηνελόπη, εγκατέλειψε το σπίτι του πατέρα της για να πάει στο σπίτι του συζύγου της. Κι εκεί το κύριο καθήκον της θα ήταν να γνέθει και να υφαίνει, περιτριγυρισμένη από τις υπηρέτριές της. Αλλά ο Ισχόμαχος σκοπεύει επίσης να την αναδείξει σε μια καλή διαχειρίστρια των αγαθών του.
Πράγματι ο γάμος δεν εγγράφεται πλέον τον 5ο αιώνα στην πρακτική της ανταλλαγής δώρων. Σε έναν κόσμο όπου η οικονομική πραγματικότητα δέχθηκε μια νέα αντίληψη, τα κίνητρα της συμμαχίας άλλαξαν. Αλλά πρόκειται πάντα για μια συμμαχία ανάμεσα σε δύο οικογένειες.
«Γιατί ξέρω, κι αυτό είναι και σε σένα ολοφάνερο», λέει ο Ισχόμαχος στη νεαρή του γυναίκα, "πως ο λόγος που παντρευτήκαμε δεν είναι γιατί είχαμε έλλειψη από πλαγιάσματα' μα γιατί ψάχναμε, εγώ βέβαια για τον εαυτό μου κι οι γονιοί σου για σένα, να βρούμε τον καλύτερο συνεργάτη του σπιτιού και των παιδιών, γι' αυτό εγώ διάλεξα σένα, κι ’ οι γονιοί σου, κατά τις δυνάμεις τους, εμένα" (VII, Π).
Ο στόχος αυτής της συμμαχίας είναι να,
«κοιτάζουν πώς θα κρατήσουν τα υπάρχοντά τους σε πιο καλή, κατά το δυνατό, κατάσταση και πώς θα προσθέσουν κι ’ άλλα, όσο το δυνατό πιο πολλά, με τιμιότητα και δικαιοσύνη» (VII, 15).
Είναι λοιπόν σημαντικό πρώτα να αποκτήσει κανείς απογόνους για να έχει κληρονόμους στους οποίους να κληροδοτήσει την περιουσία, και να εξασφαλίσει στηρίγματα στα γεράματά του ενδιαφέρει έπειτα, να κατανέμει τα καθήκοντα σύμφωνα με τη «φύση» που έδωσαν οι θεοί στον άνδρα και στη γυναίκα. Στον άνδρα οι εξωτερικές δουλειές: «και το ζευγάρι, κι ’ η σπορά και το φύτεμα κι οι βοσκές». Στη γυναίκα, οι εσωτερικές:
«Μέσα στη στέγη θα πρέπει να μεγαλώσουν και τα μικρά, μες στη στέγη θα πρέπει να γίνει κι ’ η δουλειά για την παρασκευή των τροφών απ' τον καρπό. Μες στη στέγη θα πρέπει να γίνει ακόμα κι η δουλειά τ’ αργαλειού» (VII, 20-21).
Θα επανέλθουμε, στα «φυσικά» θεμέλια αυτού του καταμερισμού καθηκόντων, όπως τα ορίζει ο Ξενοφών. Αλλά διαπιστώνουμε κιόλας αρκετά καλά πως οι ιδεολογικές αιτιολογίες καλύπτουν εδώ μια πραγματικότητα που εκφράζει μια διάρκεια: η γυναίκα στην Αθήνα της εποχής του Ξενοφώντα, όπως στα «βασίλεια» του έπους, είναι προσηλωμένη πρώτα στην οικιακή εργασία.
Αλλά, σ’ αυτή την οικιακή δραστηριότητα, η οικοδέσποινα, επειδή πρέπει να διευθύνει την εργασία των υπηρετριών κι ορισμένων υπηρετών, κατέχει μια ορισμένη εξουσία. Και ανάλογα με τον τρόπο που κάνει χρήση αυτής της εξουσίας, διακρίνεται η καλή από την κακή οικοδέσποινα, αυτή που είναι προικισμένη με «βασιλικές» ιδιότητες απ’ αυτήν που είναι στερημένη απ’ αυτές. Δεν είναι τυχαίο αν ο Ξενοφών, με τα λόγια που αποδίδει στον Ισχόμαχο, συγκρίνει τη λειτουργία της γυναίκας στα πλαίσια του οίκου μ’ αυτήν της βασίλισσας στις μέλισσες. Όπως αυτή, η οικοδέσποινα οφείλει:
«...να μένει και μες στο σπίτι, και να στέλνει έξω στη δουλειά τους, όλους τους δούλους που έχουν έξω δουλειά, και να επιτηρεί αυτούς που θα δουλεύουν μέσα και να «παραλαμβάνει» όσα φέρνει ο καθένας, και να μοιράζει απ’ αυτά όσα είναι ανάγκη να ξοδεύει, και να «προϋπολογίζει» όσα θα πρέπει να περισσέψουν, και να προσέχει να μη δαπανηθεί στο μήνα μέσα ό,τι έχει «προυπολογισθεί» για ένα χρόνο» (VII, 35-36).
Η άσκηση αυτής της εξουσίας συνίσταται λοιπόν στο να γνωρίζει πρώτα να διατάζει, να διοικεί έπειτα το σπίτι. Ο καλός αρχηγός είναι πρώτα εκείνος που ξέρει να παίρνει το μέγιστο απ’ αυτούς που διατάζει. Για να είναι λοιπόν καλός αρχηγός η οικοδέσποινα θα πρέπει να γνωρίζει να επιλέγει αυτούς κι αυτές που έχει στην εξάρτησή της και να παίρνει απ’ αυτούς το καλύτερο μέρος:
«... αν πάρεις μια που δεν ξέρει να γνέσει και τη μάθεις, ή αν πάρεις μια που δε νοιώθει τίποτα από διαχείριση σπιτιού και τη μάθεις και την κάμεις έμπιστη και δουλεύτρα κι ’ άξια για το καθετί, ή αν έχεις τις δυνατότητες να αμείβεις τους φρόνιμους κι ωφέλιμους στο σπιτικό σου και να τιμωρείς τους τεμπέληδες...» (VII, 41).
Η επιλογή της οικονόμου είναι ιδιαίτερα σημαντική:
«Οικονόμο πάλι κοιτάξαμε και διαλέξαμε κείνην που φαινότανε πως είναι περισσότερο κρατημένη στο φαί και στο κρασί και στον ύπνο και στις συντροφιές με τους άντρες, και που φαινότανε πως έχει περισσότερο θυμητικό και το νου της να μην τιμωρηθεί για αμέλεια και τη δυνατότητα να καταλαβαίνει τι πρέπει να κάνει για να την αμείψουμε... Τη δασκαλεύαμε ακόμα νάναι πρόθυμη, για να προκόψουμε μαζί το σπιτικό μας, κάνοντάς την ενήμερη της περιουσιακής μας κατάστασης, και κολλήγα της ευτυχίας μας» (IX, 11-12).
Αλλά, για να μπορέσει να ασκήσει αποτελεσματικά αυτή την εξουσία που κατέχει η οικοδέσποινα, άμεσα ή με τη μεσολάβηση της οικονόμου, πρέπει να επικρατεί στο σπίτι μια τάξη ανάλογη με εκείνη που πρέπει να επικρατεί στο πεδίο της μάχης ή στο εσωτερικό ενός καραβιού:
«Κι αν θέλεις να μπορείς να κανονίζεις με ακρίβεια τις δουλειές σου και να χρησιμοποιείς, όποιο πράμα θέλεις στη στιγμή, βρίσκοντας το εύκολα, κι αν θέλεις να μου δίνεις ό,τι πράγμα σου ζητώ με γρηγοράδα, πρέπει να διαλέξουμε το χώρο τον κατάλληλο που θάχει το καθένα' ύστερα, αφού τοποθετήσουμε το καθένα στη θέση του ας δασκαλέψουμε τη δούλα να παίρνει, το καθετί που θα χρειασθεί, από κει που είναι και να το ξαναβάζει πάλι στην ίδια θέση. Έτσι θα ξέρουμε κιόλας τι έχουμε στην αποθήκη μας και τι δεν έχουμε» (VIII, 10).
Ο Ισχόμαχος υπενθυμίζει τότε πως έδειξε στη γυναίκα του κάθε δωμάτιο του σπιτιού και τη χρήση για την οποία προοριζόταν το καθένα. Έτσι, ο θάλαμος, όπως στον Όμηρο, θα κρύβει τα πιο πολύτιμα αγαθά, αίθουσες έχουν προβλεφθεί για την εναποθήκευση του σιταριού και του κρασιού, για την τακτοποίηση των πιατικών, καθημερινών και εκείνων, πιο πολύτιμων, για τις γιορτινές μέρες. Σ’ όλα αυτά τα δωμάτια η οικοδέσποινα θα έχει την εξουσία μιας βασίλισσας, ακόμη κι αν αυτή η βασιλεία εξασκούμενη πάνω σε δούλους και υπηρέτριες δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με κείνη που εξασκεί ένας αρχηγός ή ένας βασιλιάς πάνω σε ελεύθερους ανθρώπους.
Ανάμεσα στη γυναίκα του Ισχόμαχου και στην Πηνελόπη η απόσταση εμφανίζεται λοιπόν μικρή, λες κι οι τέσσερις αιώνες δεν είχαν σε τίποτε μεταβάλει την κατάσταση της γυναίκας, ούτε άλλωστε εκείνη των υπηρετριών στις οποίες ασκούσε την εξουσία της. Όπως την Πηνελόπη, τη γυναίκα του Ισχόμαχου την είχαν παντρέψει οι γονείς της με έναν άνδρα που είχαν επιλέξει οι ίδιοι. Όπως η Πηνελόπη ακόμη, αυτή περνάει τις μέρες της γνέθοντας και υφαίνοντας περιτριγυρισμένη από τις υπηρέτριές της. Τέλος, όπως η Πηνελόπη, έχει το κλειδί του δωματίου όπου είναι κλεισμένα τα πολύτιμα αντικείμενα, κι είναι αυτή που κανονίζει τις εργασίες που οι υπηρέτριες κι οι υπηρέτες εκτελούν καθημερινά.
Αλλά εδώ σταματάει η σύγκριση. Ο Ισχόμαχος δεν είναι ένας ήρωας του έπους, αλλά ένας Αθηναίος πολίτης. Ενδέχεται να υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την Αττική για μια πολεμική εκστρατεία. Αλλά, πιο συχνά, αν ζει «εκτός» σπιτιού, αυτό γίνεται για να παίρνει μέρος στις συζητήσεις της αγοράς ή στη συνεδρίαση της Πνύκας όπου αποφασίζονται οι υποθέσεις της πόλης. Δεν δίνει καμιά πληροφορία πάνω στην προσωπική του ζωή.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε πως απ’ την άποψη του Σωκράτη ο Ισχόμαχος είναι ο κατ’ εξοχήν καλός κάγαθός, ο σωστός άνδρας που ζει σύμφωνα με τις επιταγές του παρελθόντος, σε αντίθεση με τον πρώτο συνομιλητή του φιλοσόφου, τον Κριτόβουλο, ο οποίος αντίθετα κατασπαταλάει την περιουσία του διάγοντας μια κοσμική ζωή. Σε τι συνίστατο όμως αυτή η κοσμική ζωή το γνωρίζουμε από άλλες σύγχρονες πηγές: να οργανώνει συμπόσια, να συντηρεί εταίρες.
Σ’ αυτή τη ζωή, οι νόμιμες σύζυγοι δεν συμμετέχουν. Μια σεβάσμια γυναίκα δεν έπαιρνε μέρος σε ένα συμπόσιο, ακόμη κι αν γινόταν στο ίδιο της το σπίτι. Ακόμη περισσότερο δεν έπρεπε να παίρνει το λόγο δημόσια, πράγμα που έκαναν οι ηρωίδες του Ομήρου. Η πόλη, αυτή η «λέσχη ανδρών», τις είχε κλείσει οριστικά στο γυναικωνίτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου