Σε αντίθεση με την κωμωδία που ανανεώθηκε χάρη στον Μένανδρο και τους συγχρόνους του, δεν συνέβη το ίδιο και με την τραγωδία που φαίνεται να έχασε τον βηματισμό της μετά τον θάνατο του τελευταίου μεγάλου τραγικού, του Ευριπίδη, το 406 π.Χ. Η παρακμή του είδους αντικατοπτρίζεται στο γεγονός ότι από τον 4ο αι. και μετά γράφονταν λίγες τραγωδίες, και ο βασικός κορμός των παραστάσεων αφορούσε την επανάληψη των μεγάλων τραγωδιών του 5ου αι. με την ταυτόχρονη άνοδο των ηθοποιών σε βάρος των δημιουργών.
Τα ελάχιστα δείγματα πρωτότυπης θεατρικής δημιουργίας κατά την ελληνιστική περίοδο δεν χωράνε στα κλασικά καλούπια. Μια χαρακτηριστική αλλαγή είναι η συγγραφή τραγωδιών στο πλαίσιο της ελληνιστικής αυλής, συχνά προς τιμήν του μονάρχη-μαικήνα των τεχνών, με συγκεκαλυμμένα εγκωμιαστική πρόθεση. Η τραγική «Πλειάδα» που έδρασε στην Αλεξάνδρεια κατά τον 3ο αι. υπό την πατρονία του Πτολεμαίου Β΄ του Φιλάδελφου αριθμούσε επτά διακεκριμένα μέλη-ποιητές τραγωδιών, μεταξύ των οποίων πιο ονομαστοί ήταν ο Λυκόφρονας από τη Χαλκίδα και ο Αλέξανδρος ο Αιτωλός. Ένα δείγμα γραφής «εγκωμιαστικής» τραγωδίας είναι οι Κασσανδρεῖς του Λυκόφρονα, ένα ιστορικό δράμα για τον Κάσσανδρο.
Η τραγωδία στα ελληνιστικά χρόνια χαρακτηρίζεται από διαφορετικές τάσεις: πρώτον, οι παραστάσεις τραγωδιών φαίνεται ότι εστίαζαν στο πάθος, δηλαδή στη συναισθηματική φορτισμένη παρουσίαση ακραίων ή αποτρόπαιων πράξεων επί σκηνής∙ δεύτερον, οι τραγικοί ποιητές αυτή την εποχή ήταν συχνά και φιλόλογοι που μελετούσαν και σχολίαζαν τη δραματική παραγωγή του «χρυσού αιώνα» της Αθήνας, με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τους ποιητές της «Πλειάδας» που ήταν ταυτόχρονα και λόγιοι του Αλεξανδρινού Μουσείου∙ και τρίτον, αυτή την εποχή αναπτύχθηκε μια ιδιαίτερη μορφή δράματος προορισμένη αποκλειστικά για ανάγνωση και όχι για παράσταση.
Σε αυτήν την τελευταία κατηγορία ίσως ανήκουν και οι τρεις πιο γνωστές (και πολύ διαφορετικές μεταξύ τους) ελληνιστικές τραγωδίες. Ένα ιστορικό δράμα βασισμένο στην ηροδότεια αφήγηση για τον Γύγη και τη γυναίκα του Κανδαύλη σε ιαμβικούς τριμέτρους∙ ένα ιαμβικό ποίημα γραμμένο σε αινιγματικό ύφος με θέμα την προφητεία της Κασσάνδρας σχετικά με τον Τρωικό πόλεμο, η Αλεξάνδρα του Λυκόφρονα σε 1474 στίχους∙ και η τραγωδία Ἐξαγωγή* του Εζεκιήλ γραμμένη από Ιουδαίο της Αλεξάνδρειας, η οποία πραγματευόταν σε δραματική μορφή την έξοδο των Εβραίων από την Αίγυπτο υπό τον Μωυσή.
Κείμενα:
· Λυκόφρων, Αλεξάνδρα
-----------------------------
*ΕΖΕΚΙΗΛ Ἐξαγωγὴ 68-82, 217-242
Οι 269 στίχοι της Ἐξαγωγῆς του ελληνίζοντος Ιουδαίου Εζεκιήλ, που έχει επηρεαστεί έντονα από τον Ευριπίδη, είναι το εκτενέστερο σωζόμενο απόσπασμα τραγωδίας μετά τον 5ο αι. π.Χ. Η Ἐξαγωγή, που γράφτηκε ανάμεσα στο 240 και το 100 π.Χ., ίσως στην Αλεξάνδρεια, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, επειδή αντλεί το θέμα της από την Παλαιά Διαθήκη, συγκεκριμένα από την Έξοδο (1-15). (Οι τίτλοι Ἐξαγωγή και Ἔξοδος είναι ταυτόσημοι, απλώς ο πρώτος υπογραμμίζει σαφέστερα τη συμβολή του Μωυσή, ο οποίος ἐξήγαγεν τους Εβραίους από την Αίγυπτο).
Από τους σωζόμενους στίχους δεν προκύπτει με βεβαιότητα αν το έργο προοριζόταν για τη σκηνή (πιθανότερο) ή απλώς για ανάγνωση ούτε αν είχε χορό - πιθανότερο φαίνεται να είχε και να χωριζόταν σε πέντε "πράξεις". Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν τηρείται η ενότητα του τόπου και του χρόνου, γεγονός που ενδεχομένως οφείλεται στη στενή εξάρτηση του Εζεκιήλ από την Έξοδο.
Στο πρώτο απόσπασμα (α) ο Μωυσής διηγείται το όνειρό του, που δεν απαντά στην Έξοδο αλλά εισάγεται από τον Εζεκιήλ, και στο δεύτερο (β) ο Αιγύπτιος άγγελος περιγράφει τη διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης.
μέγαν τιν᾽ εἶναι μέχρι ᾽ς οὐρανοῦ πτύχας,
70 ἐν τῷ καθῆσθαι φῶτα γενναῖόν τινα
διάδημ᾽ ἔχοντα καὶ μέγα σκῆπτρον χερί
εὐωνύμῳ μάλιστα. δεξιᾷ δέ μοι
ἔνευσε, κἀγὼ πρόσθεν ἐστάθην θρόνου.
σκῆπτρον δέ μοι πάρδωκε καὶ εἰς θρόνον μέγαν
75 εἶπεν καθῆσθαι· βασιλικὸν δ᾽ ἔδωκέ μοι
διάδημα καὶ αὐτὸς ἐκ θρόνων χωρίζεται.
ἐγὼ δ᾽ ἐσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον
καὶ ἔνερθε γαίας καὶ ἐξύπερθεν οὐρανοῦ,
καί μοί τι πλῆθος ἀστέρων πρὸς γούνατα
80 ἔπιπτ᾽, ἐγὼ δὲ πάντας ἠριθμησάμην,
κἀμοῦ παρῆγεν ὡς παρεμβολὴ βροτῶν.
εἶτ᾽ ἐμφοβηθεὶς ἐξανίσταμ᾽ ἐξ ὕπνου.
ἐπέσχομεν, θέλοντες ὄρθριον μάχην,
πεποιθότες λαοῖσι καὶ φρικτοῖς ὅπλοις.
220 ἔπειτα θείων ἄρχεται τεραστίων
θαυμάστ᾽ ἰδέσθαι. καί τις ἐξαίφνης μέγας
στῦλος νεφώδης ἐστάθη πρὸ γῆς, μέγας,
παρεμβολῆς ἡμῶν τε καὶ Ἑβραίων μέσος.
κἄπειθ᾽ ὁ κείνων ἡγεμὼν Μωσῆς, λαβών
225 ῥάβδον θεοῦ, τῇ δὴ πρὶν Αἰγύπτῳ κακά
σημεῖα καὶ τερ‹ά›ατ᾽ ἐξεμήσατο,
ἔτυψ᾽ Ἐρυθρᾶς νῶτα καὶ ἔσχισεν μέσον
βάθος Θαλάσσης· οἱ δὲ σύμπαντες σθένει
ὤρουσαν ὠκεῖς ἁλμυρᾶς δι᾽ ἀτραποῦ.
230 ἡμεῖς δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῆς ᾠχόμεσθα συντόμως
κατ᾽ ἴχνος αὐτῶν· νυκτὸς εἰσεκύρσαμεν
βοηδρομοῦντες· ἁρμάτων δ᾽ ἄφνω τροχοί
οὐκ ἐστρέφοντο, δέσμιοι δ᾽ ὣς ἥρμοσαν.
ἀπ᾽ οὐρανοῦ δὲ φέγγος ὡς πυρὸς μέγα
235 ὤφθη τι ἡμῖν· ὡς μὲν εἰκάζειν, παρῆν
αὐτοῖς ἀρωγὸς ὁ θεός. ὡς δ᾽ ἤδη πέραν
ἦσαν θαλάσσης, κῦμα δ᾽ ἐρροίβδει μέγα
σύνεγγυς ἡμῶν. καί τις ἠλάλαξ᾽ ἰδών·
«φεύγωμεν οἴκοι πρόσθεν Ὑψίστου χέρας·
240 οἷς μὲν γάρ ἐστ᾽ ἀρωγός, ἡμῖν δ᾽ ἀθλίοις
ὄλεθρον ἕρδει.» καὶ συνεκλύσθη πόρος
Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης καὶ στρατὸν διώλεσε.
***
ήταν ένας μεγάλος θρόνος που έφθανε ώς τα βάθη του ουρανού,
70 όπου εκαθόταν ένας άνδρας αρχοντογέννητος,
που φορούσε διάδημα και στο χέρι του το αριστερό
κρατούσε σκήπτρο.
Με τη δεξιά του μου έγνεψε,
και εγώ πήγα και στάθηκα μπροστά στο θρόνο.
Μου παρέδωσε το σκήπτρο
και μου είπε να καθίσω στον μεγάλο θρόνο.
75 Έπειτα μου έδωσε το βασιλικό διάδημα και ο ίδιος άφησε το θρόνο.
Εγώ είδα τότε γύρω μου ολόκληρη τη γη,
και είδα κάτω από τη γη και πάνω από τον ουρανό,
και μυριάδες αστέρια έπεφταν στα γόνατά μου,
80 και εγώ τα μέτρησα όλα,
και περνούσαν μπροστά μου σαν να περνούσε στρατιά θνητών.
Τότε τρόμαξα και πετάχτηκα από τον ύπνο.
σταματήσαμε και περιμέναμε,
γιατί θέλαμε να πολεμήσουμε τα χαράματα,
έχοντας τις ελπίδες μας στα πλήθη και στα τρομερά όπλα.
220 Τότε άρχισαν τα θεϊκά και τα παράδοξα
-να τα βλέπεις και να θαυμάζεις.
Άξαφνα, μπροστά μας, πάνω από την γη
ένας γιγάντιος στύλος, όμοιος με σύννεφο,
υψώθηκε ανάμεσα στο στρατόπεδο
το δικό μας και των Εβραίων.
225 Και τότε ο αρχηγόςτους ο Μωυσής πήρε τη ράβδο του θεού
-με αυτή τη ράβδο έκαμε άλλοτε να πέσουν πάνω στην Αίγυπτο
τα φοβερά σημάδια και τα θαύματα-
έπληξε τα νώτα της Ερυθράς θαλάσσης
και το βάθος της εσχίσθη στα δύο.
Εκείνοι με όλη τους τη δύναμη
όρμησαν γρήγορα να περάσουν από το αλμυρό μονοπάτι.
230 Εμείς, χωρίς να βραδύνουμε,
από το ίδιο πέρασμα, τους ακολουθήσαμε κατά πόδας.
Ήτανε νύχτα όταν μπήκαμε μέσα κραυγάζοντας.
Άξαφνα οι τροχοί των αρμάτων δεν εγύριζαν,
καρφώθηκαν σαν να τους είχαν δέσει.
Και είδαμε τότε από τον ουρανό μια μεγάλη λάμψη
σαν να ᾽ταν λάμψη από φωτιά
235 -όπως πιστεύουμε, ήταν εκεί ο θεός και τους βοηθούσε.
Όταν έφθασαν ήδη πέρα από τη θάλασσα,
ένα πελώριο κύμα εβόγγαε πλάι μας.
Κάποιος, όταν το είδε, φώναξε:
«πίσω στα σπίτια μας, να ξεφύγουμε από τα χέρια του Ύψιστου·
240 γιατί εκείνους τους βοηθάει,
ενώ για εμάς τους δυστυχείς ετοιμάζει όλεθρο».
Και το κύμα εσκέπασε το πέρασμα της Ερυθράς θαλάσσης
και αφάνισε τον στρατό.
Από τους σωζόμενους στίχους δεν προκύπτει με βεβαιότητα αν το έργο προοριζόταν για τη σκηνή (πιθανότερο) ή απλώς για ανάγνωση ούτε αν είχε χορό - πιθανότερο φαίνεται να είχε και να χωριζόταν σε πέντε "πράξεις". Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν τηρείται η ενότητα του τόπου και του χρόνου, γεγονός που ενδεχομένως οφείλεται στη στενή εξάρτηση του Εζεκιήλ από την Έξοδο.
Στο πρώτο απόσπασμα (α) ο Μωυσής διηγείται το όνειρό του, που δεν απαντά στην Έξοδο αλλά εισάγεται από τον Εζεκιήλ, και στο δεύτερο (β) ο Αιγύπτιος άγγελος περιγράφει τη διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης.
(α)
ΜΩΣΗΣ
ἔ‹δο›ξ᾽ ὄρους κατ᾽ ἄκρα Σιν‹αί›ου θρόνονμέγαν τιν᾽ εἶναι μέχρι ᾽ς οὐρανοῦ πτύχας,
70 ἐν τῷ καθῆσθαι φῶτα γενναῖόν τινα
διάδημ᾽ ἔχοντα καὶ μέγα σκῆπτρον χερί
εὐωνύμῳ μάλιστα. δεξιᾷ δέ μοι
ἔνευσε, κἀγὼ πρόσθεν ἐστάθην θρόνου.
σκῆπτρον δέ μοι πάρδωκε καὶ εἰς θρόνον μέγαν
75 εἶπεν καθῆσθαι· βασιλικὸν δ᾽ ἔδωκέ μοι
διάδημα καὶ αὐτὸς ἐκ θρόνων χωρίζεται.
ἐγὼ δ᾽ ἐσεῖδον γῆν ἅπασαν ἔγκυκλον
καὶ ἔνερθε γαίας καὶ ἐξύπερθεν οὐρανοῦ,
καί μοί τι πλῆθος ἀστέρων πρὸς γούνατα
80 ἔπιπτ᾽, ἐγὼ δὲ πάντας ἠριθμησάμην,
κἀμοῦ παρῆγεν ὡς παρεμβολὴ βροτῶν.
εἶτ᾽ ἐμφοβηθεὶς ἐξανίσταμ᾽ ἐξ ὕπνου.
…
(β)
ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
ἐπεὶ δὲ Τιτὰν ἥλιος δυσμαῖς προσῆν,ἐπέσχομεν, θέλοντες ὄρθριον μάχην,
πεποιθότες λαοῖσι καὶ φρικτοῖς ὅπλοις.
220 ἔπειτα θείων ἄρχεται τεραστίων
θαυμάστ᾽ ἰδέσθαι. καί τις ἐξαίφνης μέγας
στῦλος νεφώδης ἐστάθη πρὸ γῆς, μέγας,
παρεμβολῆς ἡμῶν τε καὶ Ἑβραίων μέσος.
κἄπειθ᾽ ὁ κείνων ἡγεμὼν Μωσῆς, λαβών
225 ῥάβδον θεοῦ, τῇ δὴ πρὶν Αἰγύπτῳ κακά
σημεῖα καὶ τερ‹ά›ατ᾽ ἐξεμήσατο,
ἔτυψ᾽ Ἐρυθρᾶς νῶτα καὶ ἔσχισεν μέσον
βάθος Θαλάσσης· οἱ δὲ σύμπαντες σθένει
ὤρουσαν ὠκεῖς ἁλμυρᾶς δι᾽ ἀτραποῦ.
230 ἡμεῖς δ᾽ ἐπ᾽ αὐτῆς ᾠχόμεσθα συντόμως
κατ᾽ ἴχνος αὐτῶν· νυκτὸς εἰσεκύρσαμεν
βοηδρομοῦντες· ἁρμάτων δ᾽ ἄφνω τροχοί
οὐκ ἐστρέφοντο, δέσμιοι δ᾽ ὣς ἥρμοσαν.
ἀπ᾽ οὐρανοῦ δὲ φέγγος ὡς πυρὸς μέγα
235 ὤφθη τι ἡμῖν· ὡς μὲν εἰκάζειν, παρῆν
αὐτοῖς ἀρωγὸς ὁ θεός. ὡς δ᾽ ἤδη πέραν
ἦσαν θαλάσσης, κῦμα δ᾽ ἐρροίβδει μέγα
σύνεγγυς ἡμῶν. καί τις ἠλάλαξ᾽ ἰδών·
«φεύγωμεν οἴκοι πρόσθεν Ὑψίστου χέρας·
240 οἷς μὲν γάρ ἐστ᾽ ἀρωγός, ἡμῖν δ᾽ ἀθλίοις
ὄλεθρον ἕρδει.» καὶ συνεκλύσθη πόρος
Ἐρυθρᾶς Θαλάσσης καὶ στρατὸν διώλεσε.
***
(α) Το όνειρο του Μωυσή
ΜΩΥΣΗΣ
Μου εφάνη ότι πάνω στην κορυφή του όρους Σινάήταν ένας μεγάλος θρόνος που έφθανε ώς τα βάθη του ουρανού,
70 όπου εκαθόταν ένας άνδρας αρχοντογέννητος,
που φορούσε διάδημα και στο χέρι του το αριστερό
κρατούσε σκήπτρο.
Με τη δεξιά του μου έγνεψε,
και εγώ πήγα και στάθηκα μπροστά στο θρόνο.
Μου παρέδωσε το σκήπτρο
και μου είπε να καθίσω στον μεγάλο θρόνο.
75 Έπειτα μου έδωσε το βασιλικό διάδημα και ο ίδιος άφησε το θρόνο.
Εγώ είδα τότε γύρω μου ολόκληρη τη γη,
και είδα κάτω από τη γη και πάνω από τον ουρανό,
και μυριάδες αστέρια έπεφταν στα γόνατά μου,
80 και εγώ τα μέτρησα όλα,
και περνούσαν μπροστά μου σαν να περνούσε στρατιά θνητών.
Τότε τρόμαξα και πετάχτηκα από τον ύπνο.
…
(β) Η διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης
ΑΓΓΕΛΟΣ ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
Όταν ο Τιτάνας ήλιος πλησίαζε στη δύση,σταματήσαμε και περιμέναμε,
γιατί θέλαμε να πολεμήσουμε τα χαράματα,
έχοντας τις ελπίδες μας στα πλήθη και στα τρομερά όπλα.
220 Τότε άρχισαν τα θεϊκά και τα παράδοξα
-να τα βλέπεις και να θαυμάζεις.
Άξαφνα, μπροστά μας, πάνω από την γη
ένας γιγάντιος στύλος, όμοιος με σύννεφο,
υψώθηκε ανάμεσα στο στρατόπεδο
το δικό μας και των Εβραίων.
225 Και τότε ο αρχηγόςτους ο Μωυσής πήρε τη ράβδο του θεού
-με αυτή τη ράβδο έκαμε άλλοτε να πέσουν πάνω στην Αίγυπτο
τα φοβερά σημάδια και τα θαύματα-
έπληξε τα νώτα της Ερυθράς θαλάσσης
και το βάθος της εσχίσθη στα δύο.
Εκείνοι με όλη τους τη δύναμη
όρμησαν γρήγορα να περάσουν από το αλμυρό μονοπάτι.
230 Εμείς, χωρίς να βραδύνουμε,
από το ίδιο πέρασμα, τους ακολουθήσαμε κατά πόδας.
Ήτανε νύχτα όταν μπήκαμε μέσα κραυγάζοντας.
Άξαφνα οι τροχοί των αρμάτων δεν εγύριζαν,
καρφώθηκαν σαν να τους είχαν δέσει.
Και είδαμε τότε από τον ουρανό μια μεγάλη λάμψη
σαν να ᾽ταν λάμψη από φωτιά
235 -όπως πιστεύουμε, ήταν εκεί ο θεός και τους βοηθούσε.
Όταν έφθασαν ήδη πέρα από τη θάλασσα,
ένα πελώριο κύμα εβόγγαε πλάι μας.
Κάποιος, όταν το είδε, φώναξε:
«πίσω στα σπίτια μας, να ξεφύγουμε από τα χέρια του Ύψιστου·
240 γιατί εκείνους τους βοηθάει,
ενώ για εμάς τους δυστυχείς ετοιμάζει όλεθρο».
Και το κύμα εσκέπασε το πέρασμα της Ερυθράς θαλάσσης
και αφάνισε τον στρατό.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου