Δεν υπάρχει μέσα στην ανθρώπινη φύση καμία εξαίρετη ιδιότητα που να μη μπορεί να εκφυλιστεί ποικιλοτρόπως σε μια μείζονα ατέλεια.
Το υπέροχο-τρομακτικό, όταν παύει να είναι φυσικό, γίνεται αλλόκοτο. Το αφύσικο, που θεωρείται υπέροχο καίτοι δεν εμπεριέχει τίποτε ή σχεδόν τίποτε απ’ αυτό, είναι επιτηδευμένο.
Όποιος αρέσκεται και δίνει πίστη στο αλλόκοτο είναι ευφάνταστος.
Όποιος είναι ευεπίφορος στην επιτήδευση γίνεται εκκεντρικός.
Από την άλλη, η πλήρης έλλειψη υψηλοφροσύνης εκφυλίζει το αίσθημα του ωραίου σε μια ανουσιότητα.
Αυτός που διέπεται απ’ αυτήν, αν είναι νέος, γίνεται δανδής· αν είναι μεσόκοπος, γίνεται κενόδοξος.
Αν το γήρας θρέφεται αναμφίβολα από το υπέροχο, τότε δεν υπάρχει πιο ευκαταφρόνητο πλάσμα από έναν γέρο φαντασμένο, ούτε πιο απεχθές και ανυπόφορο από έναν εκκεντρικό νέο.
Οι αστεϊσμοί και η ιλαρότητα καταλογίζονται στο αίσθημα του ωραίου.
Ωστόσο, με την προσθήκη του Λόγου μπορούν να προσεγγίσουν λίγο-πολύ το υπέροχο.
Η ιλαρότητα που βρίθει ασυναρτησιών, είναι μωρολογία· αυτός που μωρολογεί ακατάπαυστα είναι ανόητος. Είναι, όμως, κοινός τόπος ότι και οι σώφρονες μωρολογούν, και μάλλον χρειάζεται να είναι κανείς αρκετά ευφυής για να παραλογίζεται, χωρίς εντούτοις να πέφτει σε λάθη.
Αυτός που οι λόγοι και οι πράξεις του ούτε ψυχαγωγούν, ούτε συγκινούν είναι ανιαρός. Ο ανιαρός που επιμένει να συγκινεί και να ψυχαγωγεί, γίνεται σαχλός. Ο σαχλός που προσέτι είναι επηρμένος, είναι γελοίος.
Το υπέροχο-τρομακτικό, όταν παύει να είναι φυσικό, γίνεται αλλόκοτο. Το αφύσικο, που θεωρείται υπέροχο καίτοι δεν εμπεριέχει τίποτε ή σχεδόν τίποτε απ’ αυτό, είναι επιτηδευμένο.
Όποιος αρέσκεται και δίνει πίστη στο αλλόκοτο είναι ευφάνταστος.
Όποιος είναι ευεπίφορος στην επιτήδευση γίνεται εκκεντρικός.
Από την άλλη, η πλήρης έλλειψη υψηλοφροσύνης εκφυλίζει το αίσθημα του ωραίου σε μια ανουσιότητα.
Αυτός που διέπεται απ’ αυτήν, αν είναι νέος, γίνεται δανδής· αν είναι μεσόκοπος, γίνεται κενόδοξος.
Αν το γήρας θρέφεται αναμφίβολα από το υπέροχο, τότε δεν υπάρχει πιο ευκαταφρόνητο πλάσμα από έναν γέρο φαντασμένο, ούτε πιο απεχθές και ανυπόφορο από έναν εκκεντρικό νέο.
Οι αστεϊσμοί και η ιλαρότητα καταλογίζονται στο αίσθημα του ωραίου.
Ωστόσο, με την προσθήκη του Λόγου μπορούν να προσεγγίσουν λίγο-πολύ το υπέροχο.
Η ιλαρότητα που βρίθει ασυναρτησιών, είναι μωρολογία· αυτός που μωρολογεί ακατάπαυστα είναι ανόητος. Είναι, όμως, κοινός τόπος ότι και οι σώφρονες μωρολογούν, και μάλλον χρειάζεται να είναι κανείς αρκετά ευφυής για να παραλογίζεται, χωρίς εντούτοις να πέφτει σε λάθη.
Αυτός που οι λόγοι και οι πράξεις του ούτε ψυχαγωγούν, ούτε συγκινούν είναι ανιαρός. Ο ανιαρός που επιμένει να συγκινεί και να ψυχαγωγεί, γίνεται σαχλός. Ο σαχλός που προσέτι είναι επηρμένος, είναι γελοίος.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου