ΓΡΑΥΣ Β’
αὕτη σύ, ποῖ παραβᾶσα τόνδε τὸν νόμον
1050 ἕλκεις, παρ᾽ ἐμοὶ τῶν γραμμάτων εἰρηκότων
πρότερον καθεύδειν αὐτόν; ΝΕΑΣ. οἴμοι δείλαιος.
πόθεν ἐξέκυψας, ὦ κάκιστ᾽ ἀπολουμένη;
τοῦτο γὰρ ἐκείνου τὸ κακὸν ἐξωλέστερον.
ΓΡ. Β’ βάδιζε δεῦρο. ΝΕΑΣ. μηδαμῶς με περιίδῃς
1055 ἑλκόμενον ὑπὸ τῆσδ᾽, ἀντιβολῶ σ᾽. ΓΡ. Β’ ἀλλ᾽ οὐκ ἐγώ,
ἀλλ᾽ ὁ νόμος ἕλκει σ᾽. ΝΕΑΣ. οὐκ ἐμέ γ᾽, ἀλλ᾽ Ἔμπουσά τις
ἐξ αἵματος φλύκταιναν ἠμφιεσμένη.
ΓΡ. Β’ ἕπου, μαλακίων, δεῦρ᾽ ἀνύσας καὶ μὴ λάλει.
ΝΕΑΣ. ἴθι νυν ἔασον εἰς ἄφοδον πρώτιστά με
1060 ἐλθόντ᾽ ἀναθαρρῆσαι πρὸς ἐμαυτόν· εἰ δὲ μή,
αὐτοῦ τι δρῶντα πυρρὸν ὄψει μ᾽ αὐτίκα
ὑπὸ τοῦ δέους. ΓΡ. Β’ θάρρει, βάδιζ᾽. ἔνδον χεσεῖ.
ΝΕΑΣ. δέδοικα κἀγὼ μὴ πλέον γ᾽ ἢ βούλομαι.
ἀλλ᾽ ἐγγυητάς σοι καταστήσω δύο
1065 ἀξιόχρεως. ΓΡ. Β’ μή μοι καθίστη. ΓΡΑΥΣ Γ’ ποῖ σύ, ποῖ
χωρεῖς μετὰ ταύτης; ΝΕΑΣ. οὐκ ἔγωγ᾽, ἀλλ᾽ ἕλκομαι.
ἀτάρ, ἥτις εἶ σύ, πόλλ᾽ ἀγαθὰ γένοιτό σοι,
ὅτι μ᾽ οὐ περιεῖδες ἐπιτριβέντ᾽. ὦ Ἡράκλεις,
ὦ Πᾶνες, ὦ Κορύβαντες, ὦ Διοσκόρω,
1070 τοῦτ᾽ αὖ πολὺ τούτου τὸ κακὸν ἐξωλέστερον.
ἀτὰρ τί τὸ πρᾶγμ᾽ ἔστ᾽, ἀντιβολῶ, τουτί ποτε;
πότερον πίθηκος ἀνάπλεως ψιμυθίου,
ἢ γραῦς ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων;
ΓΡ. Γ’ μὴ σκῶπτέ μ᾽, ἀλλὰ δεῦρ᾽ ἕπου. ΓΡ. Β’ δευρὶ μὲν οὖν.
1075 ΓΡ. Γ’ ὡς οὐκ ἀφήσω σ᾽ οὐδέποτ᾽. ΓΡ. Β’ οὐδὲ μὴν ἐγώ.
ΝΕΑΣ. διασπάσεσθέ μ᾽, ὦ κακῶς ἀπολούμεναι.
ΓΡ. Β’ ἐμοὶ γὰρ ἀκολουθεῖν σε δεῖ κατὰ τὸν νόμον.
ΓΡ. Γ’ οὔκ, ἢν ἑτέρα γε γραῦς ἔτ᾽ αἰσχίων φανῇ.
***
(Απλώνει να πάρει την κοπέλα να φύγουν, μα παρουσιάζεται μια δεύτερη γριά, πιο ηλικιωμένη και πιο άσκημη.)
Β’ ΓΡΙΑ (στην κοπέλα)
Βρε, πώς πατείς το νόμο και μου παίρνεις
1050 τ᾽ αγόρι, αφού ξεκάθαρα το γράφει
ο νόμος: πρώτα εμένα! ΠΑΛ. Συφορά μου!
Και πούθε μου ξεφύτρωσες, πανούκλα
χειρότερη απ᾽ την άλλη; Β’ ΓΡ. Λίγα λόγια!
Έρχου σε μένα! ΠΑΛ. (στην κοπέλα) Μη μ᾽ αφήνεις έτσι
να με τραβάει. Β’ ΓΡ. Εγώ δε σε τραβάω,
ο Νόμος! ΠΑΛ. Βρε ποιός νόμος; Έμπουσα,
που τρέχουν οι πληγές σου αίματα κι όμπυο;
Β’ ΓΡ. Τρυφερούλι, έρχου εδώ και λίγα λόγια.
ΠΑΛ. Μωρ᾽ άσε με να πάω ν᾽ αδειάσω πρώτα,
1060 νά ᾽ρθω στα συγκαλά μου, να στυλώσω,
αλλιώς θα τ᾽ αμολήσω εδώ μπροστά σου.
Β’ ΓΡ. Κρατήσου! Πάμε σπίτι ν᾽ αλαφρώσεις!
ΠΑΛ. Είναι πολλά και θα βουλώσ᾽ η χρεία.
Στα χωράφια να πάω και θα σου αφήσω
δυο φίλους εγγυητάδες. Β’ ΓΡ. Να μου λείπουν.
(Τον τραβά. Αλλά παρουσιάζεται τρίτη γριά γεροντότερη.)
Γ’ ΓΡΙΑ (στο Παλικάρι)
Ε συ! Πού πας μ᾽ αυτήν;
ΠΑΛ. (χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει)
Δεν πάω, με πάει!
Όποια και να ᾽σαι, οι θεοί να σ᾽ το πλερώσουν!
Απ᾽ του Χάρου τα δόντια με ξεκόλλησες.
(γυρίζει και βλέπει)
Ωχ! Ηρακλή, Κορύβαντες και Πάνες
και Διόσκουροι, χειρότερη πολύ
1070 από την άλλη ετούτ᾽ η λώβα. Τί ᾽σαι,
μαϊμού φκιασιδωμένη γιά βρυκόλακας,
που βγήκε από τα μνήματα; Γ’ ΓΡ. Μη βρίζεις
κι έρχου μαζί μου. Β’ ΓΡ. Τί; Μαζί μου θά ᾽ρτει!
Γ’ ΓΡ. Δεν τον αφήνω εγώ! Β’ ΓΡ. Μήτε κι εγώ.
ΠΑΛ. Που κακό χρόνο να ᾽χετε, παλιόγριες,
μη με τραβάτε, θα με κομματιάσετε.
Β’ ΓΡ. Μαζί μου λέει ο νόμος να πλαγιάσεις.
Γ’ ΓΡ. Αν άλλη πιο γριά δεν ξεφυτρώσει.
αὕτη σύ, ποῖ παραβᾶσα τόνδε τὸν νόμον
1050 ἕλκεις, παρ᾽ ἐμοὶ τῶν γραμμάτων εἰρηκότων
πρότερον καθεύδειν αὐτόν; ΝΕΑΣ. οἴμοι δείλαιος.
πόθεν ἐξέκυψας, ὦ κάκιστ᾽ ἀπολουμένη;
τοῦτο γὰρ ἐκείνου τὸ κακὸν ἐξωλέστερον.
ΓΡ. Β’ βάδιζε δεῦρο. ΝΕΑΣ. μηδαμῶς με περιίδῃς
1055 ἑλκόμενον ὑπὸ τῆσδ᾽, ἀντιβολῶ σ᾽. ΓΡ. Β’ ἀλλ᾽ οὐκ ἐγώ,
ἀλλ᾽ ὁ νόμος ἕλκει σ᾽. ΝΕΑΣ. οὐκ ἐμέ γ᾽, ἀλλ᾽ Ἔμπουσά τις
ἐξ αἵματος φλύκταιναν ἠμφιεσμένη.
ΓΡ. Β’ ἕπου, μαλακίων, δεῦρ᾽ ἀνύσας καὶ μὴ λάλει.
ΝΕΑΣ. ἴθι νυν ἔασον εἰς ἄφοδον πρώτιστά με
1060 ἐλθόντ᾽ ἀναθαρρῆσαι πρὸς ἐμαυτόν· εἰ δὲ μή,
αὐτοῦ τι δρῶντα πυρρὸν ὄψει μ᾽ αὐτίκα
ὑπὸ τοῦ δέους. ΓΡ. Β’ θάρρει, βάδιζ᾽. ἔνδον χεσεῖ.
ΝΕΑΣ. δέδοικα κἀγὼ μὴ πλέον γ᾽ ἢ βούλομαι.
ἀλλ᾽ ἐγγυητάς σοι καταστήσω δύο
1065 ἀξιόχρεως. ΓΡ. Β’ μή μοι καθίστη. ΓΡΑΥΣ Γ’ ποῖ σύ, ποῖ
χωρεῖς μετὰ ταύτης; ΝΕΑΣ. οὐκ ἔγωγ᾽, ἀλλ᾽ ἕλκομαι.
ἀτάρ, ἥτις εἶ σύ, πόλλ᾽ ἀγαθὰ γένοιτό σοι,
ὅτι μ᾽ οὐ περιεῖδες ἐπιτριβέντ᾽. ὦ Ἡράκλεις,
ὦ Πᾶνες, ὦ Κορύβαντες, ὦ Διοσκόρω,
1070 τοῦτ᾽ αὖ πολὺ τούτου τὸ κακὸν ἐξωλέστερον.
ἀτὰρ τί τὸ πρᾶγμ᾽ ἔστ᾽, ἀντιβολῶ, τουτί ποτε;
πότερον πίθηκος ἀνάπλεως ψιμυθίου,
ἢ γραῦς ἀνεστηκυῖα παρὰ τῶν πλειόνων;
ΓΡ. Γ’ μὴ σκῶπτέ μ᾽, ἀλλὰ δεῦρ᾽ ἕπου. ΓΡ. Β’ δευρὶ μὲν οὖν.
1075 ΓΡ. Γ’ ὡς οὐκ ἀφήσω σ᾽ οὐδέποτ᾽. ΓΡ. Β’ οὐδὲ μὴν ἐγώ.
ΝΕΑΣ. διασπάσεσθέ μ᾽, ὦ κακῶς ἀπολούμεναι.
ΓΡ. Β’ ἐμοὶ γὰρ ἀκολουθεῖν σε δεῖ κατὰ τὸν νόμον.
ΓΡ. Γ’ οὔκ, ἢν ἑτέρα γε γραῦς ἔτ᾽ αἰσχίων φανῇ.
***
(Απλώνει να πάρει την κοπέλα να φύγουν, μα παρουσιάζεται μια δεύτερη γριά, πιο ηλικιωμένη και πιο άσκημη.)
Β’ ΓΡΙΑ (στην κοπέλα)
Βρε, πώς πατείς το νόμο και μου παίρνεις
1050 τ᾽ αγόρι, αφού ξεκάθαρα το γράφει
ο νόμος: πρώτα εμένα! ΠΑΛ. Συφορά μου!
Και πούθε μου ξεφύτρωσες, πανούκλα
χειρότερη απ᾽ την άλλη; Β’ ΓΡ. Λίγα λόγια!
Έρχου σε μένα! ΠΑΛ. (στην κοπέλα) Μη μ᾽ αφήνεις έτσι
να με τραβάει. Β’ ΓΡ. Εγώ δε σε τραβάω,
ο Νόμος! ΠΑΛ. Βρε ποιός νόμος; Έμπουσα,
που τρέχουν οι πληγές σου αίματα κι όμπυο;
Β’ ΓΡ. Τρυφερούλι, έρχου εδώ και λίγα λόγια.
ΠΑΛ. Μωρ᾽ άσε με να πάω ν᾽ αδειάσω πρώτα,
1060 νά ᾽ρθω στα συγκαλά μου, να στυλώσω,
αλλιώς θα τ᾽ αμολήσω εδώ μπροστά σου.
Β’ ΓΡ. Κρατήσου! Πάμε σπίτι ν᾽ αλαφρώσεις!
ΠΑΛ. Είναι πολλά και θα βουλώσ᾽ η χρεία.
Στα χωράφια να πάω και θα σου αφήσω
δυο φίλους εγγυητάδες. Β’ ΓΡ. Να μου λείπουν.
(Τον τραβά. Αλλά παρουσιάζεται τρίτη γριά γεροντότερη.)
Γ’ ΓΡΙΑ (στο Παλικάρι)
Ε συ! Πού πας μ᾽ αυτήν;
ΠΑΛ. (χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει)
Δεν πάω, με πάει!
Όποια και να ᾽σαι, οι θεοί να σ᾽ το πλερώσουν!
Απ᾽ του Χάρου τα δόντια με ξεκόλλησες.
(γυρίζει και βλέπει)
Ωχ! Ηρακλή, Κορύβαντες και Πάνες
και Διόσκουροι, χειρότερη πολύ
1070 από την άλλη ετούτ᾽ η λώβα. Τί ᾽σαι,
μαϊμού φκιασιδωμένη γιά βρυκόλακας,
που βγήκε από τα μνήματα; Γ’ ΓΡ. Μη βρίζεις
κι έρχου μαζί μου. Β’ ΓΡ. Τί; Μαζί μου θά ᾽ρτει!
Γ’ ΓΡ. Δεν τον αφήνω εγώ! Β’ ΓΡ. Μήτε κι εγώ.
ΠΑΛ. Που κακό χρόνο να ᾽χετε, παλιόγριες,
μη με τραβάτε, θα με κομματιάσετε.
Β’ ΓΡ. Μαζί μου λέει ο νόμος να πλαγιάσεις.
Γ’ ΓΡ. Αν άλλη πιο γριά δεν ξεφυτρώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου