Στην αυτοκρατορική Ρώμη, επί βασιλείας του Καίσαρα Τιβέριου ζούσε ένας νεαρός, ευγενούς καταγωγής, ο Δέκιος Μούνδος. Όμορφος και πλούσιος, δεν άφηνε γυναίκα για γυναίκα, που να μην την πολιορκήσει και τελικά να κατακτήσει. Σε όσες του κάναν τις δύσκολες, μεταχειριζόταν άλλα πιο αποτελεσματικά από την προσωπική του γοητεία, μέσα, τους πρόσφερε δηλαδή σημαντικά χρηματικά ποσά.
Κάποτε όμως βρήκε το δάσκαλό του στο πρόσωπο της Παυλίνας, μιας νέας γυναίκας, από μεγάλο σόι και πολύ πλούσιας, που συνδύαζε την ομορφιά με τη φρόνηση και ήταν παντρεμένη με τον Σατουρνίνο, ισχυρό πολιτικό πρόσωπο της εποχής. Η ομορφιά και η φήμη της Παυλίνας τράβηξαν την προσοχή του Δέκιου Μούνδου, αλλά όλες οι προσπάθειές του να την πείσει να δεχτεί τον έρωτά του απέτυχαν. Έφτασε στο σημείο να της προσφέρει το μυθώδες ποσό των διακοσίων χιλιάδων αττικών δραχμών για μια νύχτα έρωτα, αλλά η Παυλίνα απέρριψε με αγανάκτηση και περιφρόνηση την προσφορά του.
Ο Δέκιος έπεσε σε μεγάλη απελπισία. Δεν ήταν μόνο θέμα ματαιοδοξίας και εγωισμού. Είχε ερωτευθεί με πραγματικό πάθος την όμορφη και ενάρετη Ρωμαία. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν κι άλλο τίποτα δεν είχε στο νου του παρά το πώς θα την κατακτήσει. Η παραμάνα του η Ίδη, που ήταν από παλιά δούλα στο σπίτι τους και τον είχε μεγαλώσει στα χέρια της, βλέποντας τον σ΄ αυτή την κατάσταση θέλησε να τον βοηθήσει. Μολονότι ο πατέρας του Δέκιου την είχε απελευθερώσει, αυτή δεν έφυγε από την οικογένεια, που θεωρούσε δικιά της κι έμεινε να την υπηρετεί ως οικονόμος. Υποσχέθηκε στον νεαρό πως θα τα κατάφερνε να ρίξει στην αγκαλιά του την Παυλίνα κι ο Δέκιος της έδωσε πενήντα χιλιάδες δραχμές σαν αμοιβή αλλά και για τα έξοδα που θα αντιμετώπιζε.
Η Ίδη ήταν πανούργα γυναίκα και άφθαστη σε δολοπλοκίες και τεχνάσματα. Άρχισε να κατασκοπεύει την Παυλίνα και να παρακολουθεί την παραμικρή κίνηση της. Έτσι γρήγορα διαπίστωσε πως επισκεπτόταν ταχτικότατα τον ναό της Ίσιδας, που είχε ανοίξει πριν λίγα χρόνια στη Ρώμη. Εξακρίβωσε επίσης πως η Παυλίνα ήταν αφοσιωμένη όχι τόσο στην Θεομήτορα (όπως έλεγαν οι πιστοί την Ίσιδα), όσο σ’ έναν άλλον Αιγύπτιο θεό, τον Άνουβη, κι ας ήταν αυτός ο τελευταίος κυνοπρόσωπος (ήγουν σκυλομούρης στην κυριολεξία).
Η Ίδη τότε κατάστρωσε ένα μεγαλοφυές σχέδιο. Πήγε στους ιερείς του ναού και τους προσέφερε εικοσιπέντε χιλιάδες δραχμές αν έπειθαν την Παυλίνα να ενδώσει στον έρωτα αν όχι του Μούνδου, πάντως του Άνουβη. Οι ιερείς δέχτηκαν και ο πρεσβύτερός τους πήρε στο σπίτι του Σατουρνίνου και ζήτησε να μιλήσει στην Παυλίνα ιδιαιτέρως. Όταν εκείνη τον δέχτηκε της είπε πως θεός Άνουβης παρουσιάστηκε μπροστά τους και τους πληροφόρησε πως τα κάλλη της τον είχαν σκλαβώσει και επιθυμούσε να συνευρεθεί μαζί της μέσα στο ναό!
Μ΄ όλο που είχαν περάσει πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που ο Δίας κατέβαινε από τον Όλυμπο για να χαρεί τον έρωτα θνητών γυναικών, η Παυλίνα κολακεύτηκε πάρα πολύ και όχι μόνο δέχτηκε μετά χαράς να ικανοποιήσει την επιθυμία του θεού, αλλά έσπευσε να την ανακοινώσει και στον σύζυγό της, ο οποίος δεν έφερε καμιά αντίρηση. Αντίθετα τον κολάκεψε η προοπτική να γίνει συνάδελφος του Αμφιτρύωνα.
Η Παυλίνα έχοντας εξασφαλίσει τη συζυγική συγκατάθεση, πήγε το ίδιο βράδυ στο ναό, όπου δείπνησε με τους ιερείς και όταν ήρθε η ώρα του ύπνου, εκείνοι την οδήγησαν στο σκοτεινό ιερό, και έφυγαν κλείνοντας τις πύλες του ναού, όπου όμως είχε προηγουμένως κρυφτεί, ντυμένος Άνουβης, ο Δέκιος Μούνδος, ειδοποιημένος από την Ίδη. Η Παυλίνα μένοντας μόνη στο ιερό που φωτιζόταν μόνο από τις λαμπάδες και τα καντήλια, σαν είδε να μπαίνει ο Άνουβης, ντυμένος στα χρυσά, έπεσε στα γόνατα και άρχισε τις προσευχές και τις δεήσεις. Ο Μούνδος-Άνουβης όμως, που δεν είχε έρθει για να ακούσει τέτοια πράματα, την έπιασε από το χέρι, τη σήκωσε και την οδήγησε σε ένα στρώμα, που είχε ετοιμάσει σε μια γωνιά του ιερού. Η Παυλίνα υπάκουσε πρόθυμα τη θεία εντολή και ο Δέκιος πέρασε μαζί της μιαν αξέχαστη νύχτα.
Το πρωί ο μεν Μούνδος έφυγε πρώτος, πριν ανοίξει ο ναός η δε Παυλίνα, ξετρελαμένη από τις θείες περιποιήσεις, γύρισε στο σπίτι και τα είπε όλα στον σύζυγο. Δε σταμάτησε όμως εκεί αλλά καυχήθηκε στις φιλενάδες της τη θεία εύνοια. Φυσικά άλλες την πίστεψαν άλλες όχι κι όλες τη ζήλεψαν, αλλά το γεγονός είναι πως το έμαθε όλη η Ρώμη.
Τα πράγματα θα σταματούσαν εδώ αν δε μεσολαβούσε η ματαιοδοξία του Δέκιου Μούνδου, που ήθελε να της ανταποδώσει την περιφρόνηση που του είχε δείξει. Την τρίτη κι όλας μέρα, όταν τη συνάντησε τυχαίως στο δρόμο, δεν κρατήθηκε και της είπε:
«Λοιπόν Παυλίνα, τελικά μου εξοικονόμησες διακόσιες χιλιάδες δραχμές, που θα μπαίναν στην οικογενειακή σου περιουσία, όπως σε παρακαλούσα να κάνεις. Και εσύ μεν έβριζες τον Μούνδο, αυτός όμως δε στερήθηκε την ηδονή που επιθυμούσε, μόνο που την απόλαυσε με το όνομα του Άνουβη», και κατόπιν τράβηξε το δρόμο του.
Η Παυλίνα όταν κατάλαβε το νόημα των λόγων του και την παγίδα στην οποία είχε πέσει έτρεξε κατασυγχισμένη στον άντρα της και του τα είπε όλα, ζητώντας να κάνει το παν για να τιμωρηθεί ο Μούνδος. Ο Σατουρνίνος πήγε αμέσως στον Καίσαρα Τιβέριο, ο οποίος, σαν έμαθε το πάθημα της Παυλίνας, οργίστηκε πολύ, διέταξε αμέσως αυστηρές ανακρίσεις και εν συνεχεία καταδίκασε σε σταύρωση την Ίδη και όσους ιερείς της Ίσιδας είχαν ανάμιξη στη σκευωρία. Ο ναός της Ίσιδας κλείστηκε και τα αγάλματα της Ίσιδας και του Άνουβη πετάχτηκαν στον Τίβερη. Ο Δέκιος Μούνδος όμως τη γλίτωσε με απλή εξορία, γιατί του αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό το μεγάλο ερωτικό πάθος και η έλλειψη ταπεινών κινήτρων.
Απροσδοκήτως η μπάλα πήρε και τους Εβραίους της Ρώμης, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν τελείως άσχετοι και αμέτοχοι, αποτελούσαν όμως τους «συνήθεις υπόπτους» της εποχής. Ο Τιβέριος με την ευκαιρία διέταξε την απέλαση τεσσάρων χιλιάδων Εβραίων από τη Ρώμη και πολλούς τους εξόρισε στη Σαρδηνία.
Η ιστορία που διαβάσατε περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ιωσήπου «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» (18.65.1 - 18.84.12) και το θέμα της το χρησιμοποίησε (διασκευάζοντάς το επί το ασεβέστερον και τολμηρότερον) μετά από χίλια τριακόσια χρόνια ο Βοκάκιος, στο διήγημά του Η κυρία Λιζέτα και ο Άγγελος, που περιλαμβάνεται στο Δεκαήμερο.
Κάποτε όμως βρήκε το δάσκαλό του στο πρόσωπο της Παυλίνας, μιας νέας γυναίκας, από μεγάλο σόι και πολύ πλούσιας, που συνδύαζε την ομορφιά με τη φρόνηση και ήταν παντρεμένη με τον Σατουρνίνο, ισχυρό πολιτικό πρόσωπο της εποχής. Η ομορφιά και η φήμη της Παυλίνας τράβηξαν την προσοχή του Δέκιου Μούνδου, αλλά όλες οι προσπάθειές του να την πείσει να δεχτεί τον έρωτά του απέτυχαν. Έφτασε στο σημείο να της προσφέρει το μυθώδες ποσό των διακοσίων χιλιάδων αττικών δραχμών για μια νύχτα έρωτα, αλλά η Παυλίνα απέρριψε με αγανάκτηση και περιφρόνηση την προσφορά του.
Ο Δέκιος έπεσε σε μεγάλη απελπισία. Δεν ήταν μόνο θέμα ματαιοδοξίας και εγωισμού. Είχε ερωτευθεί με πραγματικό πάθος την όμορφη και ενάρετη Ρωμαία. Δεν έτρωγε, δεν κοιμόταν κι άλλο τίποτα δεν είχε στο νου του παρά το πώς θα την κατακτήσει. Η παραμάνα του η Ίδη, που ήταν από παλιά δούλα στο σπίτι τους και τον είχε μεγαλώσει στα χέρια της, βλέποντας τον σ΄ αυτή την κατάσταση θέλησε να τον βοηθήσει. Μολονότι ο πατέρας του Δέκιου την είχε απελευθερώσει, αυτή δεν έφυγε από την οικογένεια, που θεωρούσε δικιά της κι έμεινε να την υπηρετεί ως οικονόμος. Υποσχέθηκε στον νεαρό πως θα τα κατάφερνε να ρίξει στην αγκαλιά του την Παυλίνα κι ο Δέκιος της έδωσε πενήντα χιλιάδες δραχμές σαν αμοιβή αλλά και για τα έξοδα που θα αντιμετώπιζε.
Η Ίδη ήταν πανούργα γυναίκα και άφθαστη σε δολοπλοκίες και τεχνάσματα. Άρχισε να κατασκοπεύει την Παυλίνα και να παρακολουθεί την παραμικρή κίνηση της. Έτσι γρήγορα διαπίστωσε πως επισκεπτόταν ταχτικότατα τον ναό της Ίσιδας, που είχε ανοίξει πριν λίγα χρόνια στη Ρώμη. Εξακρίβωσε επίσης πως η Παυλίνα ήταν αφοσιωμένη όχι τόσο στην Θεομήτορα (όπως έλεγαν οι πιστοί την Ίσιδα), όσο σ’ έναν άλλον Αιγύπτιο θεό, τον Άνουβη, κι ας ήταν αυτός ο τελευταίος κυνοπρόσωπος (ήγουν σκυλομούρης στην κυριολεξία).
Η Ίδη τότε κατάστρωσε ένα μεγαλοφυές σχέδιο. Πήγε στους ιερείς του ναού και τους προσέφερε εικοσιπέντε χιλιάδες δραχμές αν έπειθαν την Παυλίνα να ενδώσει στον έρωτα αν όχι του Μούνδου, πάντως του Άνουβη. Οι ιερείς δέχτηκαν και ο πρεσβύτερός τους πήρε στο σπίτι του Σατουρνίνου και ζήτησε να μιλήσει στην Παυλίνα ιδιαιτέρως. Όταν εκείνη τον δέχτηκε της είπε πως θεός Άνουβης παρουσιάστηκε μπροστά τους και τους πληροφόρησε πως τα κάλλη της τον είχαν σκλαβώσει και επιθυμούσε να συνευρεθεί μαζί της μέσα στο ναό!
Μ΄ όλο που είχαν περάσει πάνω από δυο χιλιάδες χρόνια από τότε που ο Δίας κατέβαινε από τον Όλυμπο για να χαρεί τον έρωτα θνητών γυναικών, η Παυλίνα κολακεύτηκε πάρα πολύ και όχι μόνο δέχτηκε μετά χαράς να ικανοποιήσει την επιθυμία του θεού, αλλά έσπευσε να την ανακοινώσει και στον σύζυγό της, ο οποίος δεν έφερε καμιά αντίρηση. Αντίθετα τον κολάκεψε η προοπτική να γίνει συνάδελφος του Αμφιτρύωνα.
Η Παυλίνα έχοντας εξασφαλίσει τη συζυγική συγκατάθεση, πήγε το ίδιο βράδυ στο ναό, όπου δείπνησε με τους ιερείς και όταν ήρθε η ώρα του ύπνου, εκείνοι την οδήγησαν στο σκοτεινό ιερό, και έφυγαν κλείνοντας τις πύλες του ναού, όπου όμως είχε προηγουμένως κρυφτεί, ντυμένος Άνουβης, ο Δέκιος Μούνδος, ειδοποιημένος από την Ίδη. Η Παυλίνα μένοντας μόνη στο ιερό που φωτιζόταν μόνο από τις λαμπάδες και τα καντήλια, σαν είδε να μπαίνει ο Άνουβης, ντυμένος στα χρυσά, έπεσε στα γόνατα και άρχισε τις προσευχές και τις δεήσεις. Ο Μούνδος-Άνουβης όμως, που δεν είχε έρθει για να ακούσει τέτοια πράματα, την έπιασε από το χέρι, τη σήκωσε και την οδήγησε σε ένα στρώμα, που είχε ετοιμάσει σε μια γωνιά του ιερού. Η Παυλίνα υπάκουσε πρόθυμα τη θεία εντολή και ο Δέκιος πέρασε μαζί της μιαν αξέχαστη νύχτα.
Το πρωί ο μεν Μούνδος έφυγε πρώτος, πριν ανοίξει ο ναός η δε Παυλίνα, ξετρελαμένη από τις θείες περιποιήσεις, γύρισε στο σπίτι και τα είπε όλα στον σύζυγο. Δε σταμάτησε όμως εκεί αλλά καυχήθηκε στις φιλενάδες της τη θεία εύνοια. Φυσικά άλλες την πίστεψαν άλλες όχι κι όλες τη ζήλεψαν, αλλά το γεγονός είναι πως το έμαθε όλη η Ρώμη.
Τα πράγματα θα σταματούσαν εδώ αν δε μεσολαβούσε η ματαιοδοξία του Δέκιου Μούνδου, που ήθελε να της ανταποδώσει την περιφρόνηση που του είχε δείξει. Την τρίτη κι όλας μέρα, όταν τη συνάντησε τυχαίως στο δρόμο, δεν κρατήθηκε και της είπε:
«Λοιπόν Παυλίνα, τελικά μου εξοικονόμησες διακόσιες χιλιάδες δραχμές, που θα μπαίναν στην οικογενειακή σου περιουσία, όπως σε παρακαλούσα να κάνεις. Και εσύ μεν έβριζες τον Μούνδο, αυτός όμως δε στερήθηκε την ηδονή που επιθυμούσε, μόνο που την απόλαυσε με το όνομα του Άνουβη», και κατόπιν τράβηξε το δρόμο του.
Η Παυλίνα όταν κατάλαβε το νόημα των λόγων του και την παγίδα στην οποία είχε πέσει έτρεξε κατασυγχισμένη στον άντρα της και του τα είπε όλα, ζητώντας να κάνει το παν για να τιμωρηθεί ο Μούνδος. Ο Σατουρνίνος πήγε αμέσως στον Καίσαρα Τιβέριο, ο οποίος, σαν έμαθε το πάθημα της Παυλίνας, οργίστηκε πολύ, διέταξε αμέσως αυστηρές ανακρίσεις και εν συνεχεία καταδίκασε σε σταύρωση την Ίδη και όσους ιερείς της Ίσιδας είχαν ανάμιξη στη σκευωρία. Ο ναός της Ίσιδας κλείστηκε και τα αγάλματα της Ίσιδας και του Άνουβη πετάχτηκαν στον Τίβερη. Ο Δέκιος Μούνδος όμως τη γλίτωσε με απλή εξορία, γιατί του αναγνωρίστηκε ως ελαφρυντικό το μεγάλο ερωτικό πάθος και η έλλειψη ταπεινών κινήτρων.
Απροσδοκήτως η μπάλα πήρε και τους Εβραίους της Ρώμης, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν τελείως άσχετοι και αμέτοχοι, αποτελούσαν όμως τους «συνήθεις υπόπτους» της εποχής. Ο Τιβέριος με την ευκαιρία διέταξε την απέλαση τεσσάρων χιλιάδων Εβραίων από τη Ρώμη και πολλούς τους εξόρισε στη Σαρδηνία.
Η ιστορία που διαβάσατε περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Ιωσήπου «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» (18.65.1 - 18.84.12) και το θέμα της το χρησιμοποίησε (διασκευάζοντάς το επί το ασεβέστερον και τολμηρότερον) μετά από χίλια τριακόσια χρόνια ο Βοκάκιος, στο διήγημά του Η κυρία Λιζέτα και ο Άγγελος, που περιλαμβάνεται στο Δεκαήμερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου