ΝΕΑΣ. οἴμοι· Προκρούστης τήμερον γενήσομαι.
ΓΡ. Α’ τοῖς γὰρ νόμοις τοῖς ἡμετέροισι πειστέον.
ΝΕΑΣ. τί δ᾽ ἢν ἀφαιρῆταί μ᾽ ἀνὴρ τῶν δημοτῶν
ἢ τῶν φίλων ἐλθών τις; ΓΡ. Α’ ἀλλ᾽ οὐ κύριος
1025 ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ᾽ ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι.
ΝΕΑΣ. ἐξωμοσία δ᾽ οὐκ ἔστιν; ΓΡ. Α’ οὐ γὰρ δεῖ στροφῆς.
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽ ἔμπορος εἶναι σκήψομαι. ΓΡ. Α’ κλάων γε σύ.
ΝΕΑΣ. τί δῆτα χρὴ δρᾶν; ΓΡ. Α’ δεῦρ᾽ ἀκολουθεῖν ὡς ἐμέ.
ΝΕΑΣ. καὶ ταῦτ᾽ ἀνάγκη μοὐστί; ΓΡ. Α’ Διομήδειά γε.
1030 ΝΕΑΣ. ὑποστόρεσαί νυν πρῶτα τῆς ὀριγάνου
καὶ κλήμαθ᾽ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα,
καὶ ταινίωσαι καὶ παράθου τὰς ληκύθους,
ὕδατός τε κατάθου τοὔστρακον πρὸ τῆς θύρας.
ΓΡ. Α’ ἦ μὴν ἔτ᾽ ὠνήσει σὺ καὶ στεφάνην ἐμοί.
1035 ΝΕΑΣ. νὴ τὸν Δί᾽, ἤνπερ ᾖ γέ που τῶν κηρίνων.
οἶμαι γὰρ ἔνδον διαπεσεῖσθαί σ᾽ αὐτίκα.
ΝΕΙΣ. ποῖ τοῦτον ἕλκεις; ΓΡ. Α’ εἰς ἐμαυτῆς εἰσάγω.
ΝΕΙΣ. οὐ σωφρονοῦσά γ᾽· οὐ γὰρ ἡλικίαν ἔχει
παρὰ σοὶ καθεύδειν τηλικοῦτος ὤν· ἐπεὶ
1040 μήτηρ ἂν αὐτῷ μᾶλλον εἴης ἢ γυνή.
ὥστ᾽ εἰ καταστήσεσθε τοῦτον τὸν νόμον,
τὴν γῆν ἅπασαν Οἰδιπόδων ἐμπλήσετε.
ΓΡ. Α’ ὦ παμβδελυρά, φθονοῦσα τόνδε τὸν λόγον
ἐξηῦρες. ἀλλ᾽ ἐγώ σε τιμωρήσομαι.
1045 ΝΕΑΣ. νὴ τὸν Δία τὸν σωτῆρα, κεχάρισαί γέ μοι,
ὦ γλυκύτατον, τὴν γραῦν ἀπαλλάξασά μου·
ὥστ᾽ ἀντὶ τούτων τῶν ἀγαθῶν εἰς ἑσπέραν
μεγάλην ἀποδώσω καὶ παχεῖάν σοι χάριν.
***
ΠΑΛ. Αλίμονό μου και θα γίνω Τρόμπας!
Α’ ΓΡ. Να πειθαρχείς στων γυναικών τους νόμους.
ΠΑΛ. Κι αν κάποιος φίλος ή συχωριανός
πλερώσει λύτρα να με λευτερώσει;
Α’ ΓΡ. Πού να τα βρει τα χρήματα; Κανένας
δεν έχει τώρα πια. ΠΑΛ. Κι αν ορκιστώ
πως δεν μπορώ; Α’ ΓΡ. Βρε, δεν περνάν τα ψέματα!
ΠΑΛ. Κι αν τους πω: Ξένος είμαι, γυρολόγος
πραματευτής; Α’ ΓΡ. Θα σε ξυλοφορτώσουν.
ΠΑΛ. Τί να κάνω λοιπόν; Α’ ΓΡ. Να ᾽ρθεις μαζί μου.
ΠΑΛ. Με το στανιό; Α’ ΓΡ. Με το στανιό. Είμαι Λάμια.
1030 ΠΑΛ. Βάλε μια στρώση ρίγανη στον πάτο
κι απάνου δυο ζευγάρια κληματσίδες,
τυλίξου με κορδέλες και στο πλάι
ληκύθους και στην πόρτα σου σταμνί
με νερό καθαρτήριο. Α’ ΓΡ. Κι εσύ φίλε μου,
θα μου αγοράσεις νεκρικό στεφάνι.
ΠΑΛ. Μετά χαράς, με κέρινα λουλούδια.
Γιατί όπου να ᾽ναι, λέω, θα σωριαστείς.
(βγαίνει απ᾽ το σπίτι της η κοπέλα)
ΚΟΠ. Πού τονε πας; Α’ ΓΡ. Στο σπίτι μου. ΚΟΠ. Δεν ντρέπεσαι;
Ανώριμο παιδί να τραβάς
να το πλαγιάσεις δίπλα σου; Μα εσύ ᾽σαι
1040 μάνα του πιο πολύ παρά γυναίκα.
Αν πιάσει αυτός ο νόμος, θα γεμίσει
αιμομίχτες Οιδίποδες ο κόσμος.
(τραβάει να πάρει το νέο)
Α’ ΓΡ. Α, παλιοβρόμα, η ζήλια σου σε κάνει
να μην ξέρεις τί λες, θα σε στουμπίσω!
(φεύγει)
ΠΑΛ. Αχ, μά το Δία το Σώστη, ευχαριστώ σε!
Απ᾽ τη στρίγκλα με γλίτωσες κι εγώ
για τη χάρη που μου ᾽κανες, γλυκό μου,
το βράδυ απόψε θα σου κάνω αντίχαρη
πολύ μεγάλη και πολύ χοντρή.
ΓΡ. Α’ τοῖς γὰρ νόμοις τοῖς ἡμετέροισι πειστέον.
ΝΕΑΣ. τί δ᾽ ἢν ἀφαιρῆταί μ᾽ ἀνὴρ τῶν δημοτῶν
ἢ τῶν φίλων ἐλθών τις; ΓΡ. Α’ ἀλλ᾽ οὐ κύριος
1025 ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ᾽ ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι.
ΝΕΑΣ. ἐξωμοσία δ᾽ οὐκ ἔστιν; ΓΡ. Α’ οὐ γὰρ δεῖ στροφῆς.
ΝΕΑΣ. ἀλλ᾽ ἔμπορος εἶναι σκήψομαι. ΓΡ. Α’ κλάων γε σύ.
ΝΕΑΣ. τί δῆτα χρὴ δρᾶν; ΓΡ. Α’ δεῦρ᾽ ἀκολουθεῖν ὡς ἐμέ.
ΝΕΑΣ. καὶ ταῦτ᾽ ἀνάγκη μοὐστί; ΓΡ. Α’ Διομήδειά γε.
1030 ΝΕΑΣ. ὑποστόρεσαί νυν πρῶτα τῆς ὀριγάνου
καὶ κλήμαθ᾽ ὑπόθου συγκλάσασα τέτταρα,
καὶ ταινίωσαι καὶ παράθου τὰς ληκύθους,
ὕδατός τε κατάθου τοὔστρακον πρὸ τῆς θύρας.
ΓΡ. Α’ ἦ μὴν ἔτ᾽ ὠνήσει σὺ καὶ στεφάνην ἐμοί.
1035 ΝΕΑΣ. νὴ τὸν Δί᾽, ἤνπερ ᾖ γέ που τῶν κηρίνων.
οἶμαι γὰρ ἔνδον διαπεσεῖσθαί σ᾽ αὐτίκα.
ΝΕΙΣ. ποῖ τοῦτον ἕλκεις; ΓΡ. Α’ εἰς ἐμαυτῆς εἰσάγω.
ΝΕΙΣ. οὐ σωφρονοῦσά γ᾽· οὐ γὰρ ἡλικίαν ἔχει
παρὰ σοὶ καθεύδειν τηλικοῦτος ὤν· ἐπεὶ
1040 μήτηρ ἂν αὐτῷ μᾶλλον εἴης ἢ γυνή.
ὥστ᾽ εἰ καταστήσεσθε τοῦτον τὸν νόμον,
τὴν γῆν ἅπασαν Οἰδιπόδων ἐμπλήσετε.
ΓΡ. Α’ ὦ παμβδελυρά, φθονοῦσα τόνδε τὸν λόγον
ἐξηῦρες. ἀλλ᾽ ἐγώ σε τιμωρήσομαι.
1045 ΝΕΑΣ. νὴ τὸν Δία τὸν σωτῆρα, κεχάρισαί γέ μοι,
ὦ γλυκύτατον, τὴν γραῦν ἀπαλλάξασά μου·
ὥστ᾽ ἀντὶ τούτων τῶν ἀγαθῶν εἰς ἑσπέραν
μεγάλην ἀποδώσω καὶ παχεῖάν σοι χάριν.
***
ΠΑΛ. Αλίμονό μου και θα γίνω Τρόμπας!
Α’ ΓΡ. Να πειθαρχείς στων γυναικών τους νόμους.
ΠΑΛ. Κι αν κάποιος φίλος ή συχωριανός
πλερώσει λύτρα να με λευτερώσει;
Α’ ΓΡ. Πού να τα βρει τα χρήματα; Κανένας
δεν έχει τώρα πια. ΠΑΛ. Κι αν ορκιστώ
πως δεν μπορώ; Α’ ΓΡ. Βρε, δεν περνάν τα ψέματα!
ΠΑΛ. Κι αν τους πω: Ξένος είμαι, γυρολόγος
πραματευτής; Α’ ΓΡ. Θα σε ξυλοφορτώσουν.
ΠΑΛ. Τί να κάνω λοιπόν; Α’ ΓΡ. Να ᾽ρθεις μαζί μου.
ΠΑΛ. Με το στανιό; Α’ ΓΡ. Με το στανιό. Είμαι Λάμια.
1030 ΠΑΛ. Βάλε μια στρώση ρίγανη στον πάτο
κι απάνου δυο ζευγάρια κληματσίδες,
τυλίξου με κορδέλες και στο πλάι
ληκύθους και στην πόρτα σου σταμνί
με νερό καθαρτήριο. Α’ ΓΡ. Κι εσύ φίλε μου,
θα μου αγοράσεις νεκρικό στεφάνι.
ΠΑΛ. Μετά χαράς, με κέρινα λουλούδια.
Γιατί όπου να ᾽ναι, λέω, θα σωριαστείς.
(βγαίνει απ᾽ το σπίτι της η κοπέλα)
ΚΟΠ. Πού τονε πας; Α’ ΓΡ. Στο σπίτι μου. ΚΟΠ. Δεν ντρέπεσαι;
Ανώριμο παιδί να τραβάς
να το πλαγιάσεις δίπλα σου; Μα εσύ ᾽σαι
1040 μάνα του πιο πολύ παρά γυναίκα.
Αν πιάσει αυτός ο νόμος, θα γεμίσει
αιμομίχτες Οιδίποδες ο κόσμος.
(τραβάει να πάρει το νέο)
Α’ ΓΡ. Α, παλιοβρόμα, η ζήλια σου σε κάνει
να μην ξέρεις τί λες, θα σε στουμπίσω!
(φεύγει)
ΠΑΛ. Αχ, μά το Δία το Σώστη, ευχαριστώ σε!
Απ᾽ τη στρίγκλα με γλίτωσες κι εγώ
για τη χάρη που μου ᾽κανες, γλυκό μου,
το βράδυ απόψε θα σου κάνω αντίχαρη
πολύ μεγάλη και πολύ χοντρή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου