Σύμφωνα με την πρώτη του θεωρία για το άγχος (1894), ο Freud πίστευε ότι αυτό οφειλόταν στην ανεπαρκή εκφόρτιση της λιβιδινικής ενέργειας, είτε λόγω εξωτερικών είτε λόγω εσωτερικών εμποδίων. Ωστόσο, αυτή η θεωρία δεν έδινε επαρκείς απαντήσεις για τον τρόπο και την ακριβή χρονική στιγμή δημιουργίας του άγχους. Στο έργο του Εισαγωγή στην ψυχανάλυση (1917) ο Freud κατατάσσει το άγχος σε δύο κατηγορίες:
(α) άγχος μπροστά σε πραγματικό κίνδυνο, το οποίο εμφανίζεται ως αντίδραση στην αντίληψη ενός εξωτερικού κινδύνου και ως έκφραση της ενόρμησης της αυτοσυντήρησης, και συνυφαίνεται με τα αντανακλαστικά της φυγής
(β) νευρωτικό άγχος, το οποίο εμφανίζεται όταν το Εγώ αντιδρά στον εσωτερικό κίνδυνο σαν να είναι εξωτερικός, και υπό την πίεση των απαιτήσεων της λιβιδινικής ενέργειας αξιώνει την επιλογή της φυγής, γιατί νομίζει ότι απειλείται από κάποιον πραγματικό κίνδυνο.
Η διαφορά ανάμεσά τους έγκειται στο ότι για το μεν νευρωτικό άγχος ο κίνδυνος είναι εσωτερικός και ασυνείδητος, ενώ για το άγχος μπροστά σε πραγματικό κίνδυνο ισχύει το αντίθετο.
Στην πορεία, και παρατηρώντας τη συγγένεια των συναισθημάτων άγχους φόβου, ο Freud κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σήμα-άγχος, δηλαδή το σηματοδοτούν άγχος, αποτελεί και σήμα κινδύνου για μια έσωθεν απειλή. Αυτό το σήμα άγχους ενεργοποιεί εκ των προτέρων τους αμυντικούς μηχανισμούς του Εγώ, κατ' αναλογία προς το φόβο λόγω μιας πραγματικής απειλής που κινητοποιεί τους αμυντικούς μηχανισμούς φυγής ή επίθεσης. Το 1926, στο έργο του Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος, ο Freud τονίζει ότι το άγχος αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της νεύρωσης. Στηριζόμενος στη δεύτερη τοπική θεωρία διατυπώνει μια νέα θέση για το άγχος. Στόχος του δεν είναι πλέον να εξηγήσει τη φύση και την προέλευση του άγχους, αλλά τη θέση και τη σημασία του για τον εδοψυχικό βίο του ατόμου.
Ο Freud συσχέτισε την εμφάνιση του άγχους με τις τραυματικές καταστάσεις. Ως "τραυματική" όρισε την κατάσταση εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας το ψυχικό όργανο κατακλύζεται από μια ανεξέλεγκτη εισροή πολυάριθμων και έντονων ερεθισμάτων που δεν μπορεί να ελέγξει. Τότε παρουσιάζεται αυτομάτως το άγχος ως τρόπος αντίδρασης. Επιπροσθέτως, καθώς το Εγώ της πρώιμης παιδικής ηλικίας είναι ακόμη αδύναμο και λειτουργικά ανολοκλήρωτο, οι τραυματικές καταστάσεις είναι αναμενόμενο να παρατηρούνται συχνότερα κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Δεδομένου ότι το βρέφος αντλεί τις σωματικές και ενορμητικές ικανοποιήσεις (οπτική επαφή, χάδι κ.α.) από τη μητέρα του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το Εγώ του πολύ μικρού παιδιού δεν έχει διαμορφωθεί επαρκώς ώστε να αναβάλει την ικανοποίηση ορισμένων ενορμήσεων, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, όταν απουσιάζει η μητέρα, το βρέφος κατακλύζεται από ερεθίσματα τα οποία αδυνατεί να ελέγξει ή να εκφορτίσει, και κατά συνέπεια εκτίθεται στο βίωμα του άγχους. Καθώς το μικρό παιδί ωριμάζει, μαθαίνει να προβλέπει τον επικείμενο ερχομό μιας τραυματικής κατάστασης και αντιδρά με το σήμα-άγχος, προτού η ίδια (η πραγματική) κατάσταση αποβεί τραυματική. Για να αποφύγει δηλαδή τον κίνδυνο που συνδέεται με το μητρικό αποχωρισμό, το παιδί προσπαθεί είτε να κρατήσει είτε να φέρει τη μητέρα χρησιμοποιώντας εκφράσεις ενδεικτικές της έντασης που βιώνει.
Ο Freud αναφέρει ορισμένες καταστάσεις κινδύνου που λειτουργούν ως εκλυτικοί παράγοντες άγχους και απειλούν το Εγώ με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την εξελικτική του βαθμίδα:
Τα πρώτα βιώματα άγχους είναι καθοριστικά και παραμένουν ασυνείδητα καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου (στους νευρωτικούς σε μεγαλύτερο βαθμό), ενώ η σημασία τους διαφέρει από άτομο σε άτομο. Επιπλέον, το άγχος αποτελεί σήμα για την αντίταξη των αμυντικών δυνάμεων του Εγώ, το οποίο, αν και έχει ισχυροποιηθεί αναφορικά με το Εγώ των πρώιμων παιδικών χρόνων, δεν έχει επίγνωση της πραγματικής του δύναμης. Το άγχος είναι ο βασικός πυρήνας της ψυχικής ασθένειας και η ανάπτυξή του προηγείται του σχηματισμού του συμπτώματος. Ωστόσο, ο ρόλος του δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, καθώς το άγχος βοηθά το Εγώ να ελέγχει και να αναστέλλει τις ενορμήσεις του Αυτό.
Από τα όσα αναφέρθηκαν γεννιέται το ερώτημα πως το Εγώ κατορθώνει να ελέγχει και να αναστέλλει τις ενορμήσεις του Αυτό. Για να ελέγξει και να αναστείλει την ικανοποίηση των εσωτερικών ενορμήσεων, το Εγώ παράγει άγχος ως σήμα κινδύνου. Γι' αυτό το σκοπό, εκτός από τους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί στη φυσιολογική ζωή (όπως αντίληψη, προσοχή, μνήμη, ουδετεροποίηση της ψυχικής ενέργειας, φαντασία), το Εγώ καταφεύγει επιπρόσθετα σε κάποιους ιδιαίτερους μηχανισμούς, τους λεγόμενους μηχανισμούς άμυνας, από τους οποίους θα αναφερθούν εκτενέστερα οι κυριότεροι και οι κλινικώς πιο εύχρηστοι από την πλειονότητα των ψυχαναλυτών.
Στην πραγματικότητα οι άμυνες δεν έχουν μόνο αρνητικό χαρακτήρα, αλλά και προσαρμοστικό. Κάθε άνθρωπος στη συνδιαλλαγή του με την πραγματικότητα χρησιμοποιεί περισσότερο συγκεκριμένες άμυνες. Σύμφωνα με τη McWilliams (2000), η προτίμηση και χρήση μιας άμυνας εξαρτάται από την αλληλεπίδραση των εξής παραγόντων:
(α) της ιδιοσυγκρασίας του ατόμου,
(β) της φύσης των αρνητικών ψυχοπιεστικών παραγόντων που επηρέασαν το άτομο κατά τη διάρκεια της πρώιμης ηλικίας του,
(γ) των αμυνών που λειτούργησαν ως πρότυπα ή που διδάχθηκαν από γονείς και άλλα σημαντικά πρόσωπα, και
(δ) των συνεπειών που βίωσε το άτομο μετά την επιστράτευση συγκεκριμένων αμυνών."
Ήδη από το 1926 η μελέτη των μηχανισμών άμυνας κατέλαβε σημαίνουσα θέση στην ψυχαναλυτική έρευνα, ιδιαίτερα μετά την ώθηση που προσέδωσε στην εν λόγω προβληματική συνολικά η περίφημη πραγματεία της Anna Freud Το Εγώ και οι μηχανισμοί άμυνας (1936/1978). Ο Freud χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο "άμυνα" το 1894, για να τον αντικαταστήσει και να τον συμπληρώσει αργότερα με τον όρο "απώθηση". Αρχικά, και για αρκετά χρόνια, ο όρος αυτός ήταν δηλωτικός κάθε είδους προσπάθειας του ατόμου να κρατά στο ασυνείδητο ανεπιθύμητες παραστάσεις. Το 1926 όμως, στο Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος ο Freud όρισε την απώθηση ως ειδική μέθοδο άμυνας, αναφέροντας παράλληλα και άλλους αμυντικούς μηχανισμούς.
(α) άγχος μπροστά σε πραγματικό κίνδυνο, το οποίο εμφανίζεται ως αντίδραση στην αντίληψη ενός εξωτερικού κινδύνου και ως έκφραση της ενόρμησης της αυτοσυντήρησης, και συνυφαίνεται με τα αντανακλαστικά της φυγής
(β) νευρωτικό άγχος, το οποίο εμφανίζεται όταν το Εγώ αντιδρά στον εσωτερικό κίνδυνο σαν να είναι εξωτερικός, και υπό την πίεση των απαιτήσεων της λιβιδινικής ενέργειας αξιώνει την επιλογή της φυγής, γιατί νομίζει ότι απειλείται από κάποιον πραγματικό κίνδυνο.
Η διαφορά ανάμεσά τους έγκειται στο ότι για το μεν νευρωτικό άγχος ο κίνδυνος είναι εσωτερικός και ασυνείδητος, ενώ για το άγχος μπροστά σε πραγματικό κίνδυνο ισχύει το αντίθετο.
Στην πορεία, και παρατηρώντας τη συγγένεια των συναισθημάτων άγχους φόβου, ο Freud κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σήμα-άγχος, δηλαδή το σηματοδοτούν άγχος, αποτελεί και σήμα κινδύνου για μια έσωθεν απειλή. Αυτό το σήμα άγχους ενεργοποιεί εκ των προτέρων τους αμυντικούς μηχανισμούς του Εγώ, κατ' αναλογία προς το φόβο λόγω μιας πραγματικής απειλής που κινητοποιεί τους αμυντικούς μηχανισμούς φυγής ή επίθεσης. Το 1926, στο έργο του Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος, ο Freud τονίζει ότι το άγχος αποτελεί το κεντρικό πρόβλημα της νεύρωσης. Στηριζόμενος στη δεύτερη τοπική θεωρία διατυπώνει μια νέα θέση για το άγχος. Στόχος του δεν είναι πλέον να εξηγήσει τη φύση και την προέλευση του άγχους, αλλά τη θέση και τη σημασία του για τον εδοψυχικό βίο του ατόμου.
Άγχος και τραυματικές καταστάσεις
Ο Freud συσχέτισε την εμφάνιση του άγχους με τις τραυματικές καταστάσεις. Ως "τραυματική" όρισε την κατάσταση εκείνη κατά τη διάρκεια της οποίας το ψυχικό όργανο κατακλύζεται από μια ανεξέλεγκτη εισροή πολυάριθμων και έντονων ερεθισμάτων που δεν μπορεί να ελέγξει. Τότε παρουσιάζεται αυτομάτως το άγχος ως τρόπος αντίδρασης. Επιπροσθέτως, καθώς το Εγώ της πρώιμης παιδικής ηλικίας είναι ακόμη αδύναμο και λειτουργικά ανολοκλήρωτο, οι τραυματικές καταστάσεις είναι αναμενόμενο να παρατηρούνται συχνότερα κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Δεδομένου ότι το βρέφος αντλεί τις σωματικές και ενορμητικές ικανοποιήσεις (οπτική επαφή, χάδι κ.α.) από τη μητέρα του, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το Εγώ του πολύ μικρού παιδιού δεν έχει διαμορφωθεί επαρκώς ώστε να αναβάλει την ικανοποίηση ορισμένων ενορμήσεων, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι, όταν απουσιάζει η μητέρα, το βρέφος κατακλύζεται από ερεθίσματα τα οποία αδυνατεί να ελέγξει ή να εκφορτίσει, και κατά συνέπεια εκτίθεται στο βίωμα του άγχους. Καθώς το μικρό παιδί ωριμάζει, μαθαίνει να προβλέπει τον επικείμενο ερχομό μιας τραυματικής κατάστασης και αντιδρά με το σήμα-άγχος, προτού η ίδια (η πραγματική) κατάσταση αποβεί τραυματική. Για να αποφύγει δηλαδή τον κίνδυνο που συνδέεται με το μητρικό αποχωρισμό, το παιδί προσπαθεί είτε να κρατήσει είτε να φέρει τη μητέρα χρησιμοποιώντας εκφράσεις ενδεικτικές της έντασης που βιώνει.
Εκλυτικοί παράγοντες άγχους που απειλούν το Εγώ
Ο Freud αναφέρει ορισμένες καταστάσεις κινδύνου που λειτουργούν ως εκλυτικοί παράγοντες άγχους και απειλούν το Εγώ με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την εξελικτική του βαθμίδα:
- Κατά το πρώτο έτος της ζωής, ο αποχωρισμός του παιδιού από ένα σημαντικό γι' αυτό πρόσωπο θεωρείται απειλητικός (απώλεια του αντικειμένου). Το πρόσωπο αυτό αποτελεί πηγή ικανοποίησης και είναι συνήθως η μητέρα.
- Σε μία επόμενη βαθμίδα, κατά το τέλος του πρώτου έως το δεύτερο περίπου έτος, το παιδί φοβάται ότι, αν και το πρόσωπο που ικανοποιεί τις ανάγκες του είναι παρόν, ενδέχεται να χάσει την αγάπη του. Αυτή η κατάσταση κινδύνου ονομάζεται απώλεια της αγάπης του αντικειμένου.
- Από τριών έως πέντε περίπου ετών αρχίζει να διαμορφώνεται το άγχος του ευνουχισμού, που βιώνεται διαφορετικά από τα δύο φύλα: από το αγόρι ως φόβος απώλειας του πέους και από το κορίτσι ως φόβος τραυματισμού των γεννητικών οργάνων.
- Τέλος, καθώς δημιουργείται το Υπερεγώ, μετά τα πέντε ή έξι χρόνια, εμφανίζεται ο φόβος που προκαλείται από την ενοχή και κατά συνέπεια την τιμωρία που προέρχεται από το Υπερεγώ.
Τα ασυνείδητα βιώματα του άγχους
Τα πρώτα βιώματα άγχους είναι καθοριστικά και παραμένουν ασυνείδητα καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου (στους νευρωτικούς σε μεγαλύτερο βαθμό), ενώ η σημασία τους διαφέρει από άτομο σε άτομο. Επιπλέον, το άγχος αποτελεί σήμα για την αντίταξη των αμυντικών δυνάμεων του Εγώ, το οποίο, αν και έχει ισχυροποιηθεί αναφορικά με το Εγώ των πρώιμων παιδικών χρόνων, δεν έχει επίγνωση της πραγματικής του δύναμης. Το άγχος είναι ο βασικός πυρήνας της ψυχικής ασθένειας και η ανάπτυξή του προηγείται του σχηματισμού του συμπτώματος. Ωστόσο, ο ρόλος του δεν πρέπει να παραγνωρίζεται, καθώς το άγχος βοηθά το Εγώ να ελέγχει και να αναστέλλει τις ενορμήσεις του Αυτό.
Οι μηχανισμοί άμυνας του Εγώ
Από τα όσα αναφέρθηκαν γεννιέται το ερώτημα πως το Εγώ κατορθώνει να ελέγχει και να αναστέλλει τις ενορμήσεις του Αυτό. Για να ελέγξει και να αναστείλει την ικανοποίηση των εσωτερικών ενορμήσεων, το Εγώ παράγει άγχος ως σήμα κινδύνου. Γι' αυτό το σκοπό, εκτός από τους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί στη φυσιολογική ζωή (όπως αντίληψη, προσοχή, μνήμη, ουδετεροποίηση της ψυχικής ενέργειας, φαντασία), το Εγώ καταφεύγει επιπρόσθετα σε κάποιους ιδιαίτερους μηχανισμούς, τους λεγόμενους μηχανισμούς άμυνας, από τους οποίους θα αναφερθούν εκτενέστερα οι κυριότεροι και οι κλινικώς πιο εύχρηστοι από την πλειονότητα των ψυχαναλυτών.
Στην πραγματικότητα οι άμυνες δεν έχουν μόνο αρνητικό χαρακτήρα, αλλά και προσαρμοστικό. Κάθε άνθρωπος στη συνδιαλλαγή του με την πραγματικότητα χρησιμοποιεί περισσότερο συγκεκριμένες άμυνες. Σύμφωνα με τη McWilliams (2000), η προτίμηση και χρήση μιας άμυνας εξαρτάται από την αλληλεπίδραση των εξής παραγόντων:
(α) της ιδιοσυγκρασίας του ατόμου,
(β) της φύσης των αρνητικών ψυχοπιεστικών παραγόντων που επηρέασαν το άτομο κατά τη διάρκεια της πρώιμης ηλικίας του,
(γ) των αμυνών που λειτούργησαν ως πρότυπα ή που διδάχθηκαν από γονείς και άλλα σημαντικά πρόσωπα, και
(δ) των συνεπειών που βίωσε το άτομο μετά την επιστράτευση συγκεκριμένων αμυνών."
Ήδη από το 1926 η μελέτη των μηχανισμών άμυνας κατέλαβε σημαίνουσα θέση στην ψυχαναλυτική έρευνα, ιδιαίτερα μετά την ώθηση που προσέδωσε στην εν λόγω προβληματική συνολικά η περίφημη πραγματεία της Anna Freud Το Εγώ και οι μηχανισμοί άμυνας (1936/1978). Ο Freud χρησιμοποίησε για πρώτη φορά τον όρο "άμυνα" το 1894, για να τον αντικαταστήσει και να τον συμπληρώσει αργότερα με τον όρο "απώθηση". Αρχικά, και για αρκετά χρόνια, ο όρος αυτός ήταν δηλωτικός κάθε είδους προσπάθειας του ατόμου να κρατά στο ασυνείδητο ανεπιθύμητες παραστάσεις. Το 1926 όμως, στο Αναστολή, σύμπτωμα και άγχος ο Freud όρισε την απώθηση ως ειδική μέθοδο άμυνας, αναφέροντας παράλληλα και άλλους αμυντικούς μηχανισμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου